Για τον θάνατο του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου – Γράφει ο Δρ. Σίμος Ανδρονίδης

«Αν τα δάχτυλα δεν ακουμπήσουν το δέρμα, αν στο στήθος δεν κουρνιάσει η στρογγυλή θεά, όλα φαίνονται να πήγαν χαμένα: η προσπάθεια για ελαστικό κορμί, για γρήγορα ανακλαστικά, για μια θέση στην ομάδα. Κι αυτό το ταξίδι με μια αγκαλιά πρέπει να τελειώσει» (Σπύρος Λαζαρίδης, ‘Το ταξίδι του τερματοφύλακα’).

Σίμος Ανδρονίδης
Γράφει ο Δρ. Σίμος Ανδρονίδης

Πριν από λίγες ημέρες απεβίωσε ο τέως Βασιλιάς των Ελλήνων Κωνσταντίνος ο Β’, μετά από νοσηλεία λίγων ημερών σε θεραπευτήριο των Αθηνών.

 Από την πρώτη στιγμή ανακοίνωσης της είδησης του θανάτου του τέως μονάρχη, πολιτικά κόμματα και πολιτικοί άρχισαν να προβαίνουν σε έναν απολογισμό της πολιτικής του πορείας, αποδίδοντας ιδιαίτερη έμφαση σε δύο γεγονότα, πέραν ίσως του δημοψηφίσματος για το πολιτειακό, που εν προκειμένω διεξήχθη τον Δεκέμβριο του 1974, με το αποτέλεσμα να είναι γνωστό.[1]

Το πρώτο γεγονός είναι η εμπλοκή του τέως μονάρχη στην πολιτική κρίση που προκλήθηκε τον Ιούλιο του 1965 (τα γνωστά και ως ‘Ιουλιανά’), και το δεύτερο στο βασιλικό, στρατιωτικό αντί-κινημα που εκδηλώθηκε με πρωταγωνιστή τον Κωνσταντίνο, τον Δεκέμβριο του 1967. Το αντι-κίνημα μάλιστα υπήρξε καλά οργανωμένο, παρά το γεγονός πως απέτυχε να εκπληρώσει τους στόχους που είχαν εκ των προτέρων τεθεί.[2]

Όμως, σε μία τέτοια περίπτωση (η σύγκρουση Γεωργίου Παπανδρέου και βασιλιά Κωνσταντίνου το 1965, θα μπορούσε να ιδωθεί ως το ιδιαίτερο αποτέλεσμα της σύγκρουσης γενεών), μένει εκτός πεδίου ανάλυσης, τόσο η πολιτική παρουσία του Κωνσταντίνου του Β’ την κρίσιμη περίοδο που ακολούθησε την κατάρρευση της στρατιωτικής δικτατορίας και την μετάβαση στη δημοκρατία,[3] που ουσιαστικά, εκείνη την χρονική περίοδο ήσαν περισσότερο προεδρική, όσο και η εν ευρεία εννοία πολιτική του παρουσία την περίοδο της Μεταπολίτευσης.

Χρήζει θεωρητικής επισήμανσης το γεγονός πως παρ’ ότι ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος δεν υπήρξε εκ των πρωταγωνιστών της διαδικασίας της μετάβασης στη δημοκρατία, ο ίδιος ωρίμασε, ευρισκόμενος στο εξωτερικό, μαζί με την Μεταπολιτευτική Δημοκρατία, την ικανότητα της οποίας να επιλύει προβλήματα και κοινωνικοπολιτικές εντάσεις και συγκρούσεις, δεν αμφισβήτησε ποτέ. Και αυτό είναι ένα γεγονός που οφείλουμε να το επισημάνουμε.

Η Μεταπολιτευτική πολιτική του συμπεριφορά υπήρξε υποδειγματική, όπως υποδειγματικός ήσαν και ο τρόπος με τον οποίο αποδέχθηκε και διαχειρίσθηκε την ήττα του στο δημοψήφισμα του 1974.

Παρακολουθώντας εκ του μακρόθεν τη διαδικασία θεσμικής ωρίμανσης και σταθεροποίησης της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, διαδικασία που όσο προχωρούσε, τόσο μειώνονταν και εξέλιπαν οι πιθανότητες πραγματοποίησης ενός δεύτερου πολιτειακού δημοψηφίσματος, ο τέως μονάρχης δεν διεκδικούσε για τον εαυτό του και για την οικογένεια του, παρά   τον ‘τίτλο’ του Έλληνα πολίτη.

Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να επισημάνουμε πως ο Κωνσταντίνος ο Β’  παρέμεινε εκτός του κομματικού-πολιτικού ανταγωνισμού,[4]   επένδυσε πόρους προς τη διαφύλαξη της ιδιωτικότητας του (δεν ήταν αυτό που λέμε ‘συγκρουσιακό πολιτικό πρόσωπο’),[5] αποφασίζοντας σταδιακά, περίπου προς τα μέσα της δεκαετίας του 1990, να προβεί σε ενέργειες αποκατάστασης του ονόματος του και του κύρους του θεσμού που κάποτε εκπροσωπούσε.

Ουσιαστικά, τότε μόνο ο τέως εστεμμένος μονάρχης αποφάσισε να μιλήσει για τον εαυτό του και για τα πεπραγμένα του, με διακύβευμα το να τα θυμίσει και στους νεότερους. Μέχρι τότε, άλλοι μιλούσαν και έγραφαν για τον ίδιο.

 Σε αυτή την περίοδο των σχεδόν 50 χρόνων, ο τέως μονάρχης, αν και δεν συνέβαλλε στη συγκρότηση της πολιτικής κουλτούρας και της θεσμικής μνήμης της Μεταπολίτευσης, της αβασίλευτης Μεταπολιτευτικής Δημοκρατίας, ενεγράφη εντός αυτής, όντας «αναπόσπαστο τμήμα της εθνικής ιστορίας»,[6] όπως έγραψε ο Ευάγγελος Βενιζέλος.

Κατά τον ίδιο, « η  Ελληνική Δημοκρατία, προεδρευόμενη και κοινοβουλευτική, όπως ορίζει το Σύνταγμα, διαθέτει τη θεσμική ισχύ και την πολιτική αυτοπεποίθηση που της επιτρέπει να είναι μεγάθυμη και συμπεριληπτική. Η ιστορική μνήμη είναι προϋπόθεση του μέλλοντος».[7] Ήταν σωστή η απόφαση της κυβέρνησης να αποφασίσει την ταφή του Κωνσταντίνου του Β’ στο Τατόι.

Παράλληλα όμως, θα μπορούσε να επιλεγεί, δίχως ενοχικά σύνδρομα (η Μεταπολιτευτική Ελληνική φιλελεύθερη Δημοκρατία είναι αρκούντως ισχυρή, όπως ορθώς επισημαίνει ο Ευάγγελος Βενιζέλος/Θα προσθέταμε: Και ανεπτυγμένη),  η ταφή του με τιμές αρχηγού κράτους, ως ελάχιστο δείγμα σεβασμού του νεκρού,  της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας και της ιστορικής μνήμης, και επίσης, ως ιδιαίτερο μάθημα ιστορίας για τις νεότερες γενιές. Η αποτίμηση της θητείας του δεν μπορεί να γίνει με εύκολους και ανέξοδους αφορισμούς.

 

