Το κρύο έχει αρχίσει να τρυπά τα ρούχα και να γίνεται επιθετικό. Αρχές Δεκέμβρη και ο «γυμνός» Γράμμος δείχνει έτοιμος να αντιμετωπίσει κάθε «παιχνίδι» του χιονιά. Η μυρωδιά του ζεστού καφέ που έρχεται κι ένα πλατύ χαμόγελο μαλακώνουν το ρίγος.
«Καλώς τους» θα μας πει και θα μας ανοίξει την καρδιά της, η Βιολέτα, η μοναδική γυναίκα που ζει μόνιμα, τους εννέα από τους δώδεκα μήνες του χρόνου, στο χωριό του Γράμμου. Το ιστορικό χωριό της Ελλάδας, που παίρνει ζωή την άνοιξη και το καλοκαίρι από μια χούφτα κτηνοτρόφους, αλλά και περιπατητές που θέλουν να δουν τις κορυφογραμμές του ιστορικού βουνού και τις αλπικές λίμνες του.
Για τη Βιολέτα, η θέα του βουνού είναι αυτή που την αποζημιώνει και η αγάπη του άνδρα της είναι αυτή που την κρατά χαρούμενη, την κάνει δυνατή να αντιμετωπίσει όλες τις δύσκολες συνθήκες του «άγριου» βουνού, ακόμη και όταν ήρθε αντιμέτωπη με αρκούδες.
Τριάντα χρόνια στον χιονισμένο Γράμμο
«Στον Γράμμο ήρθα πριν από 30 χρόνια περίπου. Τότε ζούσαμε ακόμα σε καλύβες, δίπλα στις στάνες. Δεν ήταν εύκολα, αλλά όταν είσαι με αυτόν που αγαπάς, όλα είναι πιο όμορφα» θα πει και θα γυρίσει το ρολόι του χρόνου στο 1992, όταν γνώρισε τον άνδρα της στην Κορυτσά.
«Είχε έρθει στην Κορυτσά για επίσκεψη και τον είδα, ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά» θα αποκαλύψει, μιλώντας στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η Βιολέτα.
Από την πόλη και το σκι που έκανε τότε, στα 23 της χρόνια, στην Αλβανία, η Βιολέτα Πήνξα αποφάσισε να τα αφήσει όλα πίσω της και να ακολουθήσει τον Γιώργο, επιλέγοντας να ζήσει, το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, ως κτηνοτρόφος στο ορεινό χωριό του Γράμμου, σε υψόμετρο 1380 μέτρων. Ένα χωριό, που ο χειμώνας το συναντά πολύ νωρίς, με το χιόνι να ξεπερνά πολλές φορές ακόμα και τα δύο μέτρα.
«Το χιόνι δεν με φόβισε ποτέ, θυμάμαι πριν από επτά χρόνια, είχε χιονίσει τόσο πολύ, που για να μεταφέρουμε τα ζώα (250 αγελάδες), έπρεπε να περπατήσουμε αρκετά μέσα στο χιόνι. Ο Γιώργος ήταν ψύχραιμος. Είχαμε έναν νεαρό υπάλληλο που είχε φοβηθεί πολύ. Λέει: “τώρα εδώ θα μείνουμε”. Τού απάντησα πως αυτό δεν γίνεται. “Και πώς θα φύγουμε;” μου λέει. Ο Γιώργος πήρε το τζιπ και άνοιγε τομ δρόμο. Εγώ τον ακολούθησα μερικά χιλιόμετρα με τα πόδια, περπατώντας μέσα στο χιόνι, προκειμένου να έρθουν πίσω μου τα ζώα, τα αγγελούδια μου. Έτσι κάνουμε. Τους ανοίγεις το δρόμο και αυτά ακολουθούν. Έρχονται κοντά σου με τη μυρουδιά και σε ακολουθούν» αφηγείται η Βιολέτα.
Η συνάντηση με τις αρκούδες
Το χιόνι δεν την πτοεί, αλλά ούτε και τα άγρια ζώα του βουνού, ακόμη και οι αρκούδες που έχει συναντήσει πολλές φορές. «Άμα δεις αρκούδα δεν μιλάς. Μένεις ψύχραιμος. Το βλέπεις και αυτό φεύγει, παίρνει τον δρόμο του το ζωντανό. Μόνο αν έχει μικρά μπορεί να γίνει επικίνδυνο, αν φοβηθεί ότι κινδυνεύουν. Έχουμε δει πολλές φορές αρκούδες και ολόκληρες οικογένειες, από πολύ κοντά. Την τελευταία φορά ήμασταν στο αυτοκίνητο και δεν φοβηθήκαμε, σταματήσαμε. Σε κοιτάει και φεύγει. Δεν κάνει κάτι» λέει με απόλυτη ψυχραιμία η Βιολέτα, που δεν τη φοβίζουν ούτε οι αρκούδες, ούτε οι λύκοι, ούτε τα άλλα άγρια ζώα του βουνού, αλλά ούτε και η μοναξιά που θα μπορούσε να ένιωθε κάποια γυναίκα που δεν θα είχε μία φίλη σε έναν τόπο όπου ζει. Έχει μάθει να ζει και να διαχειρίζεται έναν ανδροκρατούμενο οικισμό, ως η μοναδική γυναίκα που περιφέρεται μέσα σε αυτόν.
