ΑΠΕ-ΜΠΕ-
Η συστηματική γυμναστική όχι μόνο χαρίζει νεανική λάμψη στο δέρμα αλλά μπορεί και να αντιστρέψει τα σημάδια της ηλικίας σε όσους αρχίζουν να γυμνάζονται μετά τα 40.
Όπως πολλοί γνωρίζουν εκ πείρας, το δέρμα αλλάζει με το πέρασμα του χρόνου. Εμφανίζει ρυτίδες, σακούλιασμα και σημάδια που οφείλονται στις φυσιολογικές μεταβολές των στιβάδων του.
Στην πραγματικότητα, γράφει η εφημερίδα «Νιου Γιορκ Τάιμς», στην ηλικία των περίπου 40 χρόνων παρατηρείται στους περισσότερους ανθρώπους πάχυνση της κερατίνης – της εξωτερικής, προστατευτικής στιβάδας της επιδερμίδας, που είναι αυτή που βλέπουν και αισθάνονται οι άνθρωποι. Η στιβάδα αποτελείται κυρίως από νεκρά δερματικά κύτταρα και κολλαγόνο και καθώς περνάνε τα χρόνια γίνεται ολοένα και πιο ξηρή, ξεφλουδίζει και σκληραίνει.
Ταυτόχρονα, η στιβάδα του δέρματος κάτω από την επιδερμίδα (που επιστημονικά ονομάζεται χόριο) αρχίζει να λεπταίνει, να χάνει κύτταρα και να παρουσιάζει μείωση της ελαστικότητας της, με αποτέλεσμα να αποκτά το δέρμα μια πιο σακουλιασμένη όψη.
Οι αλλαγές αυτές συμβαίνουν εξαιτίας του χρόνου και είναι ανεξάρτητες από τις τυχόν βλάβες του δέρματος, λόγω των εξωτερικών παραγόντων όπως η έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία, το κάπνισμα, η ρύπανση κα. Ωστόσο επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο ΜακΜάστερ, στο Οντάριο Καναδά, θέλησαν να διαπιστώσουν εάν οι φθορές στο δέρμα είναι αναπόφευκτες ή αν μπορούν να αναχαιτιστούν με τη βοήθεια της γυμναστικής, καθώς σε προγενέστερη μελέτη τους σε ποντίκια είχαν διαπιστώσει πως στο δέρμα τους η άσκηση παρέχει σημαντικά οφέλη.
Επιστράτευσαν 29 άνδρες και γυναίκες, ηλικίας 20 έως 84 χρόνων, άλλοι εκ των οποίων έκαναν καθιστική ζωή και άλλοι γυμνάζονταν τουλάχιστον για 3 ώρες την εβδομάδα. Οι ερευνητές πήραν δείγματα δέρματος από τους γλουτούς των εθελοντών, διότι αυτό το σημείο του σώματος κατά κανόνα δεν εκτίθεται στον ήλιο και συνήθως έχει μόνο τα σημάδια από τη φυσιολογική φθορά της ηλικίας.
Όπως είπε ο επικεφαλής ερευνητής δρ. Μαρκ Ταρνοπόλσκι, καθηγητής Επιστήμης της Άσκησης στο ΜακΜάστερ, η εξέταση των δειγμάτων στο μικροσκόπιο με βάση μόνο την ηλικία έδειξε το αναμενόμενο: οι πιο ηλικιωμένοι εθελοντές είχαν πιο παχιά εξωτερική στιβάδα και σημαντικά πιο λεπτό χόριο απ’ ό,τι οι πιο νέοι.
Όταν όμως οι ερευνητές αξιολόγησαν το δέρμα και με βάση το επίπεδο φυσικής δραστηριότητας των εθελοντών, διαπίστωσαν ότι στις ηλικίες άνω των 40, άνδρες και γυναίκες που γυμνάζονταν συστηματικά, είχαν πολύ πιο λεπτή, υγιή εξωτερική στιβάδα και πολύ πιο παχύ χόριο. Στην πραγματικότητα, το δέρμα των ασκούμενων εθελοντών έμοιαζε πολύ περισσότερο με το δέρμα των 20άρηδων και των 30άρηδων εθελοντών, ακόμα κι αν οι πρώτοι είχαν περάσει τα 65 τους χρόνια!
Οι αγύμναστοι
Επειδή, όμως, οι διαφορές αυτές θα μπορούσαν να οφείλονται σε αστάθμητους παράγοντες, όπως η γενετική προδιάθεση ή η διατροφή, οι ερευνητές συνέχισαν την έρευνά τους σε μια άλλη ομάδα εθελοντών που δεν γυμνάζονταν καθόλου.
Οι ερευνητές πήραν δείγματα δέρματος από τους γλουτούς και μετά τους ζήτησαν να αρχίσουν ένα πρόγραμμα συστηματικής γυμναστικής. Οι εθελοντές ηλικίας 65 χρόνων και παραπάνω, στην έναρξη της μελέτης είχαν το δέρμα που θα περίμενε κανείς για την ηλικία τους.
Επί τρεις μήνες γυμνάζονταν δύο φορές την εβδομάδα 30 λεπτά τη φορά, κάνοντας τζόκινγκ ή ποδήλατο, με μέτρια ένταση (οι καρδιακοί παλμοί τους έφταναν το 65% του μεγίστου). Στο τέλος του τριμήνου οι ερευνητές πήραν πάλι δείγματα δέρματος από τους γλουτούς για να τα ελέγξουν στο μικροσκόπιο και με μεγάλη έκπληξη ανακάλυψαν πως είχαν σημαντικές διαφορές από τα αρχικά δείγματα, καθώς οι εσωτερικές στιβάδες έμοιαζαν πάρα πολύ με εκείνες ατόμων ηλικίας 20 – 40 ετών.
«Το θέαμα ήταν εκπληκτικό» παραδέχτηκε ο δρ. Ταρνοπόλσκι. «Το δέρμα τους έμοιαζε πολύ πιο νεανικό απ’ ό,τι τρεις μήνες νωρίτερα και το μόνο που είχαν αλλάξει στη ζωή τους ήταν η γυμναστική».
Οι ερευνητές δεν ξέρουν πώς ακριβώς επηρεάζει η συστηματική γυμναστική το δέρμα, αλλά εικάζουν πως παίζει ρόλο η παραγωγή ορισμένων ουσιών που λέγονται μυοκίνες και παράγονται από τους μυς όταν γυμναζόμαστε. Οι ουσίες αυτές είναι γνωστό ότι απελευθερώνονται στο αίμα και επηρεάζουν κύτταρα που βρίσκονται πολύ μακριά από τους μυς που τις παράγουν.