Μέχρι τα κατάφυτα βουνά του Πόντου, αλλά και τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, έφτασε μια ομάδα πέντε γυναικών από τη Γενισέα Ξάνθης, προκειμένου να βρει τον αυθεντικό σπόρο, που θα τής επέτρεπε να “αναστήσει” ξανά στη Θράκη μια καλλιέργεια λησμονημένη επί μισό αιώνα, ώστε να μπορεί να παράγει ένα παραδοσιακό προϊόν, ακριβώς όπως το αναπολούσε ο …ουρανίσκος των γηραιότερων.
Ο λόγος για την καλλιέργεια του ζαχαροκάλαμου και για το πετιμέζι, βασική γλυκαντική ύλη σε κάθε ελληνικό σπίτι πριν από την έλευση της “παντοκρατορίας” της ζάχαρης: η ζάχαρη αγοραζόταν φθηνά από τον μπακάλη, ενώ το πετιμέζι ήθελε πολλή χειρονακτική εργασία, γεγονός που γρήγορα το οδήγησε …στα αζήτητα, παρά τα σημαντικά διατροφικά του οφέλη.
“Ακούγαμε τους γονείς και τους παππούδες μας να μιλάνε με πολλή λαχτάρα για αυτό το προϊόν, το πετιμέζι από ζαχαροκάλαμο, που καλλιεργούσαν μέχρι και το 1955 περίπου. Τα δύσκολα χρόνια της φτώχειας στην Ελλάδα, οι παλαιότεροι ουσιαστικά βιοπορίστηκαν με το πετιμέζι. Οι οικογένειες το έφτιαχναν, το ανακάτευαν με κολοκύθα, καρύδια, μελιτζανάκι ή κυδώνια και το αποθήκευαν για τον χειμώνα ή έφτιαχναν μαρμελάδες” θυμάται, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η Αναστασία Αμανατίδου, πρόεδρος της Κοινωνικής Συνεταιριστικής Επιχείρησης (ΚοινΣΕπ) “Γενισέα”, η οποία έχει αναβιώσει την καλλιέργεια του ζαχαροκάλαμου εδώ και λίγα χρόνια.
Το 2006, οι γυναίκες “σήκωσαν τα μανίκια” και έπιασαν δουλειά για να μπορέσουν να ξαναφέρουν στο ελληνικό τραπέζι αυτό το προϊόν. Ωστόσο, ο σπόρος που είχαν στη διάθεσή τους δεν επέτρεψε αρχικά στην προσπάθειά τους να καρποφορήσει και χρειάστηκαν αρκετά χρόνια ακόμη μέχρι να τα καταφέρουν.
Οι αυστηροί γευσιγνώστες των περασμένων γενεών κι ο χαμένος σπόρος
“Είχαμε πρόβλημα με τον σπόρο, γιατί ο σπόρος δεν υπήρχε, είχε χαθεί. Είχε έρθει στα χέρια μας σπόρος ζαχαροκάλαμου από ένα πενταετές πρόγραμμα για την παραγωγή βιοαιθανόλης. Τον πήραμε, τον καλλιεργήσαμε γιατί ήταν παρεμφερής κι απέδιδε ένα γλυκό σιρόπι, αλλά τα αποτελέσματα δεν ήταν ικανοποιητικά. Όταν δώσαμε το σιρόπι στους παλιούς να το δοκιμάσουν, μας είπαν: Είναι γλυκό, ναι, αλλά δεν είναι ίδιο με εκείνο που τρώγαμε εμείς τότε. Είχε όντως διαφορά στη γεύση. Συνεχίσαμε την προσπάθεια εκείνη για πέντε χρόνια και τότε καταλάβαμε ότι φταίει ο σπόρος. Αρχίσαμε να ψάχνουμε τον αυθεντικό σπόρο παντού, τον ψάξαμε μέχρι και σε όλον τον ορεινό όγκο της γειτονικής Βουλγαρίας, αλλά δεν τον βρήκαμε πουθενά. Μάθαμε ότι καλλιεργείται ακόμη στον ορεινό όγκο του Πόντου. Τον βρήκαμε τελικά κοντά στην Τραπεζούντα, τον φέραμε, τον καλλιεργήσαμε, κάναμε την πρώτη μας παραγωγή σε πετιμέζι και τη δώσαμε ξανά στους παλιούς να τη δοκιμάσουν. Και τότε μας είπαν ‘ναι, είναι αυτό ακριβώς’. Είχαμε βρει τον σπόρο τον παραδοσιακό, τον αυθεντικό” διηγείται η Ανατασία Αμανατίδου.
