Του Ηλία Τσέχου
”Μικρά Πεζά” 2021, το τέταρτο βιβλίο του Γιώργου Σιώμου, μετά από: ”Ο Κορυδαλλός” 2012, ”Το Παράπονο του Εμμανουήλ Παπά” 2014, ” ”Ο Κόκκινος Σπάγκος” 2017, (όλα διηγήματα, 71 στο σύνολο).
Τα ”Μικρά Πεζά”, (122), κατρακυλούν μες στις 164 σελίδες, άλλοτε μωρά, κάποτε έφηβοι, ενίοτε μεσήλικες, κυρίως ως γριοί, γέροντες δηλαδή, σοφοί, πικροί, παλικαρίσιοι, κοντινοί, μακρινοί, υπαρκτοί ή ανύπαρκτοι, μοναχοί και με όλους μαζί, όταν λαλεί ο κούκος κι έρχεται άνοιξη. Οι ηλικίες του χρόνου, τα επαγγέλματα των ονοματεπωνύμων, οι διάφοροι ελληνικοί τόποι, όρη, ποταμοί, οι γονείς, τ΄ αδέρφια ,φίλοι, γυναίκες, τα παιδιά, τα εγγόνια, οι γλώσσες, τα βιβλία, τα δέντρα, οι καραντίνες και το θαυμαστό ”Σπίτι με τα Κεραμίδια”, συμπρωταγωνιστούν με ακριβείς ερμηνείες των ρόλων νου και καρδίας του συγγραφέα, του περάσματός του στο επίπονο, του έργου, ”συγγραφή”, βράζοντας το αίμα και ξεφυλλίζοντας τα συν και τα πλην του στιγμιαίου, του διαρκούς, ικανού κι ανίκανου, μεγίστου, ελαχίστου, αποχαιρετώντας το θάνατο παντού και πάντα, τούτης της έρμης ζωής, του ατμού, αγαπησιάρικα!
Εσαεί να σπουδάζετε, να παίζετε το αύριο σαν σήμερα, την αρχή σαν τέλος, το όνειρο σαν μάθηση και οι ύμνοι να μην είναι ευυπόληπτοι, αρχομανείς, τετελεσμένοι. Η πένα χαράζει τα αντίθετα, στενάζει τις χαρές, χαμογελά πικρά ήλιος και φεγγάρι ,διαιώνιση, κοιτά το λευκό γράφοντας με όλα τα χρώματα, φέρνει φως στους τυφλούς και στους τυφλούς μονόφθαλμος δεν χωρά, δεν ρίχνει ούτε ένα δάκρυ μα κλαίει όλο το βιβλίο, ο συγγραφέας περνά τις Συμπληγάδες και στο κάτω κόσμο δεν αναπαύεται, σταχτοκοπιέται πλάτανος και ψυριάζει σαν κορομηλιά, επιθυμεί τη σωτηρία του και πάντα αστοχεί, ο κόσμος που τον περιβάλλει είναι βάσανος, ο κόσμος ο μαλάκας αποκαλεί μαλάκα το δημιουργό, κάποτε η δίψα του πάει να ξεδιψάσει, το κεραμίδι στο κεφάλι του, σπίτι που το μετακινεί και το ταιριάζει..