[1] Ουσιαστικά, η θητεία του Κωνσταντίνου του Β’ (χρησιμοποιούμε αυτό τον όρο προκειμένου να διαχωρίσουμε τον Κωνσταντίνο από τον παππού του, Κωνσταντίνο τον Α’, που  βασίλευσε από το 1913 έως το 1922), διήρκεσε περίπου τρία χρόνια. Από το 1964, όταν και διαδέχθηκε στο θρόνο τον πατέρα του, βασιλιά Παύλο, έως το 1967, χρονιά εκδήλωσης του στρατιωτικού πραξικοπήματος των συνταγματαρχών. Η μέσω της πραγματοποίησης του στρατιωτικού αντι-κινήματος προσπάθεια ανατροπής του δικτατορικού καθεστώτος (ο χρόνος εκδήλωσης του, ήσαν ο πλέον κατάλληλος, καθότι το καθεστώς δεν είχε ακόμη καταφέρει, τον Δεκέμβριο του 1967, να σταθεροποιηθεί στην εξουσία), αποτέλεσε εκείνο το σημείο τομής που εξώθησε ουσιαστικά τον τότε βασιλιά εκτός εξουσίας, ή αλλιώς, εκτός του συστήματος εξουσίας, έτσι όπως διαμορφώνονταν. Παράλληλα, αυτό το συμβάν είχε ακόμη μία πολιτική ή πολιτικοϊδεολογική ‘παρενέργεια’. Και ποια ήταν αυτή; Η πρωτοβουλία ανατροπής του δικτατορικού καθεστώτος που ανέλαβε προσωπικά ο τότε βασιλιάς των Ελλήνων, όξυνε περαιτέρω τα ήδη υπαρκτά αντι-μοναρχικά αισθήματα που έτρεφε ένα διόλου ευκαταφρόνητο τμήμα της ηγεσίας του καθεστώτος (τα αισθήματα αυτά δεν μεταβλήθηκαν με την πάροδο των ετών) με αποτέλεσμα το πολιτειακού περιεχομένου δημοψήφισμα του 1973 και η ανακήρυξη μίας τύποις ‘Προεδρικής Δημοκρατίας,’ να αποτελεί το φυσικό επακόλουθο των ‘εχθρικών’ σχέσεων που είχε αναπτυχθεί μεταξύ της ηγεσίας του καθεστώτος και του περιβάλλοντος του βασιλιά Κωνσταντίνου του Β.’ Βέβαια, δεν μπορούμε, θεωρητικώ τω τρόπω, να μιλήσουμε για εγκυρότητα της δημοψηφισματικής διαδικασίας. Πως μπορούμε να κάνουμε κάτι τέτοιο όταν ουσιαστικά η πλευρά του βασιλιά δεν είχε τη δυνατότητα να διεξαγάγει μία στοιχειώδη προεκλογική εκστρατεία; Αυτό το δημοψήφισμα ενέγραψε υποθήκες, ή αλλιώς, άφησε ‘ίχνη’ που διεφάνησαν περίπου έναν χρόνο αργότερα, όταν και έλαβε χώρα, σε τελείως διαφορετικές συνθήκες, το πολιτειακό δημοψήφισμα με βασικές επιλογές το ‘Ναι’ και το ‘Όχι’ στην βασιλευομένη δημοκρατία.  Το βασιλικό αντι-κίνημα, υπήρξε η πρώτη οργανωμένη απόπειρα αντίστασης και ανατροπής του στρατιωτικού καθεστώτος.
[2] Θεωρούμε πως οι συνθήκες έχουν ωριμάσει για την πραγματοποίηση μελετών με βασικό αντικείμενο το βασιλικό αντι-κίνημα (ή αντι-πραξικόπημα; Μάλλον όχι, διότι ο όρος δεν είναι δόκιμος), του Δεκεμβρίου του 1967. Προς αυτή την κατεύθυνση, θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν ως πληροφορητές άτομα που ενεπλάκησαν στο αντι-κίνημα και βρίσκονται εν ζωή. Μέχρι στιγμής, διαθέτουμε την ανάλυση του Γάλλου πολιτικού επιστήμονα Jean Meynaud (διαβάζοντας Meynaud, αποκτάς γνώση της μεταπολεμικής ιστορίας) η οποία ναι μεν παραμένει σημαντική για όποιον επιθυμεί να εντρυφήσει στα της περιόδου και του βασιλικού αντι-κινήματος, από την άλλη όμως δε, δεν αρκεί πλέον, γιατί, συν τοις άλλοις, έχει γραφτεί με εμφανές το άγχος του συγγραφέα να προλάβει να καταγράψει τα γεγονότα. Όχι όπως τα έζησε, αλλά όπως τα έμαθε και τα άκουσε. Βλέπε σχετικά, Meynaud, Jean., ‘Οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα. Βασιλική Εκτροπή και Στρατιωτική Δικτατορία,’ Τόμος Β’, Μετάφραση: Μερλόπουλος, Π, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2002. Η «Βασιλική Εκτροπή» του Meynaud, είναι αυτό που άλλοι ονομάζουν ‘άγαρμπη βασιλική ή μοναρχική παρέμβαση,’ ‘ασέβεια προς το πρόσωπο του εκλεγμένου πρωθυπουργού και προς την κυβέρνηση του,’ ‘κατάχρηση εξουσίας’ που οδήγησε στην πολιτική κρίση του 1965. Είναι λίγο άδικο και για τον ίδιο και για την επιστημονική έρευνα, να περιορίζονται οι αναφορές στον ρόλο που διαδραμάτισε στην εκδήλωση και στο βάθεμα της πολιτικής κρίσης του Ιουλίου του 1965. Τις λάθος εκτιμήσεις και κινήσεις, τις πλήρωσε.
