Η αφορμή δόθηκε από τη συνέντευξή του στο Δ. Δανίκα, η οποία προκάλεσε θόρυβο και δημιούργησε την ανάγκη να ασχοληθούμε (πάλι) με το Χρ. Γιανναρά.
Στα μακρινά ΄80ς υπήρχε το λεγόμενο κίνημα της νεορθοδοξίας. Δύο βασικές παρατηρήσεις:
Πρώτο, ο Γιανναράς, που είχε σαφώς θεολογικές καταβολές, δεν ήταν ακριβώς ο «γκουρού» του κινήματος: τότε, σε αυτό το κίνημα κινείτο ο Στ. Ράμφος οπωσδήποτε, αλλά και ο Κ. Μοσκώφ, ακόμα και ο Ζουράρις («εν τω σάμαλη αχειροποίητος»).
Δεύτερο: όπως πολύ αργότερα έχει ειπωθεί, σε μια εποχή «μόδας» των αριστερών εν γένει ιδεών, το να δηλώνει κάποιος νεορθόδοξος επέτρεπε σε πρόσωπα συντηρητικών κατά βάση καταβολών να εγγράφονται στο μητρώο των «εναλλακτικών» εν γένει.
Σε αυτές τις συνθήκες γίνεται ευρύτερα γνωστός ο Γιανναράς. Οι καθαρά θεολογικοί κύκλοι τον γνωρίζουν ήδη, άλλωστε το βασικό του πτυχίο είναι της Θεολογικής Σχολής του ΕΚΠΑ. Απευθύνεται πρωτίστως σε όσους θεωρούν ότι η θρησκεία παίζει κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση των κοινωνιών. Σε αυτά τα πλαίσια αναζητεί την «ελληνικότητα».
Πάντως, δεν τα πάει καλά με την επίσημη Εκκλησία. Στηλιτεύει τη θρησκεία, την οποία θεωρεί «ιδεολογία» και κατηγορεί την ορθόδοξη Εκκλησία ότι κατά περίπτωση ρέπει προς τον καθολικισμό ή τον προτεσταντισμό.
Εκεί είναι που κινεί το ενδιαφέρον. Τα καθαρά θεολογικά του έργα δεν τα έχω διαβάσει, άλλωστε δεν είχα τα εφόδια για να το κάνω. Υπάρχουν όμως βιβλία του στα οποία περιγράφει τις ομοιότητες μεταξύ των δύο πολιτικών συστημάτων (καπιταλισμού και «υπαρκτού») με αφορμή ακόμα και την αρχιτεκτονική («η αόριστη Ελλάδα»), κατακρίνει τον κομμουνισμό με έναν μάλλον σύγχρονο για την εποχή του τρόπο («η κόκκινη πλατεία και ο θείος Αρθούρος»), παραθέτει σαφή μαρτυρία για τον τρόπο με τον οποίο η Αριστερά επικυριαρχεί στο ελληνικό Πανεπιστήμιο («τα καθ’ εαυτόν» – πώς δεν τον ήθελαν στην Πάντειο επειδή δεν ήταν μαρξιστής). Κυρίως, απομακρύνεται καθαρά από το κυρίαρχο πλαίσιο της εν Ελλάδι Ορθοδοξίας («Ορθοδοξία και Δύση στη σύγχρονη Ελλάδα»), αφού έχει πει ότι με επιλογή του ως φοιτητής ζούσε στα κοινόβια του «Σωτήρα» (αν δεν κάνω λάθος αναφέρεται στον υπερ-συντηρητικό «Σωτήρα» και στον Καθηγητή του ΕΚΠΑ Τσιριντάνη, η «Ζωή» είναι μεταγενέστερη ή το ανάποδο, πάντως λίγη σημασία έχει), τα οποία θεωρεί προτεσταντικά μορφώματα. Μαρτυρία, που καλό είναι που ακούστηκε.
Δομή της επίσημης Εκκλησίας καθολική, (παρα)χριστιανικές οργανώσεις προτεσταντικές, ουδεμία σχέση με Ελλάδα και ορθοδοξία: αναζήτηση του προσώπου και όχι του ατόμου. Στηλίτευση της ιδεολογίας – της κάθε ιδεολογίας. Όλα αυτά έχουν ενδιαφέρον, αφού μάλιστα ο ίδιος ο Γιανναράς προτείνει και άλλους συγγραφείς. Ο Μοσκώφ στην «Ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης» διερωτάται, ίσως ρητορικά, γιατί οι επαναστάσεις των αστών γεννήθηκαν σε καθολικό ή προτεσταντικό περιβάλλον, ενώ η επανάσταση των εργατών σε ορθόδοξο. Ο Σαββόπουλος γράφει το «ας κρατήσουν οι χοροί». Το «μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης» του Ν.Γ. Πεντζίκη δύσκολα ολοκληρώνεται, ενώ την ίδια πάνω κάτω περίοδο στο εξαιρετικό «Τέταρτο» του Μάνου Χατζηδάκη (είχα αλλά έχω δώσει όλα τα τεύχη, λόγω των πολλαπλών μου μετακομίσεων) ο ίδιος (Πεντζίκης) αναφέρεται ως ο σοφότερος των Ελλήνων και σε συνέντευξή του ανανήψας καλόγερος του Αγ. Όρους θεωρεί πως «ο καλός Θεός είναι σαν την ηρωίνη δωρεάν». Κινηματογραφικά, θυμόμαστε (έστω ως τίτλους) το «Τεριρέμ» και το «Δοξόμπους».