Κατασκευάζοντας μηχανές από την αρχή με …manual τη γνώση των παλιών
Βέβαια, άλλο παραγωγή …τσέπης, για να δοκιμάσουν οι παλαιότεροι και να δώσουν το πράσινο φως, κι άλλο μαζική παραγωγή, καθώς η τελευταία απαιτεί επενδύσεις σε μηχανήματα. “Όταν αναβιώσαμε την καλλιέργεια και ξεκινήσαμε την προσπάθεια για το πετιμέζι, μεταφέραμε την αγωνία για το εγχείρημά μας και στην Περιφέρεια, στον τότε νομάρχη και τον τότε δήμαρχο, που στάθηκαν δίπλα μας και μας βοήθησαν. Χρειαζόντουσαν αρκετά χρήματα για να ξεκινήσουμε, για παράδειγμα έπρεπε να κάνουμε την κατασκευή της μηχανής επεξεργασίας εξολοκλήρου από την αρχή, με οδηγίες των παλαιότερων γιατί οι μηχανές των γονιών δεν υπήρχαν πια, είχαν χαθεί, είχαν καταστραφεί, όπως και η ίδια η καλλιέργεια που εγκαταλείφθηκε για 55-60 χρόνια” σημειώνει η πρόεδρος της ΚοινΣΕπ “Γενισέα”.
Ζήτηση για ελληνικό πετιμέζι από την Ελβετία μέχρι το Ιράν, αλλά…
Τελικά, οι πέντε επίμονες αγρότισσες κατάφεραν να στήσουν “με χρήματα από την τσέπη τους” μια μικρή γραμμή παραγωγής, ύψους επένδυσης 60.000-70.000 ευρώ, η οποία τους επιτρέπει να παράγουν 2-3 τόνους πετιμέζι ετησίως. Το πετιμέζι που παράγουν είναι περιζήτητο, σε καταστήματα από τη Θεσσαλονίκη μέχρι την Αλεξανδρούπολη, αλλά και σε χώρες του εξωτερικού, από την Ελβετία μέχρι το Ιράν. Μόνο που, όπως παρατηρεί η κ. Αμανατίδου, οι γυναίκες, που ουσιαστικά παλεύουν μόνες τους για να κρατήσουν ζωντανό το εγχείρημά τους, δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τη μεγάλη ζήτηση για το προϊόν τους, καθώς αδυνατούν να επεκτείνουν τη μονάδα τους με ίδιους πόρους. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι εν έτει 2014, με την ευκαιρία της διεθνούς έκθεσης Detrop της ΔΕΘ-Helexpo στη Θεσσαλονίκη, ο εμπορικός ακόλουθος του Ιράν ζήτησε από τις γυναίκες 100 τόνους πετιμέζι για εξαγωγές στη χώρα του, με προπληρωμένο μάλιστα το 50% της παραγγελίας. Δυστυχώς, τέτοια ποσότητα δεν υπήρχε…
“Κρατάμε τηλέφωνα από πιθανούς πελάτες σε περίπου 10 χώρες για εισαγωγές πετιμεζιού, μεταξύ των οποίων η Αγγλία, το Ισραήλ και η Πολωνία, αλλά δεν έχουμε υποδομή να αντεπεξέλθουμε. Χρειαζόμαστε περίπου 150.000 ευρώ για μια σωστή γραμμή παραγωγής. Ζητάμε εδώ και καιρό να μας ανοίξουν και να μας αφήσουν να λειτουργήσουμε το εργοστάσιο της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης, αλλά δεν είχαμε κάποια ανταπόκριση μέχρι στιγμής. Βέβαια, ευτυχώς, μέσα στον Ιούλιο αναμένεται να έχουμε συνάντηση με τον υφυπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης, για να μιλήσουμε μαζί του για τις δυνατότητες που έχει αυτή η καλλιέργεια” σημειώνει η Αναστασία Αμανατίδου, η οποία προσθέτει ότι, έστω με τα πεπερασμένα μέσα της, η “Γενισέα” κατάφερε πρόσφατα να εξάγει 2 τόνους πετιμεζιού στην Ελβετία.