«Δεν μου λείπει που δεν έχω γυναικεία συντροφιά. Το καλοκαίρι έρχεται και μία γυναίκα που με βοηθά στον ξενώνα και κάπου κάπου έρχεται εδώ και η πρόεδρος του οικισμού, που είναι κι αυτή κτηνοτρόφος» λέει και συμπληρώνει: «πίνω καφέ και τα λέω με τον άνδρα μου. Το καλοκαίρι έχουμε και κόσμο, οπότε ο χρόνος περνάει γρήγορα».
Στην Ελλάδα για μια καλύτερη ζωή
Η Βιολέτα ήρθε οριστικά στην Ελλάδα το 1994. Τα πρώτα χρόνια δεν ήταν εύκολα. Πέραν των δύσκολων εργασιακών αλλά και καιρικών συνθηκών στο βουνό, είχε να αντιμετωπίσει και την καχυποψία των υπολοίπων που τη θεωρούσαν, όπως λέει, «καιροσκόπο».
«Όταν γνώρισα τον Γιώργο και αποφάσισα να τον ακολουθήσω, το συζήτησα με την οικογένειά μου και τους εξήγησα πώς ένιωθα. Τον ακολούθησα για μια καλύτερη ζωή, όχι οικονομικά καλύτερα όπως πίστευαν κάποιοι, αλλά μια ζωή με τον άνθρωπο που αγαπούσα. Εδώ είμαστε από το 1995. Ο Γιώργος ήταν κτηνοτρόφος. Εγώ δεν γνώριζα πολλά για τα ζώα , αλλά έμαθα. Άμα έχεις όρεξη, μαθαίνεις τα πάντα και αποφασίζεις. Είχαμε και πρόβατα τότε. Κάθε μέρα ξυπνούσα στις 5.00 το πρωί, να τα ταΐσω, να τα αρμέξω και πάει λέγοντας. Είχα και κότες. Όλα καλά» θα πει και θα θυμηθεί όταν χρειαζόταν να μεταφέρουν τα ζώα για πολλά χιλιόμετρα με τα πόδια, πριν ξεκινήσει η εξ ολοκλήρου μεταφορά τους με τα φορτηγά.
«Από την Πάργα, που πάμε για τρεις με τέσσερις μήνες τον βαρύ χειμώνα, μεταφέρουμε πλέον στο Γράμμο όλα τα ζώα με φορτηγά, αλλά κάποτε, πριν από 10-15 χρόνια, κάναμε κάποια απόσταση με τα φορτηγά και κάποια απόσταση με τα πόδια. Μέναμε και σε κάποιο χωριό κοντά στο Επταχώρι, για δυο-τρεις μέρες, για να ξεκουραστούν τα ζώα και μετά ξεκινούσαμε και πάλι», θα θυμηθεί η 56χρονη σήμερα Βιολέτα.
Σήμερα, η ζωή της φαίνεται να είναι πολύ πιο εύκολη. Βοηθά τον 69χρονο σύζυγό της σε ό,τι χρειαστεί με τις αγελάδες, αλλά ασχολείται περισσότερο με τον ξενώνα που έχτισαν, όπως λέει, πετραδάκι πετραδάκι, με τα χέρια τους. Μας πήρε περίπου είκοσι χρόνια να κάνουμε τον ξενώνα. Στην αρχή κάναμε το καφενεδάκι που είναι και ψησταριά μαζί. Μετά ξεκινήσαμε τον ξενώνα. Μαζεύαμε τις πέτρες από το βουνό. Τα καταφέραμε τελικά. Σήμερα έχουμε εννέα δωμάτια» λέει με περηφάνια.
«Ο Γράμμος είναι η ζωή μου»
Μετά τα μέσα του Δεκέμβρη, η Βιολέτα Πήνξα και ο Γιώργος Σούρλας θα μεταφέρουν τα ζώα τους στην Πάργα. Εκεί θα τα κρατήσουν μέσα σε στάνες μέχρι τον Απρίλιο, οπότε και θα επιστρέψουν πίσω στον αγαπημένο τους Γράμμο. «Εδώ είναι Ελβετία» λέει ο Γιώργος για τον Γράμμο, που για τη Βιολέτα είναι η ίδια η ζωή.
«Εδώ είναι η ζωή, η ζωή μου», θα πει χαρακτηριστικά η 56χρονη. «Τον χειμώνα βρίσκω ευκαιρία και ξεκουράζομαι λίγο. Πηγαίνω και στο εξωτερικό, αλλά ο νους μου είναι πίσω, είναι εδώ. Είμαι ερωτευμένη με αυτό το βουνό και εύχομαι σε όλες τις γυναίκες να ζήσουν αυτό που ζω εγώ» καταλήγει.