Η κοινοβουλευτική πρόταση δυσπιστίας που απασχολεί αυτές τις ημέρες τη χώρα κατατέθηκε, όπως πιθανότατα ήδη γνωρίζετε, με αφορμή ένα δημοσίευμα μίας εφημερίδας. Το δημοσίευμα αναφερόταν στο δυστύχημα των Τεμπών, συνεπώς το ζήτημα είναι σοβαρό και είναι λογικό να απασχολεί το πολιτικό μας σύστημα. Ωστόσο, το περίεργο είναι ότι το απασχολεί τώρα, έναν ολόκληρο χρόνο μετά το τραγικό συμβάν, την ώρα που το εν λόγω δημοσίευμα δεν λέει τίποτα καινούριο σε σχέση με πέρυσι.
Μία πρώτη εξήγηση για αυτό το παράδοξο είναι ότι η αντιπολίτευση, που επανέφερε τη συγκεκριμένη συζήτηση με τον πλέον επίσημο τρόπο, λειτουργεί με βάση το συναίσθημα και όχι τη λογική. Είδε τον περασμένο μήνα τον αντίκτυπο που έχει στην κοινωνία το δυστύχημα και συγκεκριμένα τις έντονες κινητοποιήσεις διάφορων κοινωνικών φορέων και παρασύρθηκε και η ίδια, θέτοντας με πιο πιεστικό και πολιτικά πιο επιτακτικό τρόπο ερωτήματα που έχουν ήδη απαντηθεί εδώ και ένα χρόνο. Αυτή είναι η καλή εξήγηση. Η κακή εξήγηση είναι ότι κάνει καθαρή εργαλειοποίηση της τραγωδίας. Δηλαδή η αντιπολίτευση δεν παρασύρεται από το συναίσθημα της κοινωνίας για τα Τέμπη, αλλά το χρησιμοποιεί για πολιτικό κέρδος.
Πρέπει να κάνουμε μία διευκρίνιση εδώ: Τα μεγάλα κοινωνικά γεγονότα είναι κατά κανόνα «μη εργαλειοποιήσιμα» πολιτικά. Μπορεί εύκολα να δει κανείς σκοπιμότητες και συμφέροντα πίσω από την πολιτική τους διαχείριση, αλλά ο αντίκτυπός τους είναι τόσο μεγάλος στην κοινωνία που δεν γίνεται να μην απασχολήσουν τον πολιτικό διάλογο σε όλες του τις εκφάνσεις. Ή, για να το πούμε διαφορετικά, η πολιτική εργαλειοποίηση μεγάλων κοινωνικών γεγονότων, όπως π.χ. μία πολύνεκρη τραγωδία, είναι θεμιτή. Ο λόγος είναι πως η πολιτική οφείλει να βρει τον τρόπο να περιορίσει τον κοινωνικό αναβρασμό μετουσιώνοντάς τον σε σαφώς διατυπωμένα πολιτικά αιτήματα. Ένα τέτοιο αίτημα μπορεί να είναι και το να πέσει η κυβέρνηση μέσω μίας πρότασης δυσπιστίας.
Ωστόσο, το πρόβλημα με τη συγκεκριμένη πρόταση δυσπιστίας είναι ότι δεν έγινε όταν υπήρχαν πραγματικά ερωτήματα και λοιπές εκκρεμότητες σχετικά με την τραγωδία, αλλά γίνεται τώρα, έναν χρόνο αργότερα, που στο πολιτικό επίπεδο φαίνεται να έχουν δοθεί όλες οι απαντήσεις και που, στο ποινικό επίπεδο, η υπόθεση ήδη διερευνάται με όλες τις προβλεπόμενες διαδικασίες από τη Δικαιοσύνη. Έτσι, η πρόταση δυσπιστίας βασίζεται αναγκαστικά σε άλλα πράγματα, όπως σε θεωρίες συνωμοσίας και σε ένα εμπρηστικό δημοσίευμα που δεν προσφέρει ούτε μία νέα πληροφορία για το θέμα.
Για όλους τους παραπάνω λόγους η αντιπολίτευση, με αυτή την πρόταση δυσπιστίας, δεν χαλιναγωγεί πολιτικά το κοινωνικό αίσθημα, αλλά, αντιθέτως, το αναζωπυρώνει. Είτε το κάνει κατά λάθος, που σημαίνει ότι άγεται και φέρεται από συνωμοσιολογικές απόψεις και «πιασάρικα» δημοσιεύματα, είτε το κάνει επίτηδες, που σημαίνει ότι δεν έχει ηθικές αναστολές ως προς το τι μπορεί να εκμεταλλευτεί πολιτικά. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αυτή η αντιπολίτευση που χρειάζεται η χώρα. Αξίζουμε καλύτερα…