Σαφέστατη βελτίωση των θετικών προβλέψεων των επιχειρήσεων, καταγράφεται στην έρευνα οικονομικού κλίματος Ιουλίου 2018 που δημοσιοποίησε σήμερα η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας, αλλά υπογραμμίστηκε ότι οι μικρομεσαίοι θεωρούν ως σημαντικότερο μέτρο για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας τη μείωση της φορολόγησης.
Επίσης υπογραμμίστηκε ότι η ΓΣΕΒΕΕ τάσσεται υπέρ της αύξησης του κατώτατου μισθού μέσα από μια διαδικασία που κυρίαρχο ρόλο θα έχουν οι κοινωνικοί εταίροι αλλά η αύξηση αυτή, όπως είπε ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ Γιώργος Καββαθάς, «για να μην είναι επικοινωνιακού χαρακτήρα και για να έχει όφελος η πραγματική οικονομία, πρέπει να συνοδεύεται από συγκεκριμένα μέτρα όπως η αύξηση αφορολόγητου για τους μισθωτούς, η μείωση του ΦΠΑ στα είδη διατροφής και στα επισιτιστικά επαγγέλματα και να λάβει μέτρα η κυβέρνηση για το μη μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων».
Όπως αναφέρθηκε στη συνέντευξη Τύπου, παράλληλα με την ύπαρξη ενός αριθμού επιχειρήσεων που ανταποκρίνεται και συμβαδίζει με την αναπτυξιακή δυναμική, παραμένει ασθενικό ένα σημαντικό ποσοστό επιχειρήσεων (περίπου 50%) που φαίνεται να διέπεται από τα χαρακτηριστικά της «επιχειρηματικότητας ανάγκης», αλλά συνεισφέρει σημαντικά στην απασχόληση και στην κοινωνική συνοχή.
Τα διαρθρωτικά προβλήματα είναι περισσότερο εμφανή στις πολύ μικρές επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολούμενους, για τους οποίους απουσιάζει ένα συνεκτικό πλαίσιο ενίσχυσης της ρευστότητας και διασφάλισης της βιωσιμότητας τους, είτε μέσα από τη διεύρυνση της συμμετοχής τους σε ευρύτερα επιχειρηματικά σχήματα είτε μέσα από την υπαγωγή τους σε αλυσίδες αξίας και άνοιγμα σε νέες υπερτοπικές αγορές. Οι μικρές μεταποιητικές επιχειρήσεις, οι οποίες παρουσιάζουν τέτοιες δυνατότητες υπέρβασης του στενού επιχειρηματικού ορίζοντα, όπως υπογραμμίστηκε, αδυνατούν να ανταγωνιστούν στο υφιστάμενο περιβάλλον υπερφορολόγησης.
Είναι συνεπώς αναγκαίο, είπε ο κ. Καββαθάς, στην «μεταμνημονιακή» εποχή να αναπτυχθούν πολιτικές και δράσεις που θα εστιάζουν στις ανάγκες της μικρής και πολύ μικρής επιχείρησης.
Τα κυριότερα συμπεράσματα της έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, που έγινε σε συνεργασία με την εταιρεία ΜARC ΑΕ σε πανελλαδικό δείγμα 1.003 πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων (0-49 άτομα προσωπικό) στο διάστημα 9 έως 20 Ιουλίου 2018, έχουν ως εξής:
ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ / ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
1. Η αποτίμηση του α’ εξαμήνου 2018 εξακολουθεί να επιβεβαιώνει την υπόθεση της σταθεροποίησης και σταδιακής ανάκαμψης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, καθώς σημειώνεται ιστορικό υψηλό 8ετίας, τόσο στο δείκτη σταθερότητας (39%) όσο και της βελτίωσης (13,8%). Η χώρα μας ακολουθεί μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα τις θετικές τάσεις που εμφανίζει το Ευρωπαϊκό Βαρόμετρο ΜΜΕ της UEAPME, με υπαρκτό το χάσμα μεταξύ Βορρά και περιφέρειας της ΕΕ.
2. Οι τομείς που εμφανίζουν μια ιδιαίτερη δυναμική είναι η μεταποίηση και οι υπηρεσίες, ενώ οι επιδόσεις του εμπορίου υπολείπονται σημαντικά (περίπου 14 μονάδες). Στις επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερα από 5 άτομα, με υψηλό κύκλο εργασιών και με ηλικία έως 10 ετών, το άθροισμα θετικών- σταθερών αποτιμήσεων υπερβαίνει για τρίτο συνεχές εξάμηνο τις αρνητικές αποτιμήσεις, γεγονός που επιβεβαιώνει το επιχείρημα ότι αυτές οι επιχειρήσεις αποτελούν τους δυναμικούς συντελεστές της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας.