Ο Γιώργος Σιώμος, ο απρόσμενος, είναι συγγραφέας, τα μεγάλα πεζά του ποιήματα μικραίνουν για μας, ταράσσουν, μας λυγμούν, εύστοχα το βιβλίο του διαρρηγνύεται σε – σημαδιακά για τον ίδιο – εννέα κεφάλαια, που διευκολύνει τον αναγνώστη πανύψηλα και κάθε κεφάλαιο προλογίζεται από ένα τρίστιχο επίγραμμα, που ασυναίσθητα μας οδηγεί στα σπουδαία ύφη των Ιαπωνικών Χάικου, διανθίζει τα πεζά του με αρκετές πρωτοφανέρωτες λέξεις, η ποιητική δυναμική κορυφώνεται στο τέλος κάθε πεζού, εστιάζεται σαν υποκείμενο που μας χρεώνει να του παγιδευτούμε, χαλάλι του, από κάθε ποτήρι που πίνει, κάθε ποτήρι που κερνά, σπάει στο τέλος αθάνατα, ή το σπάει ή το σπάμε, καταγγέλλει τα κακώς κείμενα μα το κρύβει, χορεύει διαρκώς αποστάσεις, στάσεις…
Λε Λε Λε… βιδώνει, βιδώνεται, βιδώνει, ξεβιδώνεται, μικρή φόρμα γραφής, μεγάλα κύματα ψυχής, ο Γιώργος Σιώμος, ένα αξιολάτρευτο ημερολόγιο αιώνα, μας φανερώνεται όπου κρύβεται, η μέρα του είναι μία μεγάλη νύχτα και τ΄ αντίστροφο, πολλαπλό κάτοπτρο ορθώνει θεραπείες και ανάρρωση, καμιά καλαμιά στον κάμπο μόνη διαλαλεί, ο καθαρμός αν και αρσενικός, λειτουργεί ουδέτερα, οι μεγάλες ταχύτητες του μέλλοντος ενστίκτου του ανθίζει και καρπούμαι…Τι να παινέψω περισσότερο λε λε…Τον Γιώργο Σιώμο ή τα ”μικρά πεζά” του, ενύπνιο 2021 ( αν έχετε ενδιαφέρον: 6974940922)…
Και λέω κλείνοντας να σταχυολογήσω γραπτά των εγκωμίων ”μικρών πεζών” του Γιώργου Σιώμου – μεγάλων ποιημάτων κατ΄ εμέ και γευτείτε τα…
Εγγονέ μου ατύχησες / Δεν ξέρω παραμύθια να σου πω / Της φαντασίας τα καμώματα / Κι αυτά μου είναι ξένα / Με βλέπεις σαν κούτσουρο να κάθομαι / Και ίσως μέσα σου να λες / Τότε γιατί μας κουβαλήθηκες / Είναι που θέλω να σε δω και να σ΄ ακούσω…
***
Καράβια είναι ακίνητα / Οι ξεχασμένες γλώσσες
***
Παιδιά, ήμασταν η τελευταία τρύπα του ζουρνά… / Παππούδες τώρα, η τελευταία πάλι τρύπα του ζουρνά / Τα παιδιά μας βασιλιάδες, τα εγγόνια μας αυτοκράτορες…
***
…πάτησε στο πρώτο σκαλί της ανοιχτής πόρτας του λεωφορείου που θα τον πήγαινε στην Κοζάνη, από εκεί με άλλο λεωφορείο στην Αθήνα, στο αεροδρόμιο και τσουπ Αμέρικα για σπουδές στην ιατρική, μέλλον λαμπρό. Την στιγμή που έδινε ώθηση στο σώμα του, για να βάλει και το άλλο πόδι στα σκαλιά, άκουσε τον πατέρα του να του λέει ”δεν κάθεσαι ρα παιδί μ΄ καμιά βδομάδα να μας βοηθήσεις;”. Και κάθισε. Για μια ζωή
***
Άλλο κύρος έχεις με τρακόσια – πεντακόσια γίδια, κι άλλο με χίλια γίδια
***
Ο κάμπος από τη Βέροια ως τη Θεσσαλονίκη, κοιμάται αυτή την εποχή, σκεπασμένος με ένα σταχτί σεντόνι ομίχλης. Σμήνη πουλιών πετούν σαστισμένα. Τα οπωροφόρα είναι γυμνά κι αμήχανα σαν άστεγοι γέροι σε μέρες γιορτής
***
Ριπές φυγής είναι τα κείμενα μας τα μικρά, κι εμείς δραπέτες του παρόντος. Το καλούπι που φτιάξανε ερήμην μας, δεν μας χωρά πια και νιώθουμε σαν πόδι σε στενό παπούτσι
***
Σκληρό καρύδι, κωσταντίκαβο το λέγαν οι γιαγιάδες μας, γιατ’ είχε την ψίχα του καλά αμπαρωμένη μες στο κέλυφος. Έπρεπε με σφυρί ή πέτρα σκληρή να το τσακίσεις και μες στα θρύμματα όστρακου και ψίχας, κόκκο τον κόκκο να διαλέξεις.
