Απόλυτα εξαρτημένες από τις εισαγωγές βρίσκονται οι Ελληνες εξαγωγείς, οι οποίοι εισάγουν πρώτες ύλες για την παραγωγή των προϊόντων τους, ακόμη και όταν πρόκειται για μεταποιημένα αγαθά όπως είναι τα τρόφιμα.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα όσο αυξάνονται οι εξαγωγές, άλλο τόσο να αυξάνονται και οι εισαγωγές. Εξάλλου, ένα σημαντικό πρόβλημα στις ελληνικές εξαγωγές αποτελεί η προστιθέμενη αξία για την ελληνική οικονομία. Λόγω της σημαντικής συρρίκνωσης της ελληνικής παραγωγής, οι εξαγωγείς αναγκάζονται να εισάγουν πολλές πρώτες ύλες από το εξωτερικό. Έτσι, για να αυξήσουν τις εξαγωγές τους, πραγματοποιούν περισσότερες εισαγωγές.
Η παράλληλη πορεία εξαγωγών και εισαγωγών αποδεικνύεται και από τα τελευταία στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, σύμφωνα με τα οποία οι εξαγωγές τον Ιούλιο αυξήθηκαν κατά 6,5% φτάνοντας τα 2,410 δισ. ευρώ ενώ τον ίδιο μήνα οι εισαγωγές σημείωσαν άνοδο κατά 6,3% και ανήλθαν στα 3,927 δισ. ευρώ. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου τον Ιούλιο να αυξηθεί κατά 5,9%. Δηλαδή, ενώ οι εξαγωγές σπάνε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο παρουσιάζοντας ιδιαίτερη δυναμική, αντίστοιχη άνοδο εμφανίζουν και οι εισαγωγές.
Αντίστοιχη είναι η εικόνα και για το διάστημα Ιανουαρίου Ιούλιου με τις εξαγωγές και τις εισαγωγές να παρουσιάζουν αύξηση 16,5% και 17,6% αντίστοιχα με τις εισαγωγές να είναι κατά 13,1 δισ. ευρώ από τις εξαγωγές. Όλη αυτή η κατάσταση είναι αποτέλεσμα της δραστικής μείωσης που σημειώνει ο κλάδος της ελληνικής μεταποίησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο 1995 – 2007, ο µέσος ετήσιος ρυθµός µεταβολής του δείκτη βιοµηχανικής παραγωγής ήταν µόλις 0,6%, και από το 2008, το πρώτο έτος της οικονομικής ύφεσης, έως και το 2013, ο µέσος ετήσιος ρυθµός µεταβολής της βιοµηχανικής παραγωγής υποχώρησε κατά 6,3%. Έτσι, σωρευτικά κατά την περίοδο 2008 – 2013, η βιοµηχανική παραγωγή συρρικνώθηκε κατά 30,3%, και µόνο κατά τα έτη 2014 και 2015 αυξήθηκε κατά 1,8% και 1,9%, αντίστοιχα.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι κατά την περίοδο 1995 – 2015, η βιοµηχανική παραγωγή υποχώρησε κατά -19,5%. Κατά την περίοδο 1995 έως 2004, η προστιθέµενη αξία αποτελούσε περίπου το 36% με 40% της ακαθάριστης αξίας παραγωγής. Από το 2005 το ποσοστό αυτό µειώνεται συνεχώς και περιορίστηκε σε 22% και 23% κατά τα έτη 2012 και 2013. Δηλαδή ενώ για παράδειγμα στα 10 δισ. ευρώ που είναι η αξία της ετήσιας μεταποιητικής παραγωγής μέχρι το 2004 έμεναν στην ελληνική οικονομία 3,6 με 4 δις ευρώ και τα υπόλοιπα τα επωφελούνταν οι ξένες αγορές απ’ όπου και εισάγαμε πρώτες ύλες για να παραχθούν ελληνικά προϊόντα, σήμερα, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία η ελληνική οικονομία επωφελείται 2,2 με 2,3 δισ. ευρώ.
Είναι χαρακτηριστικό, όπως επισημαίνουν εκπρόσωποι των εξαγωγέων ότι εισάγονται ακόμη και τα τελάρα για να μεταφερθούν τα ελληνικά φρούτα και λαχανικά στο εξωτερικό ή ακόμη και τα βαζάκια τα οποία χρησιμοποιούνται για συσκευασίες των ελληνικών παραδοσιακών γλυκών.