3. Παραμένουν σε ισχύ σημαντικοί ανασχετικοί παράγοντες που σχετίζονται με τη στρεβλή διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας. Το χάσμα μεταξύ θετικών και αρνητικών επιδόσεων στο σκέλος της ρευστότητας – χρηματοδότησης παραμένει, κυρίως για τον κλάδο του εμπορίου, τις επιχειρήσεις με χαμηλό κύκλο εργασιών και τους αυτοαπασχολούμενους. Η ενίσχυση των θετικών και η μείωση των αρνητικών προσδοκιών που εμφανίζεται για δεύτερο συνεχόμενο εξάμηνο στην έρευνα οικονομικού κλίματος συνεχίζει να μην είναι ομοιογενής. Ο βαθμός απαισιοδοξίας είναι μεγαλύτερος στους αυτοαπασχολούμενους (ή όσους απασχολούν ως 1 άτομο) στις επιχειρήσεις με χαμηλό κύκλο εργασιών και στο εμπόριο.
4. Οι προσδοκίες σχετικά με την πορεία των επιχειρήσεων το επόμενο εξάμηνο διατηρούν αρνητικό πρόσημο, αλλά παρουσιάζουν τις καλύτερες επιδόσεις από το Φεβρουάριο του 2015. Το 37,6% των επιχειρήσεων αναμένει επιδείνωση (από 47,4% του Ιούλιου 2017), το 17,5% βελτίωση (από 10,9% του Ιουλίου 2017), ενώ το 36,8% των επιχειρήσεων δεν αναμένει καμιά μεταβολή. Μεγαλύτερο βαθμό αισιοδοξίας παρουσιάζουν μεγαλύτερες επιχειρήσεις με πάνω από 5 άτομα προσωπικό, με τζίρο άνω των 300.000Euro και εκείνες που δημιουργήθηκαν μέσα στην κρίση (έως 10 έτη).
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ- ΕΠΙ ΜΕΡΟΥΣ ΔΕΙΚΤΕΣ
Κερδοφορία – Κύκλος Εργασιών
1. Ο κύκλος εργασιών παραμένει σε υψηλά επίπεδα 8ετίας ενώ οι δείκτες ζήτησης και παραγγελιών σημειώνουν τις καλύτερες επιδόσεις μέσα στην 8ετία. Τούτο φαίνεται πως βρίσκεται σε αντιστοιχία με τις θετικές επιδόσεις στους δείκτες κύκλου εργασιών κυρίως της βιομηχανίας (ΕΛΣΤΑΤ, Αύγουστος 2018). Τα μέτρα που θα οδηγήσουν σε μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος (μείωση αφορολόγητου, συντάξεων) δύναται να επιβραδύνουν την θετική αυτή πορεία.
2. ‘Άλλωστε, στον κύκλο εργασιών των ΜμΕ καταγράφεται κάμψη για το 47,7% (αύξηση 17,6%) των επιχειρήσεων. Το εμπόριο και οι αυτοαπασχολούμενοι παρουσιάζουν τις υψηλότερες απώλειες (58,8% και 58,6% αντίστοιχα). Τη μεγαλύτερη συρρίκνωση καταγράφουν οι πολύ μικρές επιχειρήσεις του κλάδου εμπορίου.
3. Σχεδόν 1 στις 2 επιχειρήσεις (44,1%) δηλώ- σαν ετήσιο τζίρο (2017) έως 50.000Euro, κυρίως αυτοαπασχολούμενοι (75,8%), το 17,6% από 50-100.000, 15,5% από 100-300.000 Euro, και το 14,9% πάνω από 300.000 Euro. Αξιοσημείωτο είναι ότι το 5,1% δήλωσε ετήσιο τζίρο πάνω από 1 εκ. Euro σχεδόν το διπλάσιο ποσοστό από το αντίστοιχο εξάμηνο του 2017 (2,9%).
4. Ως προς το δείκτη κερδοφορίας, το 19,1% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι είχε κέρδη κάτω των 5.000Euro στο 2017, ενώ το 13,8% κατέγραψε ζημίες ή μηδενικό κέρδος. Η πλειονότητα των επιχειρήσεων δηλώνει ότι τα φορολογητέα κέρδη είναι μεταξύ 5.000 και 20.000 (25,4%), ενώ το 13,2% άνω των 20.000Euro.
Ρευστότητα – Επενδύσεις
1. Επιδείνωση της κατάστασης ρευστότητας δηλώνουν 1 στις 2 επιχειρήσεις, παρά την ευνοϊκότερη οικονομική συγκυρία. Αυτό συμβαίνει σε αντιδιαστολή με την εικόνα σταδιακής επενδυτικής επαναφοράς για ένα υψηλότερο ποσοστό επιχειρήσεων (15,1% από 11,1%), το οποίο ωστόσο παραμένει περιορισμένο.
