Ο Τάσος Ταπεινόπουλος, διεθνολόγος και η σύζυγός του, γιατρός, είναι μέρος του φαινόμενου του brain-drain (κυκλική μετανάστευση επιστημονικού και τεχνολογικού ανθρωπίνου δυναμικού). Πριν από ενάμιση χρόνο άφησαν την Ελλάδα και τη Θεσσαλονίκη και ζουν στο Μπέρμιγχαμ, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες διαβίωσης για τους ίδιους και τα δύο μικρά παιδιά τους. Ο Τάσος εργάζεται ως διαχειριστής συγχρηματοδοτούμενων έργων στο Birmingham City University (BCU). Πίσω όμως άφησε την ηλικιωμένη μητέρα του. Ευτυχώς η κυρία Μαρίκα, ποντιακής καταγωγής, είναι δυναμική και μπορεί να φροντίζει τον εαυτό της. Αν και ο αποχωρισμός δεν είναι εύκολος -“του είπα πέντε χρόνια αντέχω, για μετά …δεν ξέρω”- χαίρεται που βλέπει την οικογένεια του παιδιού της ευτυχισμένη.
Η (οικονομική και όχι μόνο) μετανάστευση ανθρώπων στην πιο παραγωγική τους ηλικία έχει και την άλλη όψη: αυτή των ηλικιωμένων γονέων, που τις περισσότερες φορές μένουν πίσω μόνοι. Κατά κανόνα είναι ο αποχωρισμός και η απόσταση που πονά, γιατί και οι δυο πλευρές έχουν ενδιαφέρον, αγάπη, νοιάξιμο.
“Πίσω στην Ελλάδα έχω αφήσει μια μάνα, τη Μαρίκα, είναι 77 ετών (κρύβει δύο χρόνια). Η μάνα μου, όταν της ανακοίνωσα πως θα φύγουμε άρχισε να ξεχνάει. Και πριν ξεχνούσε, αλλά αυτό το γεγονός επιδείνωσε αισθητά τη κατάσταση της. Πιστεύω πιο πολύ από το σοκ και την αλλαγή που θα έφερνε αυτό στη ζωή και την καθημερινότητά της” λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Τάσος Ταπεινόπουλος.
“Της μάνας μου της αρέσει η πόλη της, η γειτονιά της, οι φιλενάδες της, η εκκλησία της. Η μαμά μου είναι καλός και κοινωνικός άνθρωπος, ανοικτός χαρακτήρας, δεν θα ντραπεί να ζητήσει βοήθεια, να κάνει οτοστόπ, να ρωτήσει από ποιο χωριό είσαι. Η μαμά μου είναι Πόντια. Αυτό με κάνει να αισθάνομαι ασφαλής πως αν κάτι γίνει θα υπάρχει κάποιος να επιληφθεί άμεσα μέχρι να πάρω το πρώτο αεροπλάνο και να πεταχτώ να τη δω”.
Συγκρουόμενα αυναισθήματα, ψυχικός πόνος και εκλογίκευση
Η μετανάστευση αποτελεί διαχρονικό και πολυδιάστατο φαινόμενο, ο ελληνικός λαός το έχει γνωρίσει από τον προηγούμενο αιώνα, τονίζει στο ΑΠΕ ΜΠΕ η ψυχολόγος MSc – ψυχοθεραπεύτρια, Άννα Καλυμνιού. “Η απόφαση της μετανάστευσης εγείρει έντονα συγκρουόμενα συναισθήματα, τόσο στα άτομα που μεταναστεύουν, όσο και σε αυτούς που μένουν πίσω: αφενός υπάρχει η ανάγκη και επιθυμία για μια καλύτερη ζωή και εξέλιξη και αφετέρου προκύπτει μια σημαντική απώλεια, ένας αποχωρισμός που εμπεριέχει θλίψη και ψυχικό πόνο”.
