Είναι δύσκολο για κάποιον που δεν ζει στη Θεσσαλονίκη και δεν ασχολείται με τα αθλητικά να καταλάβει την επιρροή των αθλητικών ραδιοφωνικών σταθμών της πόλης στην κοινωνία της. Αποτελούν συνολικά την πιο αξιόπιστη και αυθεντική έκφραση της συντηρητικής (με την κακή έννοια) Θεσσαλονίκης, ανακατεμένη με νέας γενιάς συνωμοσιολογίες, με ευρύ και πιστό κοινό. Ακόμα κι εμείς που ακούμε αθλητικό ραδιόφωνο εδώ και αρκετά χρόνια, καταλάβαμε τη δύναμή της μόλις την περίοδο της κορύφωσης της αντιμνημονιακής υστερίας.
Όπως γράφαμε πριν μερικούς μήνες, «η πληγή που λέγεται αθλητικό ραδιόφωνο Θεσσαλονίκης, από την αρχή της οικονομικής κρίσης, έχει βάλει μέσα στον ίδιο κουβά το ποδόσφαιρο, τον εθνικισμό σε όλες του τις εκφάνσεις και την αδικία της Αθήνας σε βάρος της Θεσσαλονίκης, και τα ανακατεύει εδώ και μία δεκαετία με την κουτάλα του φανατισμού, προσθέτοντας το αλατοπίπερο της υπερβολής και της συνωμοσιολογίας.» (Έμβολος, 31/01/2020).
Η δύναμη του εν λόγω μέσου καταγράφηκε, όταν όλα αυτά εκφράστηκαν μαζικά στις τρεις εκλογικές αναμετρήσεις του 2015, με αντιευρωπαϊκές δυνάμεις και το δημοψηφισματικό «Όχι» να θριαμβεύουν, ενώ ένα μόλις χρόνο νωρίτερα η πόλη είχε ψηφίσει για δήμαρχο τον αντίθετο σε όλα αυτά Γιάννη Μπουτάρη.
Από τότε τα πολιτικά-κοινωνικά πάθη έχουν καταλαγιάσει, το αθλητικό ραδιόφωνο της Θεσσαλονίκης όμως, έχοντας πια συνείδηση του πολιτικού εαυτού του, φρόντισε να μην σβήσουν, εντελώς, ποτέ. Με όχημα το ποδόσφαιρο και σε συνδυασμό με το πολωτικό κλίμα που ούτως ή άλλως παράγει διαχρονικά, δεν σταμάτησε να καλλιεργεί από τότε μία αίσθηση πολιτικοποίησης των πάντων, μετατρέποντας έτσι το «αλατοπίπερο» σε κυρίως πιάτο: Οι εκπομπές του με τη μεγαλύτερη ακροαματικότητα είναι, σταθερά πια από το 2015, εξόχως πολιτικές και, κυρίως, συνωμοσιολογικές.
Αυτό δεν θα ήταν πρόβλημα αν η επιρροή τους έπαιρνε την κατιούσα μαζί με τους Αγανακτισμένους του αντιμνημονιακού αγώνα. Όπως φάνηκε, όμως, και με τα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό, κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Η Θεσσαλονίκη πληθυσμιακά δεν είναι πολύ παραπάνω από ένα μεγάλο χωριό και στις υπόλοιπες ραδιοφωνικές συχνότητές της οι εκπομπές διαλόγου είναι είδος προς εξαφάνιση. Προσθέστε σε αυτά και την ελαφρότητα που χαρακτηρίζει συνήθως τα αθλητικά μέσα, και δη τα τοπικά, και μάλλον μπορείτε να καταλάβετε πώς το συγκεκριμένο μέσο έχει γίνει πλέον κάτι σαν το Twitter της πόλης: Θυμωμένοι άνθρωποι βγάζουν το άχτι τους μέσα σε λίγες λέξεις και ο λόγος πια δεν είναι επειδή αδικήθηκε ο ΠΑΟΚ.
«Ναι, αλλά για κάτι τέτοια δεν υπάρχει το ραδιόφωνο;» μπορεί να σκεφτεί κάποιος και, όντως, μη φανταστείτε ότι στη Θεσσαλονίκη άλλαξε κάτι τρομακτικά πολύ στον τρόπο που γίνεται μία ραδιοφωνική εκπομπή. Απλά, πλέον, όλες οι απόψεις αντιμετωπίζονται ως ισότιμες… Ακόμα και οι πιο αυταπόδεικτα ηλίθιες. Το αποτέλεσμα είναι οι τελευταίες να έχουν απενοχοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό, που δεν είναι απλά η πλειοψηφία στα ερτζιανά της πόλης, είναι μονοπώλιο…!
Με τη διεισδυτικότητα στο κοινό να θεωρείται πλέον δεδομένη, το μόνο που χρειάζεται ο σταθμός για να τη συντηρήσει είναι να τεθεί επί τάπητος ένα θέμα που «καίει» και να ανοίξουν οι τηλεφωνικές γραμμές. Από εκεί και πέρα, αυτό που θυμόμαστε σαν «ραδιοφωνικός χαβαλές» οι παλιότεροι φίλαθλοι, με προφανείς υπερβολές και γραφικούς ακροατές στο τηλέφωνο, έχει πάψει να έχει πλάκα γιατί έχει μετατραπεί σε «ψεκασμένο» κήρυγμα που πολλές φορές φτάνει να παρακινεί το κοινό ευθέως στη βία.
Τώρα, πάρτε τα όλα αυτά και τοποθετήστε τα στην εποχή του κορονοϊού και έχετε τη συνταγή για καταστροφή. Στο φούρνο που λέγεται «Θεσσαλονίκη δίχως ΜΕΘ διαθέσιμη» η συνταγή αυτή ήδη εκτελείται, δίνοντάς μας ένα φαύλο κύκλο από τον οποίο θα αργήσουμε πολύ να βγούμε: Όσο πιο δύσκολα περνά η πόλη, τόσο περισσότεροι οι αρνητές της πανδημίας και τόσο πιο εξωφρενικές οι απόψεις που ακούγονται και, δυστυχώς, κάπως έτσι δυσκολεύει όλο περισσότερο και η ανάκαμψη…