Η γονόρροια, ένα σεξουαλικά μεταδιδόμενο νόσημα, εμφανίζει συνεχή αύξηση στην Ευρώπη, όπως δείχνουν τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC). Στην Ελλάδα, αντίθετα, το πρόβλημα είναι σχετικά πολύ μικρότερο.
Τα σχετικά περιστατικά στην Ευρώπη αυξήθηκαν κατά 25% μεταξύ 2013-2014, συνεχίζοντας μια αυξητική τάση κατά την τελευταία δεκαετία, καθώς υπήρξε υπερδιπλασιασμός των κρουσμάτων από το 2008, από οκτώ σε 20 ανά 100.000 κατοίκους.
Το γεγονός αυτό δημιουργεί αυξημένες ανησυχίες και για αύξηση της ανθεκτικότητας της νόσου στα αντιβιοτικά, κάτι για το οποίο υπάρχουν ήδη οι πρώτες ενδείξεις. Ως κύρια αιτία της έξαρσης της νόσου θεωρείται η ανεπαρκής χρήση προφυλακτικών και η σεξουαλική συμπεριφορά υψηλού κινδύνου. Η γονόρροια μεταδίδεται σχετικά εύκολα, μολύνοντας τα γεννητικά όργανα, το ορθό και το στόμα.
Η νόσος είναι πλέον σχεδόν εξίσου συχνή μεταξύ ετεροφυλόφιλων ανδρών και γυναικών, όσο και μεταξύ ομοφυλόφιλων ανδρών. Στην Ευρώπη το 11% όσων είχαν κολλήσει γονόρροια, είχαν επίσης μολυνθεί με τον ιό HIV του AIDS.
Το 2014 σε 27 χώρες της Ευρώπης αναφέρθηκαν 66.413 περιστατικά γονόρροιας, με τα περισσότερα στη Βρετανία (58%). Υψηλά ποσοστά έχουν επίσης η Ιρλανδία και η Δανία, ενώ χαμηλά η Κροατία και η Κύπρος.
Τα περισσότερα περιστατικά διαγιγνώσκονται σε νέους 15 έως 24 ετών (38% του συνόλου) και μετά σε άτομα 25 έως 34 ετών (34%). Η κατ΄εξοχήν ηλικία κινδύνου είναι 20-24 ετών.
Το 44% των νέων περιστατικών αφορά άνδρες που κάνουν σεξ με άλλους άνδρες, ενώ το 49% ετεροφυλόφιλους άνδρες και γυναίκες. Μάλιστα, το 2014 για πρώτη φορά τα περιστατικά γονόρροιας σε γυναίκες ξεπέρασαν αυτά σε ετεροφυλόφιλους άνδρες, γεγονός ανησυχητικό λόγω της πιθανής μετάδοσης της νόσου από την μητέρα στο παιδί.
Στην Ελλάδα το 2014 καταγράφηκαν 245 περιστατικά (2,2 ανά 100.000 κατοίκους). Η χώρα μας έχει από τα μικρότερα ποσοστά γονόρροιας πανευρωπαϊκά, πολύ κάτω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο (20 περιστατικά ανά 100.000 κατοίκους).
Στην Ελλάδα η νόσος εμφανίζει διακυμάνσεις. Το 2010 διαγνώσθηκαν 312 περιστατικά (2,2/100.000), το 2012 αυξήθηκαν σε 378 (3,4/100.000), μετά μειώθηκαν το 2012 σε 238 (21/100.000) και ακόμη περισσότερο το 2013 σε 219 (2/100.000), για να ανακάμψουν κάπως το 2014 σε 245 (2,2/100.000). Η αύξηση μεταξύ 2013 – 2014 ήταν 16,5% (έναντι 25% στην Ευρώπη).