Η κα Καλυμνιού σημειώνει ότι ανακύπτει και στις δύο πλευρές το δίλημμα: “να είναι τα παιδιά κοντά στους γονείς τους, άνεργα και με αβέβαιο μέλλον ή μακριά, οικονομικά ασφαλή και με θετικές προοπτικές. Συχνά για τους γονείς που μένουν πίσω το δίλημμα αυτό πυροδοτεί ταυτόχρονα έντονο άγχος και αισθήματα αναξιότητας και ενοχής ότι δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν στο παιδί τους ένα αξιοπρεπές μέλλον. Μπροστά σε αυτό το δίλημμα αρκετοί ‘Ελληνες γονείς φαίνεται να υιοθετούν μία στάση κατανόησης και να προσαρμόζονται ευκολότερα σε μια τέτοια απόφαση των παιδιών τους, παρά τα συναισθήματα απώλειας που μπορεί να βιώνουν. Σε αυτό έχει συμβάλλει και η εξέλιξη των σύγχρονων μέσων συγκοινωνίας που έχει «ελαχιστοποιήσει» τις αποστάσεις καθώς και οι νέες τεχνολογίες και το διαδίκτυο που διευκολύνουν την επικοινωνία σε πραγματικό χρόνο, σε αντίθεση με ρεύματα μετανάστευσης προηγούμενων ετών, όπου για αυτούς ξενιτεύονταν ήταν αμφίβολο το αν και πότε θα έσμιγαν ξανά με τους ανθρώπους που άφηναν πίσω”.
«Τον έβλεπα πριν φύγει ήταν δυστυχισμένος, “μαμά δεν με πληρώνουν” μου έλεγε. Στεναχωρήθηκα πολύ που έφυγαν, όμως είναι καλά εκεί, πήγα τους είδα, ο γιος μου έχει φίλους, ωραία δουλειά, και η γυναίκα του επίσης, τα εγγόνια μου ζουν καλύτερα, χάρηκα. Από την άλλη, όλες τις δουλειές εδώ, εφορίες, τράπεζες, τις έκανε ο Τάσος…» μονολογεί η κα Μαρίκα, μητέρα του Τάσου. Έχω ανιψιές, αν χρειαστώ κάτι έκτακτο θα τρέξουν, άσε που με βοηθούν και στις βιντεοκλήσεις!» σημειώνει.
“Τα πράγματα γίνονται δύσκολα όταν έχει μείνει ένας γονιός και κυρίως όταν είναι ανήμπορος”
“Είναι πολύ σπάνιες οι περιπτώσεις εγκατάλειψης, τα παιδιά έρχονται συχνά, και παρακολουθούν στενά τους γονείς. Όσο για τους ηλικιωμένους, τα πράγματα γίνονται δύσκολα όταν έχει μείνει ένας γονιός και κυρίως όταν είναι ανήμπορος”, τονίζει η πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων του προγράμματος «Βοήθεια στο σπίτι» Κεντρικής Μακεδονίας, Ζωή Ιωακειμίδου, επισημαίνοντας ότι οι περισσότεροι επειδή βλέπουν τα παιδιά τους να είναι καλά εκλογικεύουν την πικρή νοσταλγία.
“Πολύ πριν την κρίση, ηλικιωμένοι γονείς έμεναν μόνοι τους κυρίως σε άγονες και ακριτικές περιοχές και χωριά αφού οι νέοι αναζητούσαν την τύχη τους στα αστικά κέντρα. Αυτό το παλιό ζήτημα έφτασε και στις αστικές περιοχές με την οικονομική κρίση, επίσης, λόγω αυτής, επιδεινώθηκε στα ακριτικά χωριά και δεν αφορά μόνον αυτούς που φεύγουν στο εξωτερικό”, σχολιάζει η πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων του προγράμματος «Βοήθεια στο σπίτι» Κ. Μακεδονίας, “και η εσωτερική μετανάστευση, όταν η απόσταση είναι σημαντική είναι το ίδιο επώδυνη”.
