Η χρήση κινητού τηλεφώνου στη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι απίθανο να προκαλέσει νευροαναπτυξιακά προβλήματα στο μωρό, σύμφωνα με μια νέα νορβηγική επιστημονική έρευνα με επικεφαλής μια ελληνίδα ερευνήτρια της διασποράς.
Η μελέτη παρέχει περαιτέρω καθησυχαστικές ενδείξεις ότι η έκθεση των εγκύων στα ηλεκτρομαγνητικά πεδία των ραδιοσυχνοτήτων των κινητών τηλεφώνων δεν συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο για τη νευρική ανάπτυξη των εμβρύων.
Οι ερευνητές του Νορβηγικού Ινστιτούτου Δημόσιας Υγείας του Όσλο, με επικεφαλής τη δρα Ελένη Παπαδοπουλου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό “BMC Public Health”, ανέλυσαν στοιχεία για περίπου 45.400 ζεύγη μητέρων-παιδιών ηλικίας τριών έως πέντε ετών.
«Η ανησυχία για την πρόβληση βλάβης στο έμβρυο από τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία των ραδιοσυχνοτήτων όπως αυτά των κινητών τηλεφώνων οφείλεται κυρίως σε αναφορές για πειράματα σε ζώα, που όμως έχουν ασαφή αποτελέσματα. Τα ευρήματά μας δεν υποστηρίζουν την υπόθεση ότι προκαλούνται αρνητικές επιπτώσεις στις γλωσσικές, επικοινωνιακές και κινητικές ικανότητες των παιδιών εξαιτίας της χρήσης κινητών τηλεφώνων στη διάρκεια της εγκυμοσύνης», δήλωσε η δρ Παπαδοπούλου.
Μάλιστα η έρευνα, σύμφωνα με τον καθηγητή Γιαν Αλεξάντερ του ίδιου νορβηγικού ινστιτούτου, δείχνει για πρώτη φορά ότι η χρήση κινητών τηλεφώνων από τις εγκύους μπορεί να έχει ακόμη και θετική επίπτωση στο παιδί.
Οι ερευνητές βρήκαν ότι τα παιδιά που γεννήθηκαν από μητέρες τακτικές χρήστριες κινητού τηλεφώνου είχαν στην ηλικία των τριών ετών κατά μέσο όρο 27% μικρότερη πιθανότητα για λεξιλόγιο με λιγότερο πολύπλοκες προτάσεις, 14% μικρότερη πιθανότητα για ελλιπή χρήση γραμματικής, 31% μικρότερο κίνδυνο για καθυστέρηση στο λόγο και 18% μικρότερο κίνδυνο για μειωμένες κινητικές δεξιότητες, σε σχέση με τα συνομήλικα παιδιά, των οποίων οι μητέρες δεν χρησιμοποιούσαν κινητό τηλέφωνο, όταν ήσαν έγκυες.
Η Ε.Παπαδοπούλου αποφοίτησε το 2007 από το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έκανε μεταπτυχιακά στη δημόσια υγεία και επιδημιολογία στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης (2009) και πήρε το διδακτορικό της στη βιοϊατρική το 2013 από το Πανεπιστήμιο Pompeu Fabra της Βαρκελώνης. Από τον Απρίλιο του 2013 διεξάγει μεταδιδακτορική έρευνα στο Νορβηγικό Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας.
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση: https://bmcpublichealth.biomedcentral.com/articles/10.1186/s12889-017-4672-2
ΑΠΕ-ΜΠΕ