2. Η χαμηλή επενδυτική εμπιστοσύνη και η απουσία ή αδυναμία πρόσβασης σε χρηματοοικονομικά εργαλεία αποτελούν μόνιμο διαρθρωτικό χαρακτηριστικό της ελληνικής μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, και ως τέτοιο επηρεάζει τις προοπτικές ανάκαμψης των κλάδων στους οποίους κυριαρχούν οι μικρές επιχειρήσεις. Παρά τη θετική συγκυρία, μόνο το 10,3% των επιχειρήσεων σχεδιάζει να επενδύσει το επόμενο εξάμηνο. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα ποσοστά αυτά είναι από τα υψηλότερα που έχουν καταγραφεί την 8ετία.
ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ- ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
1. Οι τάσεις αποκλιμάκωσης της ανεργίας που αποτυπώνονται στα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (19,5% τον Μάιο του 2018) καταγράφονται και στην αποτίμηση της έρευνας κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για την απασχόληση όπου μάλιστα για πρώτη φορά καταγράφονται περισσότερες προσλήψεις από απολύσεις (10,8% έναντι 6,1%). Οι προοπτικές ωστόσο για το επόμενο διάστημα είναι αρνητικές, κυρίως λόγω της εποχικότητας.
2. Και σε αυτή την έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ επαληθεύονται τα ευρήματα των προηγούμενων ερευνών αλλά και επίσημων στατιστικών (Μηνιαία Δελτία ΕΡΓΑΝΗ) για την ύπαρξη υψηλού ποσοστού ευέλικτων μορφών απασχόλησης στις νέες θέσεις εργασίας, καθώς οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης είναι περισσότερες από τις νέες θέσεις πλήρους απασχόλησης με μια αναλογία περίπου 52% με 48% αντίστοιχα (Μηνιαία Δελτία ΕΡΓΑΝΗ), χωρίς σημαντικές τάσεις αποκλιμάκωσης.
3. Αυτό αποτυπώνεται και στην έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ όπου το 45,4% των μικρών και πολύ μικρών εργοδοτών απασχολούν προσωπικό με μερική απασχόληση, ενώ υψηλό παραμένει και το ποσοστό (36,2%) εκείνων που δήλωσαν ότι θα προσλάβουν προσωπικό με μερική απασχόληση το επόμενο διάστημα. Συνεχίζεται, δηλαδή, το φαινόμενο της αύξησης της απασχόλησης, αλλά σε χαμηλότερης κυρίως ποιότητας θέσεις εργασίας.
4. Επιπρόσθετα, το 30,6% των εργοδοτών δήλωσε ότι αντιμετωπίζει δυσκολίες στην έγκαιρη καταβολή των μισθών (το 9,6% σοβαρές δυσκολίες). Ωστόσο, το ποσοστό αυτό είναι το χαμηλότερο που έχει καταγράφει κατά την 8ετία.
ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ – ΟΦΕΙΛΕΣ
1. Η συνέχιση της βελτίωσης των οικονομικών δεικτών δεν αμβλύνει το γεγονός ότι το 37,3% επί του συνόλου των επιχειρήσεων έχει κάποιου είδους ληξιπρόθεσμη οφειλή.
2. Σταθερά υψηλότερο είναι το ποσοστό των επιχειρήσεων με καθυστερημένες οφειλές προς το πρώην ασφαλιστικό ταμείο των επαγγελματιών (ΟΑΕΕ, 23,9%).
3. Το 23,2% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία. Ωστόσο, αποκλιμάκωση παρατηρείται στον αριθμό των επιχειρήσεων που εκτιμά ότι δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις φορολογικές υποχρεώσεις του έτους (19,4% έναντι 23,7% τις έρευνας του προ- ηγούμενου έτους).
4. Μειωμένες καταγράφονται οι οφειλές των επιχειρήσεων προς τον ιδιωτικό τομέα, καθώς εκείνοι που δηλώνουν ότι καθυστερούν να καταβάλλουν οφειλές σε προμηθευτές, για ενοίκια και για δόσεις δανείου είναι αντίστοιχα στο 17,2%, 15,4% και 13,6%. Η έκθεση στο χρέος ιδιωτών παραμένει μια σημαντική απειλή για την πορεία ανάκαμψης της οικονομίας και αντανακλά την περιορισμένη πρόσβαση σε κεφάλαια και πιστώσεις.