«Ως εργαζόμενοι στο πρόγραμμα “Βοήθεια στο σπίτι” έχουμε περιπτώσεις δύσκολες… Φροντίζουμε ηλικιωμένη, ο ένας της γιος πάρα πολλά χρόνια ζει σε άλλη ήπειρο, ο άλλος γιος είχε στήσει το σπιτικό του εδώ κοντά στους γονείς, είχε φτιάξει και σπίτι, αναγκάστηκε να φύγει στο εξωτερικό με την οικογένεια. Η γιαγιά έχασε και τον παππού και τώρα παρουσιάζει συμπτώματα Αλτσχάιμερ. Γιος έφυγε για δουλειά με την οικογένεια εντός Ελλάδας, η ηλικιωμένη μητέρα του, χήρα και με τον δεύτερο γιο ΑμεΑ έχει να αντιμετωπίσει και την δική της άνοια, έναν μικρό καθημερινό “γολγοθά”» σημειώνει η κ.Ιωακειμίδου.
Καθημερινότητα και πρακτικές δυσκολίες
«Να σας πω μόνο ότι εγώ που εργάζομαι στη Δ. Ε. Δοϊράνης, οι πιο πολλοί που έχουν ηλικιωμένους γονείς έρχονται το καλοκαίρι και ούτε για μπάνιο στη θάλασσα δεν πάνε, δεν τους κάνει η καρδιά να φύγουν. Με τους περισσότερους ανθρώπους που ζουν μακριά έχουμε και επικοινωνία, είμαστε σε ανοικτή γραμμή, ανησυχούν. Για τους ηλικιωμένους η καθημερινότητα και τα πρακτικά είναι δύσκολα, μετακινήσεις, γιατροί, φάρμακα, δημόσιες υπηρεσίες και τράπεζες, συγκοινωνίες ειδικά σε μικρά χωριά, όλα αυτά τους δυσκολεύουν. Εμείς οι εργαζόμενοι στο “Βοήθεια στο σπίτι” προσφέρουμε όσο μπορούμε, ανά ειδικότητα, εξειδικεύοντας τις ανάγκες τους. Άλλοι χρειάζονται ψυχολογική στήριξη, σε άλλους γέροντες παρακολουθούμε την κατάσταση της υγείας τους τους λέμε πότε πρέπει να πάνε σε γιατρό ή νοσοκομείο, δεν είναι λίγες οι φορές που τους συνοδεύουμε. Σε κάποιες περιπτώσεις έχουν ανάγκη από καθάρισμα στο σπίτι ένα μαγείρεμα, προσωπική υγιεινή, βασικά πράγματα» σημειώνει η πρόεδρος των εργαζομένων Κ. Μακεδονίας στο πρόγραμμα «Βοήθεια στο σπίτι». «Εισπράττουν αγάπη και νοσταλγούν τα παιδιά τους και δίνουν και σε εμάς τους εργαζόμενους αγάπη… Στην αρχή έρχονταν οι γιοι και οι κόρες και πολλοί τους έλεγαν “ελάτε να τα γνωρίσετε, αυτά είναι τα άλλα μας παιδιά”».
Α. Καλυμνιού: Οι καθοριστικοί παράγοντες στη γρήγορη προσαρμογή των ηλικιωμένων
Η ψυχολόγος- ψυχοθεραπεύτρια Άννα Καλυμνιού επισημαίνει ότι δεν αντιδρούν όλοι οι γονείς με τον ίδιο τρόπο στην απόφαση των παιδιών τους να μεταναστεύσουν. “Παράγοντες που καθορίζουν τη στάση τους μπροστά σε αυτή τη μεγάλη αλλαγή είναι η προσωπικότητα των γονέων και η δυνατότητα προσαρμογής τους σε νέες καταστάσεις, η ηλικία και φάση ζωής τους (π.χ. όταν συμπίπτει με την έναρξη της συνταξιοδότησης συχνά υπάρχει μεγαλύτερη δυσκολία), η ύπαρξη προβλημάτων υγείας, ή ύπαρξη κοινωνικού/συγγενικού υποστηρικτικού πλαισίου, η πίστη προς το παιδί τους ότι είναι ικανό αλλά και η ικανότητα του παιδιού να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα και να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες που θα συναντήσει”, τονίζει μεταξύ άλλων η κ. Άννα Καλυμνιού.
ΑΠΕ-ΜΠΕ