[3] Το γεγονός πως πριν ακόμη την πτώση της δικτατορίας, είχαν αρχίσει να συζητούνται διάφορες εναλλακτικές λύσεις που δεν περιελάμβαναν τον βασιλιά Κωνσταντίνο τον Β’ ως μείζον πολιτειακό παράγοντα, ως αυτόν που μπορεί να εγγυηθεί την ομαλή κοινωνικά-πολιτικά, μετάβαση σε μία φιλελεύθερη δημοκρατία, συνιστά ισχυρό δείγμα της προϊούσας απονομιμοποίησης του θεσμού, εξέλιξη την οποία αντιληφθεί πολύ καλά πολιτικοί με ανεπτυγμένο το κριτήριο της καταγραφής των γεγονότων και των κινήσεων των ενδιαφερομένων παικτών, όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος.
[4] Εάν μετά την απελευθέρωση της χώρας από την Γερμανική-Ναζιστική κατοχή, ο μοναρχικός θεσμός εκλαμβάνονταν από πολλούς ως σύμβολο ενότητας, τότε, την περίοδο της μετάβασης από την στρατιωτική δικτατορία στη δημοκρατία, στο ριζοσπαστικό κοινωνικά-πολιτικά, κλίμα της πρώιμης Μεταπολίτευσης, η μοναρχία προσλαμβάνονταν ως ο θεσμός που ‘θύμιζε ένα άσχημο παρελθόν το οποίο έπρεπε να εξορκισθεί πάση θυσία.’
[5] Ο Κωνσταντίνος ο Β’ δεν λειτούργησε με συγκρουσιακό τρόπο και μετά από την απόφαση αφαίρεσης της ελληνικής ιθαγένειας που έλαβε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ (1994), υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου.
[6] Βλέπε σχετικά, Βενιζέλος, Ευάγγελος., ‘Εθνική αναστοχαστική ενότητα,’ Εφημερίδα ‘Το Βήμα της Κυριακής,’ 15/01/2023, Διαθέσιμο στο: Βήμα. Άρθρο Ευ. Βενιζέλου, Εθνική αναστοχαστική ενότητα (evenizelos.gr) Ο Ευάγγελος Βενιζέλος ξέχασε να προσθέσει: Η γνώση της ιστορικής μνήμης «είναι προϋπόθεση του μέλλοντος». Ο Ηλίας Κανέλλης το θέτει αλλιώς: Η «χώρα, βεβαίως, αντιμετωπίζει ορισμένους κινδύνους. Αλλά δεν είναι κίνδυνοι που οφείλονται στη μοναρχία». Βλέπε σχετικά, Κανέλλης, Ηλίας, ‘Ποιοι ανησυχούν για τη Μοναρχία,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 17/01/2023, σελ. 18.
[7] Βλέπε σχετικά, Βενιζέλος, Ευάγγελος., ‘Εθνική αναστοχαστική ενότητα…ό.π. Ένας βαθύς γνώστης της νεότερης ελληνικής ιστορίας, πρόσφατης και μη, όπως είναι ο Γεώργιος Μαυρογορδάτος, σπεύδει να απαντήσει με πειστικό τρόπο στο γιατί απέτυχε ο μοναρχικός θεσμός στη νεότερη Ελλάδα, μη διστάζοντας να καταρρίψει προκαταλήψεις και στερεότυπα για τον θεσμό που επιβιώνουν ακόμη και σήμερα. Βλέπε σχετικά, Μαυρογορδάτος, Γεώργιος, ‘Αποτυχία και τέλος της βασιλείας στη Νεότερη Ελλάδα,’ Εφημερίδα ‘Η Καθημερινή της Κυριακής,’ 15/01/2023, σελ. 33. Ισχυρή ένδειξη των προκαταλήψεων που επικρατούν και σήμερα εναντίον του βασιλικού θεσμού ειδικά και γενικά, αποτελούν τα δημόσια ξεσπάσματα αρκετών χρηστών του Facebook, με αφορμή τον θάνατο τον περασμένο Σεπτέμβριο, της βασίλισσας Ελισάβετ. Ξεσπάσματα  εναντίον της ίδιας και του θεσμού που εκπροσωπούσε.
Προηγούμενο άρθροΑνακοίνωση σεισμού 4.1, 9 χλμ. Ανατολικά των Καμένων Βούρλων
Επόμενο άρθροΣουηδία – ΝΑΤΟ: Η χώρα βρίσκεται ολοένα και σε πιο δύκολη θέση στις διαπραγματεύσεις της με την Τουρκία