Η υψηλή διατροφική αξία του προϊόντος τους, λέει, έχει πλέον πιστοποιηθεί και από αναλύσεις. “Αφού παράξαμε την πρώτη παραγωγή, τη στείλαμε και κάναμε αναλύσεις σε πολλά πανεπιστήμια και στο Γενικό Χημείο του Κράτους. Το Χαροκόπειο μέχρι σήμερα είναι δίπλα μας, με τον καθηγητή Βάιο Καθαράνο, ο οποίος μας είχε πει από την αρχή: ‘δεν έχετε κανένα δικαίωμα να σταματήσετε, αυτό το προϊόν πρέπει να μπει ξανά στο ελληνικό τραπέζι’. Σκεφτείτε ότι η ζάχαρη έχει γλυκαιμικό δείκτη 115, ενώ το πετιμέζι που παράγουμε μόνο 42, λιγότερο κι από το μέλι, όπως προέκυψε από τις αναλύσεις. Έχει ακόμη υψηλό σίδηρο και πολυφαινόλες, όπως επιβεβαιώθηκε από το ΑΠΘ, το ΕΘΙΑΓΕ, το Γενικό Χημείο του Κράτους, το Μπενάκειο”.
Το πετιμέζι υπάρχει μεν στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, αλλά εισάγεται αποκλειστικά από τις ΗΠΑ, λέει η κ Αμανατίδου κα προσθέτει: “Πιστεύουμε πως έχουμε ξεκινήσει δυναμικά, το προϊόν μας παράγεται 100% παραδοσιακά και αυτό θα είναι και η δύναμη μας για να καταφέρουμε να το εντάξουμε ως μια νέα καλλιέργεια σε κάποιο πρόγραμμα. Μέχρι στιγμής βάζουμε χρήματα από την τσέπη μας”.
“Δεν θα σταματήσουμε μέχρι να πετύχει. Πρέπει να αφήσουμε μια προίκα στα παιδιά μας”
Και δεν αποθαρρύνεστε ποτέ από κάτι που απαιτεί τόσο χρόνο και κόπο χωρίς να αποδίδει αντίστοιχα έσοδα, δεν σκεφτήκατε ποτέ να τα παρατήσετε; ρωτήσαμε την κ. Αμανατίδου. “Δεν θα σταματήσουμε μέχρι να πετύχει. Πρέπει να αφήσουμε μια προίκα στα παιδιά μας και στην περιοχή μας. Εδώ μιλάμε για ένα σπάνιο προϊόν, που στην Ευρώπη, το αντίστοιχό του, πωλείται 50 ευρώ το λίτρο, ενώ προέρχεται από ένα υβρίδιο και δεν έχει την ίδια γεύση. Μπορούμε να σταματήσουμε να καλλιεργούμε τόσο καλαμπόκι και αντί για πέντε στρέμματα καλαμπόκι π.χ., να βάλουμε ένα στρέμμα ζαχαροκάλαμο. Είναι μια καλλιέργεια που δεν χρειάζεται λιπάσματα ή ραντίσματα. Το μόνο που θέλει είναι χειρονακτική εργασία. Άρα, πέρα από όλα τα άλλα, προσφέρει και πολλά μεροκάματα” καταλήγει.
Παλαιότερα, το φθινόπωρο, στις περιοχές όπου καλλιεργούνταν το ζαχαροκάλαμο στηνόταν γιορτή που κρατούσε όλη νύχτα. Καζάνια όπου έβραζε αργά και μοσχοβολούσε το πετιμέζι στήνονταν το ένα δίπλα στο άλλο και ξεκινούσε το “γλυκό” πανηγύρι… Η καλλιέργεια, μαζί με τις γιορτές που τη συνόδευαν, χάθηκε στον χρόνο, αλλά η επιμονή πέντε γυναικών, που “δεν θα σταματήσουν μέχρι να πετύχει”, τη φέρνουν ξανά στο προσκήνιο…
ΑΠΕ-ΜΠΕ