Από τη στιγμή που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, είναι λογικό και αναμενόμενο να γράφονται πολλές και εκτενείς αναλύσεις για το ζήτημα. Ωστόσο, οι περισσότερες από αυτές φαίνεται να είναι κάπως μονοδιάστατες, αν όχι επιφανειακές. Πιο συγκεκριμένα, δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που τα βάζουν άμεσα ή έμμεσα με τη Δύση, η οποία υποτίθεται ότι κάθεται άπραγη ενώ ο Πούτιν κάνει τα δικά του στην Ουκρανία, και ούτε λίγο ούτε πολύ φαίνεται να αναπολούν τις ρομαντικές εποχές που οι πόλεμοι ξεκινούσαν ανάμεσα στα έθνη με ευκολία, σαν ντόμινο, με το που γινόταν κάπου ένα θερμό επεισόδιο.
Να ξεκαθαρίσουμε εδώ πως δεν λέμε ότι αυτό που συμβαίνει στην Ουκρανία είναι ένα θερμό επεισόδιο… Κανονικός πόλεμος είναι. Ούτε λέμε πως οι περισσότερες αναλύσεις είναι συνολικά άστοχες. Απλώς, στην Ιστορία ποτέ κανένα έθνος δεν έχει ξεκινήσει πόλεμο για λογαριασμό άλλου με κύριο σκεπτικό το «σήμερα εκείνοι, αύριο εμείς», κι ας φαίνεται πολλές φορές λογικό να το κάνει. Χρειάζονται πολύ πιο «χειροπιαστοί» λόγοι…
Τούτων δοθέντων, θεωρούμε σκόπιμο να πούμε εδώ κάποια πράγματα που ίσως να ακουστούν μεν κυνικά, αλλά δεν γίνεται να μην συμπεριληφθούν στην εξέταση του όλου ζητήματος.
Κατ’ αρχάς, η Ουκρανία, για λόγους που δεν είναι της παρούσης, δεν είναι μέλος ούτε του ΝΑΤΟ ούτε της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το να βομβαρδίσουν λοιπόν οι ΗΠΑ (ή η Γαλλία ή η Γερμανία ή όλοι αυτοί μαζί) τη Ρωσία του Πούτιν, λες και είναι η υπό διάλυση Γιουγκοσλαβία, υπερβαίνει κατά πολύ τις συμβατικές τους υποχρεώσεις απέναντι στους συμμάχους τους. Το αίτημα (ή η προσδοκία ότι θα μπορούσε) να συμβεί κάτι τέτοιο, γιατί ο Πούτιν είναι ας πούμε ο Χίτλερ του 21ου αιώνα, δείχνει τουλάχιστον αφέλεια.
Κατά δεύτερον, οι ιστορικοί παραλληλισμοί που γίνονται για την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τη στάση της Δύσης είναι τελείως επιφανειακοί, αν όχι πλήρως λανθασμένοι. Ο Πούτιν δεν είναι ο Χίτλερ και η Ουκρανία δεν είναι η Πολωνία του 1939. Υπάρχει πολύ καλύτερο ιστορικό παράδειγμα (το οποίο οφείλουμε να πούμε ότι εντόπισε και ο κ. Στάθης Καλύβας, σε άρθρο του στην «Καθημερινή της Κυριακής»): Ο Πούτιν είναι σουλτάνος του 19ου αιώνα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Ουκρανία είναι ό,τι ήταν και η Ελλάδα τότε, για αυτό και πρέπει να καταλάβει ότι η προσπάθειά της να προσδεθεί σφιχτά στο δυτικό άρμα θα έχει βαρύ κόστος αίματος και, πιθανότητα, εδαφικών περιοχών. Ο βασικός λόγος για αυτό είναι πως ο Πούτιν, όπως και ο Σουλτάνος, δεν βλέπει ένα ξεχωριστό έθνος στα δυτικά του (ο ένας βλέπει «μικρορώσους» και ο άλλος έβλεπε Χριστιανούς Οθωμανούς), αλλά υπηρέτες των δυτικών συμφερόντων.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι δυτικοί (των Ελλήνων συμπεριλαμβανομένων σήμερα) κάνουν ό,τι έκαναν και τότε… Καθήμενοι ασφαλείς στα σαλόνια τους, στηρίζουν τον «αδύναμο» μόνο στα χαρτιά και θα εμπλακούν ενεργά μόνο αν ο «αδύναμος» δείξει ότι μπορεί να τα καταφέρει μόνος του, τουλάχιστον μέχρι έναν ικανοποιητικό βαθμό. Τούτος ο βαθμός κόστισε τότε στην Ελλάδα έως και τη Μικρασιατική Καταστροφή. Στην Ουκρανία, σήμερα, αυτός ο βαθμός μπορεί να επιτευχθεί, εφόσον δεν υπάρχει ελεγχόμενη κυβέρνηση από τον Πούτιν στο Κίεβο όταν θα έχουν τελειώσει οι ρωσικές στρατιωτικές επιχειρήσεις. Για να συμβεί αυτό, θα μου πείτε, η Ουκρανία μάλλον θα έχει προηγουμένως αφήσει στον αντίπαλο ένα πολύ μεγάλο μέρος της επικράτειάς της και κρίσιμες τοποθεσίες (π.χ. λιμάνια). Είπαμε: κόστος. Πιο πιθανό είναι πάντως να συμβεί το αντίθετο.
Για να το συνοψίσουμε, τα έθνη είναι πάντα όμηροι της γεωγραφικής τους θέσης. Η Ρωσία έχει καταστήσει σαφές στο πρόσφατο παρελθόν τουλάχιστον άλλες δύο φορές (στη Γεωργία το 2008 και στην Ουκρανία το 2014), ότι δεν επρόκειτο να αφήσει ούτε το ΝΑΤΟ ούτε την Ευρωπαϊκή Ένωση να την πλησιάσουν περισσότερο. Εάν η Δύση όφειλε να κάνει κάτι στο μεταξύ, πάντα προς το συμφέρον των λαών της, ήταν να καταλάβει ότι η πολύχρονη συνεργασία της Μέρκελ με τον Πούτιν ήταν ένα μεγάλο λάθος και, συνεπακόλουθα, να σχεδιάσει την ενεργειακή της απεξάρτηση από τη Ρωσία. Δεν το έκανε. Ως εκ τούτου, ξεκινάει αυτή την περιπέτεια από μειονεκτική θέση.