Εντύπωση προκαλεί στην ελληνική πολιτική ελίτ, ανεξαρτήτου πολιτικής προέλευσης, καθώς και σε μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού η στάση της γειτονικής μας Βουλγαρίας στο ζήτημα της ένταξης των Σκοπίων στην ΕΕ. Για πολλούς είναι τουλάχιστον περίεργο, το πως η γειτονική μας χώρα αντιστέκεται στις πιέσεις των ισχυρών χωρών της Ένωσης, με κυριότερη την Γερμανία, και με ευκολία χρησιμοποιεί το βέτο για να σταματήσει κάθε προσπάθεια έναρξης των ενταξιακών συνομιλιών εισδοχής των Σκοπίων στην ΕΕ.
Δικαιολογημένα οι Έλληνες πολιτικοί ηγέτες απορούν με το όλο θέμα. Ίσως δεν μπορούν να κατανοήσουν πως ενώ η χώρα μας παραχώρησε σχεδόν τα πάντα στα Σκόπια, οι Βούλγαροι δεν είναι διατεθειμένοι να παραχωρήσουν τίποτα και δεν πτοούνται από τις απειλές και προτροπές του Βερολίνου. Η χώρα μας υπέγραψε οικιοθελώς μια συμφωνία την οποία θα αναγκαζόταν να υπογράψει ένα κράτος μόνο μετά από μια στρατιωτική ήττα. Με εξαιρετική ευκολία παραχωρήσαμε την μακεδονική γλώσσα, το έθνος, την ιστορία, ακόμα και δικαιώματα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και στην αλίευση στο Αιγαίο, με μόνο αντάλλαγμα την σύνθετη ονομασία έναντι κάθε χρήσης.
Την ελληνική κοινωνία και την πολιτική της ελίτ την απασχολούν δυσεπίλυτα και οξύτατα τρέχοντα προβλήματα, όπως το οικονομικό, η πανδημία, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και το μεταναστευτικό. Λογικό είναι το σκοπιανό να έχει «ξεχαστεί» και να θεωρείται από πολλούς ως επιλυμένο, έστω και με όχι την ευτυχέστερη των λύσεων. Δυστυχώς όμως η συμφωνία των Πρεσπών δεν έλυσε κανένα πρόβλημα, μάλλον το επιδείνωσε και οι επιπτώσεις του στον ελληνισμό θα είναι σοβαρότατες και μακροχρόνιες.
Η Βόρεια Μακεδονία είναι φυσικό επόμενο, όταν οι γεωπολιτικές συνθήκες το επιτρέψουν, να διεκδικήσει το όλον, δηλαδή την «μακεδονική ολοκλήρωση», μέσω της «μαλακής ή ήπιας ισχύος». Η αναγνώριση μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα και Βουλγαρία, αποτελεί προτεραιότητα για τον Ζάεφ, η οποία θα συνοδεύεται με την λειτουργία «μακεδονικών σχολείων» και «μακεδονικών ινστιτούτων και σχολών» σε αμφότερες της χώρες. Άλλωστε ήδη στην χώρα μας αποφεύγουμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο Μακεδονία, όταν αναφερόμαστε στην Μακεδονία μας και προτιμούμε το Βόρειος Ελλάδα, την κατά τους σκοπιανούς φίλους μας, Μακεδονία του Αιγαίου ή Νότιο Μακεδονία. Η δημιουργία μιας αυτόνομης περιοχής τύπου «Καταλωνίας» στο βορά της χώρας μας δεν είναι καθόλου απίθανη στο απώτερο μέλλον, άλλωστε αυτός ήταν και σκοπός κάποιων μεγάλων δυνάμεων, που πίεζαν την πρόθυμη ελληνική κυβέρνηση να υπογράψει την περίφημη συμφωνία.
Πρόσφατα ο Πρόεδρος των Σκοπίων Στέβο Πενταρόφσκι διακήρυξε ότι υπάρχει θέμα μακεδονικής μειονότητας και στην Ελλάδα και στην Βουλγαρία. Ότι οι «Μακεδόνες» μπορούν να κάνουν ελεύθερα προσφυγές σε διεθνείς οργανισμούς, όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης για τα ανθρώπινα δικαιώματά τους. Σύμφωνα με τον κύριο Πενταρόφκσι, το δικαίωμα εγέρσεως «μακεδονικού» μειονοτικού ζητήματος στην πατρίδα μας τους το δίδει η Συμφωνία των Πρεσπών. Η «εθνικά επωφελής» κατά δήλωση του ιδίου του κυρίου Τσίπρα, Συμφωνία των Πρεσπών.
Η Βουλγαρική ηγεσία, εν αντιθέσει με την ελληνική, αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων της χώρας της και όχι άλλων τρίτων χωρών, όσο ισχυρών και εάν είναι. Παρά το ότι το διακύβευμα για την Βουλγαρία είναι ασυγκρίτως μικρότερο σε σχέση με το δικό μας και παρά το ότι αντιμετωπίζει σοβαρότατα οικονομικά και δημογραφικά προβλήματα αντιστέκεται επιτυχώς. Η Βουλγαρία δεν δέχεται τον «μακεδονικό παραλογισμό», που αποδεχθήκαμε εμείς και απαιτεί το αυτονόητο, την μη αναγνώριση της μακεδονικής γλώσσας και την μη αναγνώριση μακεδονικής μειονότητας στην Βουλγαρία. Κατά τους Βούλγαρους οι «Μακεδόνες» είναι Βούλγαροι και ομιλούν βουλγαρική διάλεκτο. Δεν αποδέχονται την παρθενογένεση μιας τεχνικής γλώσσας και ενός τεχνικού έθνους που αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση των γεωπολιτικών επιδιώξεων άλλων χωρών σε βάρος της, κάτι που αποδεχθήκαμε εμείς και για το οποίο υπερηφανεύεται ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ας ελπίσουμε να μην έχουμε στο μέλλον και άλλες Πρέσπες που θα μας «επιλύσουν» τα φλέγοντα ζητήματα των ελληνοτουρκικών διενέξεων και το Κυπριακό. Δυστυχώς οι ελληνικές πολιτικές ελίτ, ανεξαρτήτως αποχρώσεων, δεν επηρεάζεται από τους «γραφικούς» Έλληνες, αλλά από αλλότρια κέντρα αποφάσεων. Οι παραχωρήσεις εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων έναντι κανενός ή πενιχρών ανταλλαγμάτων μας οδηγεί σε συρρίκνωση και διάλυση. Η Βουλγαρία ίσως μας δείχνει το δρόμο της πραγματικής αντίστασης και σθεναρής προάσπισης των εθνικών συμφερόντων μιας χώρας.