Αμπέλι μου
Με τα πατάρια ζυγιαστά, πουρόπετρα Σφαγείων,
σαν τρέχουν της βροχής τ’ αυλάκια ορμητικά,
αναερίζουν τα ριζά, δροσίζουν τα κλαδιά σου.
Κι απλώνεις και θεριεύεις, γεμίζεις τον πουρότοιχο
μέχρι να μπει ψαλίδι να δυναμώσουν οι καρποί
και να κρεμάσεις τα τσαμπιά στον ήλιο τα μαβιά σου.
Θέλω τα κούτσουρα να ‘ρθω και να τα ζωγραφίσω.
Με χρώμα τσαγαλί τον όμορφο κορμό σου,
πράσινο φωτεινό τα φύλλα τα χλωρά σου
και να γευστώ τους έλικες με την ξυνή τους γεύση.
Σαν σε κλαδέψει ο αμπελουργός φύλλα πολλά να μάσω
και το χειμώνα τα γιαπριά να τα διπλοσκεπάσω.
Σαν έρθει η γλυκολαλιά της τσιόνας στην Παλιοκαλιά,
τα χρυσαφιά ανθοτάξια σου να μ’ ανεβάζουν στ’ άστρα.
Τα κουσιαφάδια απ’ τη ρεματιά σεγόντο να κρατάνε,
με τρίτο τέμπο διπλοψάλιδου αντιλαλιά στη Γάστρα.
Και σαν διψάσω η στάμνα μου στον ίσκιο σου να στέκει,
με το νερό του ίσβορου να με διπλοδροσίσει.
Κι όταν θε νάρθει ο Τρυγητής, τα γέλια και οι καρπερές,
όταν το πανηγύρι αρχίσει, καδιά γεμάτα με κρασί
κελάρια να γιομίσουν, ευωδιαστό, μεθυστικό στ’ αχείλι,
κρασί ωσάν της Νάουσας το φέρνουν στο μαντήλι.