Η αύξηση των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά 50 μονάδες βάσης (μισή ποσοστιαία μονάδα) την Πέμπτη, για πρώτη φορά μετά από 11 χρόνια, ήταν η πρώτη ενός κύκλου περιοριστικής πολιτικής που θα εφαρμόσει για να μειώσει τον πληθωρισμό, ο οποίος σκαρφάλωσε στο 8,6% τον Ιούνιο για την Ευρωζώνη.
Πόσο υψηλά θα φθάσουν τα επιτόκια θα εξαρτηθεί κυρίως από την πορεία που θα ακολουθήσει ο πληθωρισμός. Θα γίνουν νέες αυξήσεις τον Σεπτέμβριο και μετέπειτα, αλλά οι αποφάσεις για το ύψος τους θα λαμβάνονται κάθε μήνα με βάση τα νεότερα στοιχεία, όπως δήλωσε η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ.
Το διεθνές περιβάλλον δείχνει ότι ο κύκλος αύξησης των επιτοκίων είναι αναπόφευκτος σε μία περίοδο που ο πληθωρισμός έχει ήδη αρχίσει να εδραιώνεται, μεταβάλλοντας σταδιακά τις προσδοκίες των επιχειρήσεων και των εργαζομένων.
Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, συνολικά 75 κεντρικές τράπεζες – περίπου οι τρεις στις τέσσερις από αυτές που παρακολουθεί το Ταμείο – έχουν αυξήσει τα επιτόκιά τους από τον Ιούλιο του 2021 κατά μέσο όρο 3,8 φορές. Η μέση αύξηση των επιτοκίων στις αναπτυγμένες οικονομίες ήταν 1,7 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ για τις αναπτυσσόμενες ήταν σχεδόν διπλάσια (3 μονάδες).
Μετά την αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, η Ιαπωνία είναι η μόνη από τις μεγάλες αναπτυγμένες οικονομίες που δεν έχει προχωρήσει σε περιοριστική νομισματική πολιτική. Αντίθετα, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) κινείται ταχύτατα, με το βασικό επιτόκιό της να έχει ήδη αυξηθεί στο 1,5% έως 1,75% από 0% έως 0,25% τον Μάρτιο, ενώ αναμένεται να προχωρήσει σε νέα αύξηση 75 μονάδων βάσης την ερχόμενη Τετάρτη.
Σε ανάρτηση της γενικής διευθύντριας του ΔΝΤ, Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, τονίζεται ότι οι χώρες πρέπει να κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να μειώσουν τον πληθωρισμό, καθώς αν διατηρηθεί αυτός σε υψηλά επίπεδα θα βυθίσει την ανάκαμψη και θα πλήξει περαιτέρω το βιοτικό επίπεδο των πολιτών. «Η λήψη μέτρων σήμερα θα πληγώσει λιγότερο από το να ληφθούν αυτά αργότερα», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να συνεχίσουν να συσφίγγουν τη νομισματική πολιτική τους αποφασιστικά, διαμήνυσε επίσης η επικεφαλής του Ταμείου, προκειμένου να αποφευχθεί ένας φαύλος κύκλος αυξήσεων μισθών και τιμών, ο οποίος θα απαιτούσε ακόμη μεγαλύτερες αυξήσεις επιτοκίων που θα έπλητταν περισσότερο την ανάπτυξη και την απασχόληση.
Η ΕΚΤ θεωρεί ότι μπορεί να προχωρήσει στις αυξήσεις των επιτοκίων χωρίς να φοβάται ότι θα προκαλέσει κρίση χρέους στις χώρες του Νότου, αντίστοιχη με αυτή πριν από δέκα χρόνια. Και αυτό γιατί έχει λάβει τα μέτρα της, ώστε να αποφευχθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Πρώτη γραμμή άμυνας είναι οι ευέλικτες επανεπενδύσεις των εσόδων από τα ομόλογα που είχε αγοράσει στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματος και τα οποία λήγουν. Η δεύτερη γραμμή είναι το νέο εργαλείο, το οποίο αποκαλείται Μέσο Προστασίας Μετάδοσης της Νομισματικής Πολιτικής (TPI), το οποίο της δίνει τη δυνατότητα να προχωρά σε αγορές ομολόγων χωρίς να υπάρχει κάποιος ποσοτικός περιορισμός. Για την ενεργοποίηση του εργαλείου αυτού θα πρέπει να υπάρχει μία άτακτη κίνηση των αποδόσεων και των spreads στην αγορά των ομολόγων. Επιπλέον η χώρα, της οποίας η ΕΚΤ θα αγοράσει ομόλογα, θα πρέπει να πληροί κάποιους όρους – να τηρεί τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ και τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει στο πλαίσιο του εθνικού σχεδίου ανάκαμψης καθώς και το χρέος της να είναι βιώσιμο. Όπως τόνισε η Λαγκάρντ, επιλέξιμες μπορεί να είναι όλες οι χώρες της Ευρωζώνης, ενώ τις αποφάσεις θα τις παίρνει το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ.
ΑΠΕ-ΜΠΕ