Κόκκοι είμαστε, από την ψίχα, σκληρού κατά τα άλλα καρυδιού, συντετριμμένοι από απανωτά σφυροκοπήματα, άλλοι για καρυδόπιτα πλασμένοι κι άλλοι για τούρτες μνημοσύνων
***
Σ’ ένα χωριό της ενδοχώρας, τα δυο αδέρφια, περιμένοντας να παντρευτεί η μεγαλύτερη αδερφή τους, έγιναν εξηντάρηδες.
***
Στην πιάτσα των ταξί επί της οδού Κίμωνος, κάθεται μια κουτσή σκυλίτσα. Θρονιάζεται δίπλα στην αριστερή ρόδα του πρώτου στη σειρά ταξί. Τη φροντίζουν οι ταξιτζήδες και κάποιοι κάτοικοι της γειτονιάς. Στο μεγάλο ψύχος ο φαρμακοποιός στρώνει χαρτόνια στα σκαλιά. Όταν φεύγουν τα ταξί όλα κι αδειάζει η πιάτσα, τους αναζητά στην πιάτσα της οδού Μητροπόλεως, κάτω από την πλατεία Ωρολογίου.
Δεν ενοχλεί τους ανθρώπους, αλλά είναι επιφυλακτική μαζί τους, ενώ έχει και δυο εχθρούς, έναν γέρο κι ένα αυτοκίνητο.
Είχε γεννήσει μια χρονιά, κάποιοι της πήραν τα μωρά της και τα πέταξαν. Της άφησαν μόνο ένα κουταβάκι. Μια μέρα που διέσχιζε το δρόμο, ένα αυτοκίνητο πάτησε το μωρό της και τραυμάτισε την ίδια στο πόδι. Άρχισε να ουρλιάζει για το άδικο και να κυνηγάει το αυτοκίνητο.
Όταν γύρισε στον τόπο του εγκλήματος, είδε έναν γέρο να πετάει το νεκρό μωρό της στον κάδο με τα σκουπίδια. Από τότε τον γαυγίζει όταν περνάει από εκεί και κυνηγάει το αυτοκίνητο που νομίζει ότι σκότωσε το μωρό της.
Ούρλιαζε μετά το φονικό κι ένας της γειτονιάς, βαρέθηκε να την ακούει, τη φόρτωσε μια νύχτα στο αυτοκίνητό του και την πήγε πολλά χιλιόμετρα μακριά σ’ ένα χωριό προς το βορρά και την παράτησε ώστε να χάσει κάθε ίχνος και κάθε μυρωδιά και να μην γυρίσει πίσω.
Χάθηκε για μερικούς μήνες, μα κάποια μέρα, άκουσε στο Μακροχώρι μέσα όπου κατέληξε μετά από περιπλανήσεις, τον γνώριμο θόρυβο ενός ταξί της πιάτσας, που είχε πάει να αφήσει έναν πελάτη. Έτρεξε προς τα εκεί και γαύγισε. Δεν έκανε λάθος.
Πού είσαι κούκλα μου; της είπε ο ταξιτζής κι άνοιξε τα χέρια του για να την αγκαλιάσει. Μπες μέσα, την πρόσταξε τρυφερά. Την έβαλε στα πίσω τα καθίσματα αλλά αυτή τρύπωσε από το κενό, στον λεβιέ κοντά των ταχυτήτων και τον φιλούσε στα χέρια, στο πρόσωπο, μύριζε τα ρούχα του, κουνούσε την ουρά, κάτσε μωρή τρελή, θα σκοτωθούμε, τη μάλωνε ο οδηγός, μα η σκυλίτσα, τον φιλούσε στα χέρια, στο πρόσωπο, γαύγιζε από χαρά, έφραζε με το σώμα της το οπτικό του πεδίο, μέχρι που έφτασαν στην πιάτσα.
Αν περάσετε από την οδό Κίμωνος, θα τη δείτε καθιστή να καμαρώνει, πλάι στην αριστερή ρόδα του μπροστινού αυτοκινήτου.
***
Γιώργο Σιώμο σ΄ Ευχαριστούμε!