Πέρα από αυτά, ο Γιανναράς παραπέμπει: αναφέρεται εκτενώς στο έργο του Πικιώνη και στο Ζήσιμο Λορεντζάτο. Επιμένει στο Ντοστογιέφσκι (υπάρχει ένας αστερίσκος πανσλαβισμού εδώ, αν και ο λόγος του σίγουρα δεν παραπέμπει τότε σε στείρο εθνικισμό). Προσπαθεί να περιγράψει την ορθοδοξία ως βίωμα και αναφέρει τη γυναίκα που ανάβει το καντήλι της για να κοιμηθεί, δίπλα στην εικόνα της Παναγίας (:μορφή που μόνο ο Χριστιανισμός έχει κατορθώσει να δώσει). Μεγαλώνω και απορώ: για ποιο ακριβώς ορθόδοξο βίωμα μιλάμε, τα ίδια ακριβώς δεν γίνονται και στη Νότια Ιταλία; Αναφέρεται συχνά στον Olivier Clement και δεν χάνω την ευκαιρία να διαβάσω τα (λιγοστά) άρθρα του στο Monde.
Πάντως, αν διατηρώ ακόμη την ίδια αγωνία διατήρησης της «ελληνικότητας», θα πρότεινα πλέον την ποίηση του Σεφέρη και τη μουσική του Σκαλκώτα, λιγότερο ίσως και του Μ. Χατζηδάκι, στους οποίους δεν αναφέρεται.
Τα χρόνια περνούν και ο Γιανναράς επιλέγει να παραμείνει μόνο συγγραφέας – δεν «εμπλέκεται». Ίσως οι ιδέες που κάποτε εμφάνιζαν ένα βαθμό πρωτοτυπίας να μην ενδιαφέρουν πλέον το κοινό της «κυριακάτικης Καθημερινής». Ειδικά κατά τα (πολλά) τελευταία έτη, οι επιφυλλίδες του εμφανίζουν δύο χαρακτηριστικά. Είναι εξαιρετικά απαισιόδοξα, σε σημείο που δημιουργούν την εντύπωση ότι ο συντάκτης τους έχει ένα παράπονο, ίσως και μια κακία για τον κόσμο που πλέον δεν τον παρακολουθεί.
Το κυριότερο όμως, είναι αντιφατικά σε σχέση με όσα έλεγε κατά το παρελθόν: είναι πλέον στρατευμένα σε μια «ιδεολογία», ενώ ο ίδιος Χ.Γ. ήδη από τα ΄80ς κατηγορούσε κάθε ιδεολογία. Φτάνω στο σημείο (δεν θα ντραπώ να το πω), ως τακτικός αναγνώστης της κυριακάτικης Καθημερινής για 40 και πλέον έτη, να διαβάζω το κείμενό του αργά το βράδυ της Κυριακής περισσότερο για να ευθυμήσω παρά για να προβληματιστώ.
Μεγαλύτερο, όμως, λάθος, είναι να κρίνεται ο Γιανναράς αποκλειστικά από τα πρόσφατα αυτά κείμενα. Κυρίως Χριστιανός, παρά φιλόσοφος (με δυτικούς όρους σκέψης – δεν το λέω για κακό), είχε την αγωνία να ορίσει κάποιες έννοιες – περισσότερο την Ορθοδοξία, μετά την «ελληνικότητα». Ίσως δεν τον κάλεσαν ποτέ σε ένα «κυκλικό χορό», που έδειχνε να επιθυμεί. Ίσως πάλι, να μην το επιθυμούσε ο ίδιος. Καταλήγει ιδεολόγος και αφήνει, σε όποιους σε μια περίοδο της ζωής τους ασχολήθηκαν, όχι μόνο το ίδιο το έργο του, αλλά ακόμα περισσότερο προτάσεις και υποδείξεις ανάγνωσης.
Ο Παναγιώτης Πετρόπουλος είναι Δικηγόρος, π. Αντιπρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά