Η θαλπωρή του «μαζί» – Γράφει ο Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος

Τα Χριστούγεννα δεν έρχονται χαμηλόφωνα. Έρχονται σχεδόν πάντα με θόρυβο, με φωνές και εισβάλλουν στη ζωή μας. Άλλοτε αδιάκριτα κι άλλοτε ως μια παλιά ανάμνηση που επιστρέφει χωρίς να ζητά άδεια.

Νίκος Σακελλαρόπουλος
Γράφει ο συνεργάτης του Έμβολος δημοσιογράφος Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος

Κάποτε τα καταλαβαίναμε κι από το κρύο, τη σόμπα. Το τζάκι που έκαιγε ολημερίς κι ολονυκτίς. Σήμερα, δεν έχει τόσο κρύο… Μα τα νιώθουμε από τη μέρα που πάει για ύπνο νωρίς, από τα φωτάκια σε βιτρίνες και δρόμους, από τα μελομακάρονα, τις δίπλες και τους κουραμπιέδες που μαζί με τις μυρωδιές του φρέσκου βούτυρου, ταλαιπωρούν  και το μυαλό, μαζί με τους γευστικούς κάλυκες… Ενίοτε γίνονται οι καλύτερες «φιλενάδες» τη νύχτα, τότε που φωνάζουν ηδονικά «σε θέλω»…

Το σπίτι μεταμορφώνεται. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο στήνεται πάντα με μια παράξενη σοβαρότητα, σαν να πρόκειται για ιεροτελεστία. Ο πατέρας επιμένει να είναι ίσιο, η μητέρα να είναι καλαίσθητο, τα παιδιά να είναι γεμάτο. Τα φωτάκια, μονίμως μπερδεμένα, ανάβουν και σκορπούν μια μοναδική ζεστασιά. Πάνω στα κλαδιά κρέμονται χρόνια ολόκληρα: στολίδια παλιά και καινούργια,  φτιαγμένα από παιδικά χέρια, ή κληρονομημένα από τους παππούδες, φορτωμένα ιστορίες. Στην κορυφή, θυμάμαι που έβγαζα το αστέρι που τοποθετούσε η μάνα μου κι έβαζα το τριφύλλι…Το έβγαζε, το ξανάβαζα…

Η κουζίνα γίνεται η καρδιά του σπιτιού. Μυρωδιές από κανέλα, πορτοκάλι και βούτυρο διαχέονται παντού. Η μητέρα ζύμωνε με κινήσεις γνώριμες, σχεδόν μηχανικές, όπως τις έμαθε από τη δική της μητέρα. Ο πατέρας περνούσε δήθεν αδιάφορα και δοκίμαζε κλέβοντας μια μπουκιά κι εισπράττοντας ένα χαμόγελο από τη μάνα μου. Οι παππούδες κάθονταν κοντά στη τζάκι και έλεγαν ιστορίες… Πάσης φύσεως. Από τον έρωτά τους και πώς την στρίμωχνε να του «κάτσει» πριν τον γάμο -μα εκείνη …τάξις και ηθική- μέχρι ιστορίες της κατοχής κι ένα σωρό άλλες…

Τα παιδιά, εμείς, τρέχαμε εδώ κι εκεί. Ουκ ολίγες φορές είχα μετωπική με το δέντρο και… φτου κι απ’ την αρχή το στόλισμα… «Κακό χρόνο να μην έχεις», η μάνα μου…

Και τα δώρα κάτω από το δέντρο. Τα αγγίζαμε, τα μετακινούσαμε  ελαφρά, προσπαθούσαμε να μαντέψουμε τι κρύβεται μέσα στις τσάντες. Δεν ξέραμε ακόμη πως, όταν μεγαλώσουμε, δεν θα θυμόμαστε μόνο τι έκρυβαν οι τσάντες, αλλά και το πώς νιώθαμε. Το φως στο σαλόνι, τα γέλια, οι φωνές, οι αγκαλιές.

Και το τραπέζι που στρώνεται, τα ποτήρια που γεμίζουν, οι φωνές που σταματούν. Κάποιος κάνει μια ευχή. Κάποιος θυμάται όσους λείπουν. Το παρελθόν κάθεται δίπλα στο παρόν και το μέλλον παρακολουθεί σιωπηλό.

Και τότε καταλαβαίναμε, ακόμη το κάνουμε, ότι τα Χριστούγεννα δεν είναι τα δώρα, ούτε τα στολίδια. Είναι η θαλπωρή του «μαζί». Είναι η μνήμη που επιστρέφει για να μας θυμίσει ποιοι είμαστε και σε ποιους ανήκουμε. Και όσο υπάρχει ένα σπίτι φωτισμένο και άνθρωποι γύρω από ένα τραπέζι, το φως δεν σβήνει. Καλά Χριστούγεννα σε όλους.

Προηγούμενο άρθροΣαλάτα παντζαριού ροζέ – Μια εντυπωσιακή σαλάτα
Επόμενο άρθροΗ Μόσχα διαπιστώνει ότι υπάρχει «αργή αλλά σταθερή πρόοδος» στις ειρηνευτικές συνομιλίες με τις ΗΠΑ