«Μαέστρο, αύριο νωρίς το απόγευμα πρόβα!». Η Έρικα Μπρόγερ μου τηλεφωνούσε στην εφημερίδα, όπου εργαζόμουν τότε (αμισθί, όπως όλοι, τότε, τον πρώτο καιρό) και καθώς δεν είχα άλλους πόρους (και φρεσκοπαντρεμένος), εργαζόμουν τα βράδια ως μουσικός.
Τότε εμφανιζόμασταν στον «Ζορμπά», της οδού Αμερικής. Ιδιοκτήτης ο Λάκης Σάββας, μαέστρος ο Χάρης Λυμπερόπουλος, στο πρόγραμμα η Πόλυ Πάνου ,ο Κοντολάζος, η Χαρούλα Ντάνου ,μαέστρος ο Χάρης Λυμπερόπουλος, αλλά στο «μοντέρνο”»πρόγραμμα η δική μας ορχήστρα (Χάρης Πολλάτος, Στέλιος Μπουρούσης, Νίκος Φραγκούλης και η αφεντιά μου), με την Έρικα Μπρόγερ , μαζί της δυο εκπληκτικές χορεύτριες (η μια ήταν η Σίμπα, από το Ισραήλ) και οι πολύ καλές “μοντέρνες” τραγουδίστριες Αγνή και Μαίρη-Αν.
Έφερνε τις πάρτες η Έρικα ,έτρεχα από την «Βραδυνή», έχοντας γράψει το ρεπορτάζ μου, στον «Ζορμπά» , γύριζα στην εφημερίδα και στις 11 πίσω, στο πάλκο, φορώντας πάντα μαύρα γυαλιά, πίσω από τις παρτιτούρες, για να «μη με δει κάνα μάτι», καθώς ανησυχούσα μήπως «βγάλω κακό όνομα» στη δημοσιογραφία!
Η Έρικα ήταν τελειομανής! Ήθελε τα κομμάτια με απόλυτη ακρίβεια. Το “Big spender”, ας πούμε το είχε χορογραφήσει ακριβώς όπως στο μιούζικαλ “Sweet Charity” και έπρεπε να έχει τις ίδιες «ατάκες», τα ίδια «γεμίσματα».
Αλλά και τα άλλα κομμάτια, όπως το «L-o-v-e» του Νατ Κινγκ Κόουλ και το «Ηello Dolly» του Λιούις Άρμστρονγκ, που τραγουδούσε με τον δικό της τρόπο, είχαν τις δυσκολίες τους. Πρόβες εξαντλητικές!
Όταν, όμως, άρχιζε το πρόγραμμα και απολάμβανα εκείνα τα αγαλμάτινα κορμιά ( μιλάμε για καλλονές) να χορεύουν μπροστά μου, έλεγα όχι μόνο «χαλάλι οι πρόβες» , αλλά θαύμαζα τα πολύτιμα δώρα του Θεού!
Έτσι γνωριστήκαμε, ήπιαμε αμέτρητους καφέδες, μιλώντας για μουσική και χορό, της έλεγα για τα μιούζικαλ που είχα δει στο Λονδίνο (δεν άφηνα παράσταση όποτε βρισκόμουν εκεί) και γίναμε φίλοι. Κι ένα απόγευμα μου λέει: Αύριο παίζετε στο σινεμά”»! Ήταν μια ταινία με τον Κώστα Βουτσά, στην οποία εμφανίζεται η ορχήστρα μας, αλλά χωρίς εμένα. «Δεν μπορώ, θα με δει ο κόσμος και θα το μάθουν στην εφημερίδα» είπα και αρνήθηκα.
Ένα μεσημέρι, έπειτα από λίγο καιρό, με φωνάζει ο Τζώρτζης Αθανασιάδης στο γραφείο του. «Πήγαινε κάτω στο λογιστήριο σου έχω βγάλει δυο χιλιάρικα», μου λέει.
Τον κοίταξα παραξενεμένος. «Μισθολόγιο δεν σε βάζουμε ακόμα, αλλά θα σου δίνω κάτι μέχρι να σε τακτοποιήσουμε. Μου είπε η Έρικα ότι παίζεις μουσική τα βράδια. Καλά κάνεις και το κρύβεις, οι δημοσιογράφοι είσαστε άτιμη φάρα!», μου λέει και με «έστειλε»!
Στο καλό να πας, Έρικα, ήσουν ξεχωριστή και έτσι θα σε θυμάμαι…