5. Η στατιστική επεξεργασία των στοιχείων του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ δείχνει ότι το 6,7% των επιχειρήσεων έχει ταυτόχρονα ληξιπρόθεσμες οφειλές σε δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία ποσοστό σημαντικά χαμηλότερο σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο (8,9%). Περίπου 1 στις 3 επιχειρήσεις (28,3%) έχουν κάποιο δάνειο σε τράπεζα. Εξ αυτών το 42% έχουν καθυστερημένες οφειλές. Τα συνολικά ληξιπρόθεσμα χρέη νοικοκυριών και επιχειρήσεων προς την εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία και τις τράπεζες πλέον υπερβαίνουν τα 229,1 δισ. (101,6 δισ. στην εφορία, 31,8 δισ. στο ΚΕΑΟ και 95,7 δισ. στις τράπεζες), παραμένοντας σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα. Περίπου 69.000 μικρές επιχειρήσεις δηλώνουν ότι έχουν βρεθεί αντιμέτωπες το προηγούμενο εξάμηνο με κατάσχεση/ ή δέσμευση λογαριασμών για οφειλές.
6. Το 19,3% του συνόλου των επιχειρήσεων έχει χρέη έως 20.000 Euro (19% τον Φεβρουάριο του 2018 και 27,5% του Ιουλίου του 2017), το 8,2% από 20.000 έως 50.000 Euro και το 10,4% πάνω από 50.000 Euro.
7. Η 1 στις 2 επιχειρήσεις (53%) έχει προχωρήσει σε ρύθμιση των οφειλών της. Από αυτές το 8,3% έχει ενταχθεί ή έχει κάνει αίτηση στον εξωδικαστικό μηχανισμό, 14,3% στην ρύθμιση των 120 δόσεων και το 30,9% σε άλλη ρύθμιση (πάγια κλπ).
8. Από τα παραπάνω είναι σαφές ότι απαιτούνται επιπρόσθετες ενέργειες ώστε παράλληλα με την αμείωτη προσπάθεια βελτίωσης του εξωδικαστικού μηχανισμού, να θεσμοθετηθούν υποστηρικτικές δράσεις για την αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων, την διάσωση και την παροχή Δεύτερης Ευκαιρίας σε όσους επιθυμούν να επιχειρήσουν ξανά.
ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ
1. Το θετικό ισοζύγιο εγγραφών – διαγραφών επιχειρήσεων συνεχίζεται για τρίτο συνεχόμενο εξάμηνο. Φαίνεται δηλαδή πως η δειλή αναπτυξιακή πορεία που είχε καταγραφεί το δυο προηγούμενα εξάμηνα παρουσιάζει μια τάση παγίωσης. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΓΕΜΗ το ισοζύγιο εγγραφών – διαγραφών επιχειρήσεων για το Α’ εξάμηνο του 2018 ήταν θετικό κατά 9.532 επιχειρήσεις.
2. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνονται και από τα ευρήματα της έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ όπου ο δείκτης βιωσιμότητας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων συνεχίζει να βελτιώνεται καταγράφοντας την καλύτερη επίδοση κατά την 8ετία. Παρά ωστόσο το θετικό αυτό εύρημα, ο δείκτης ανασφάλειας και φόβου για την πορεία της επιχείρησης διατηρεί υψηλές τιμές. Το 31,4% των επιχειρήσεων θεωρεί αρκετά και πολύ πιθανό να κλείσει το επόμενο διάστημα (έναντι 34,5% του προηγούμενου εξαμήνου και 38,1% της αντίστοιχης έρευνας του Ιουλίου του 2017).
3. Οι υψηλές φορολογικές επιβαρύνσεις, η συσσώρευση οφειλών και η αδυναμία εξεύρεσης αγορών για την αντιστάθμιση της ισχνής καταναλωτικής ζήτησης, η έλλειψη ρευστότητας και χρηματοδότησης θεωρούνται ως τα σημαντικότερα εμπόδια για την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας.
4. Η μείωση της φορολογίας και του ΦΠΑ αποτελούν κατά συντριπτικό ποσοστό (80%) τα μέτρα που θεωρούν οι επιχειρήσεις ότι θα ενίσχυαν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα.
ΕΙΔΙΚΟ ΘΕΜΑ ΜΙΚΡΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ – ΔΙΑΚΟΠΕΣ
Μειωμένος είναι ο αριθμός των επαγγελματιών σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή έρευνα που δήλωσαν ότι θα κάνουν διακοπές. Συγκεκριμένα το 34,9% (37% το 2017) δήλωσε ότι θα κάνει διακοπές για τον ίδιο ή και μεγαλύτερο αριθμό ημερών από πέρυσι, ενώ το 56,3% (51,5% το 2017) δήλωσε ότι δεν θα κάνει διακοπές.
ΑΠΕ-ΜΠΕ