Ο Χριστός όλη αυτή την εβδομάδα των παθών και της οδύνης Του, υφίσταται εκείνη τη φοβερή μοναξιά Του.
Η μοναξιά αρχίζει με μια παρεξήγηση: ο λαός περιμένει ότι η είσοδος του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα θα είναι η θριαμβευτική διέλευση ενός πολιτικού αρχηγού, ενός ηγέτη που θα τον ελευθερώσει από την καταπίεση και τη δουλεία, απ’ αυτό που εκείνοι θεωρούν ως «α-θεΐα» – καθώς η λατρεία των ειδώλων αποτελεί την άρνηση του ζώντος Θεού.
Η μοναξιά είναι ακόμη βαρύτερη, αφού ούτε οι μαθητές Του είναι σε θέση να Τον κατανοήσουν. Όταν κατά το Μυστικό Δείπνο, ο Χριστός θα τους μιλήσει για τελευταία φορά, εκείνοι θα αμφιβάλλουν διαρκώς για το ακριβές νόημα των λόγων του. Και αργότερα, όταν θα μπει στον Κήπο της Γεθσημανή λίγο πριν από το φρικτό θάνατο που πρόκειται να αντιμετωπίσει, οι πιο έμπιστοι μαθητές Του, ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, θλιμμένοι, κουρασμένοι και χωρίς ελπίδα, θα αφεθούν να αποκοιμηθούν.
Το αποκορύφωμα της μοναξιάς είναι η κραυγή του Χριστού πάνω στο Σταυρό: « Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειπες». Εγκαταλειμμένος από τους ανθρώπους, απορριμμένος από το λαό του Ισραήλ, είναι τώρα αντιμέτωπος με τη ακραία ερημιά και πεθαίνει χωρίς Θεό, χωρίς ανθρώπους, μόνος, με μόνη την αγάπη Του για τον Θεό και την αγάπη Του για το γένος των ανθρώπων· πεθαίνει για χάρη του και για τη δόξα του Θεού.
Η θριαμβευτική Του είσοδος είναι και η αρχή του Πάθους Του. Ο κόσμος περίμενε αρχηγό και βασιλιά και βρίσκει το Σωτήρα των ψυχών του. Τίποτε δεν χολώνει τον άνθρωπο τόσο πολύ όσο η ελπίδα που χάθηκε, που διαψεύσθηκε· κι αυτό εξηγεί γιατί οι άνθρωποι που μπόρεσαν να τον υποδεχθούν με τόση θέρμη, εκείνοι που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες της ανάστασης του Λαζάρου και είχαν δει τα θαύματά Του, εκείνοι που είχαν ακούσει τη διδασκαλία Του και θαύμαζαν την κάθε Του λέξη όντες έτοιμοι να γίνουν μαθητές Του τον «καλό» καιρό, απομακρύνθηκαν από κοντά Του την ώρα του πάθους και Του γύρισαν την πλάτη· λίγες ημέρες δε μετά φώναξαν «Σταύρωσον, σταύρωσον Αυτόν».
Κι Εκείνος πέρασε όλες αυτές τις μέρες μόνος, γνωρίζοντας τι Τον περίμενε, εγκαταλειμμένος από όλους εκτός από τη Μητέρα Του, που παράστεκε σιωπηλά, όπως είχε κάνει σε όλη τη ζωή Της, μετέχοντας στην τραγική άνοδό Του στο Σταυρό· Εκείνη που είχε δεχθεί τον Ευαγγελισμό, το ευφρόσυνο νέο, αλλά και που είχε εν σιωπή ακούσει την προφητεία του Συμεών για τη ρομφαία που θα διαπερνούσε τη μητρική Της καρδιά.
Τις μέρες που έρχονται, δεν θυμόμαστε απλώς, αλλά παραστεκόμαστε στο Πάθος Του Χριστού. Είμαστε μέρος του πλήθους που περικυκλώνει Τον Χριστό , τους Μαθητές και Τη Θεοτόκο. Την ίδια ώρα, ο Χριστός στο Σταυρό, στον τάφο.
Πόσο φοβερό είναι να είμαστε ανήμποροι κι εμείς, όπως τότε οι μαθητές, να περάσουμε έστω μία μέρα, μία ώρα μαζί Του! Ας το σκεφθούμε, κι αν δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε, τουλάχιστον ας αναγνωρίσουμε ποιοι είμαστε και πού βρισκόμαστε, και την τελική ώρα ας στραφούμε προς Αυτόν με την κραυγή, την έκκληση του ληστή: « Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία σου».
Καθώς ακούμε τα αναγνώσματα, καθώς παρακολουθούμε τις Ευχές της Εκκλησίας, καθώς οι εικόνες του Πάθους διαδέχονται η μία την άλλη μπροστά στα μάτια μας, ας θέσουμε στον εαυτό μας το ερώτημα: « Μέσα σ’ αυτό το πλήθος, πού βρίσκομαι εγώ, ποιός είμαι; Ένας Φαρισαίος; Ένας Γραμματέας; Ένας προδότης; Ένας δειλός; Ποιός; Ή μήπως στέκομαι ανάμεσα στους Αποστόλους;»… Μα και αυτούς τους κατέβαλε ο φόβος. Ο Πέτρος Τον αρνήθηκε τρεις φορές, ο Ιούδας τον πρόδωσε, ο Πέτρος, ο Ιάκωβος κι ο Ιωάννης αποκοιμήθηκαν την ώρα ακριβώς που ο Χριστός είχε ανάγκη από την ανθρώπινη αγάπη και υποστήριξη· οι άλλοι μαθητές το έβαλαν στα πόδια· κανείς δεν έμεινε, εκτός από τον Ιωάννη και Τη Θεοτόκο, εκείνους που ήταν δεμένοι μαζί Του μ’ εκείνο το είδος της αγάπης που δεν γνωρίζει κανένα φόβο και είναι έτοιμη να μοιραστεί οτιδήποτε.
Ας ρωτήσουμε για άλλη μια φορά τον εαυτό μας ποιοι είμαστε και ποια είναι η θέση μας μέσα σ’ αυτό το πλήθος. Είμαστε με την ελπίδα ή με την απόγνωση, με τί; Και αν είμαστε με την αδιαφορία, τότε είμαστε κι εμείς μέρος του τρομακτικού πλήθους που περικύκλωνε Τον Χριστό, που Τον ακολουθούσε και Τον άκουγε, αλλά μετά έφευγε· όπως θα φύγουμε κι εμείς από το ναό.
Πόσο φοβερό είναι να είμαστε ανήμποροι κι εμείς, όπως τότε οι μαθητές, να περάσουμε έστω μία μέρα, μία ώρα μαζί Του! Ας το σκεφθούμε, κι αν δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε, τουλάχιστον ας αναγνωρίσουμε ποιοι είμαστε και πού βρισκόμαστε, και την τελική ώρα ας στραφούμε προς Αυτόν με την κραυγή, την έκκληση του ληστή: «Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία σου».
Η Άννα Μαρία Κωνσταντίνου είναι δικηγόρος
Συντονίστρια Ηπείρου στη Γραμματεία Παραγωγικών Τομέων της ΝΔ