Στη συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Αθήνα, την Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου, υπεγράφη και μία Διακήρυξη Φιλίας και Καλής Γειτονίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως η συγκεκριμένη ενέργεια[1] έρχεται να επισφραγίσει (ή αλλιώς, να επιβεβαιώσει), το καλό κλίμα που επικρατεί στις δύο χώρες την τελευταία χρονική περίοδο, στο εγκάρσιο σημείο όπου αυτή η διακήρυξη θυμίζει το Ελληνο-τουρκικό Σύμφωνο Φιλίας και Σταθερότητας που υπεγράφη στην Άγκυρα στα 1930, από τους Ελευθέριο Βενιζέλο και Κεμάλ Ατατούρκ.[2] Και που ακριβώς συγκλίνουν τα δύο σύμφωνα; Ας το δούμε αναλυτικότερα.
Πρώτον, στο ό,τι συμπεριλαμβάνουν εντός τους τον γλωσσικό όρο ‘φιλία,’ που εν προκειμένω φανερώνει αμοιβαία πρόθεση καταλλαγής, συνδιαλλαγής και ανάπτυξης των διμερών σχέσεων με τρόπο που δεν είχε συμβεί στο παρελθόν.
Για αυτό άλλωστε, το Ελληνο-τουρκικό Σύμφωνο Φιλίας του 1930, προσέλαβε τον χαρακτηρισμό ‘ιστορικό’. Και πολύ ορθά.
Δεύτερον, στο ό,τι υπογράφονται παρουσία των δύο ηγετών, και, τρίτον, στο ό,τι διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις για την επίτευξη συγκλίσεων (ιδίως η τωρινή Διακήρυξη των ‘Αθηνών’), στα λεγόμενα δύσκολα και ακανθώδη ζητήματα. Από εκεί και έπειτα όμως, ενσκήπτουν και κάποιες σημαντικές διαφορές, με τις κυριότερες εξ αυτών, να είναι οι ακόλουθες. Πρώτον, η υπογραφή του Ελληνο-τουρκικού Συμφώνου Φιλίας και Σταθερότητας του 1930, λαμβάνει χώρα μετά από μία δύσκολη δεκαετία (1920). Οι δύο χώρες ενεπλάκησαν σε μία σκληρή στρατιωτική σύγκρουση στα εδάφη της Μικράς Ασίας, με τελική κατάληξη την στρατιωτική ήττα της Ελλάδας και την μετακίνηση (μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης), Ελληνικών πληθυσμών που κατοικούσαν στα εδάφη της πάλαι ποτέ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Ελλάδα.
Την αντίστροφη διαδρομή ακολούθησαν και μουσουλμανικοί πληθυσμοί που κατοικούσαν μέχρι τότε στην Ελλάδα. Εν τοις πράγμασι δηλαδή, εκείνο το Σύμφωνο, έφερε χαρακτηριστικά ενός σημαντικού ‘αντι-πολεμικού’ συμφώνου’.
Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Σημαίνει πως (εδώ διαφαίνονται οι διπλωματικές ικανότητες του Ελευθερίου Βενιζέλου), άτυπα οι ηγεσίες των δύο χωρών, συμφώνησαν να μην καταστήσουν τον πόλεμο ‘εργαλείο’ για την ‘επίλυση’ των όποιων προβλημάτων και εντάσεων προκύψουν στο παρόν και στο μέλλον.
Το Σύμφωνο έρχεται να επισφραγίσει αυτή την συμφωνία. Όπως και συνέβη. Αντίθετα, η τωρινή Διακήρυξη δεν φέρει τέτοια χαρακτηριστικά, εκεί όπου, η μη καταφυγή σε μία καταστρεπτική (το τονίζουμε αυτό) ένοπλη σύρραξη επαφίεται περισσότερο στην καλή θέληση της πολιτικής ηγεσίας και στις δύο χώρες.
Δεύτερον, ενώ το Ελληνο-τουρκικό Σύμφωνο Φιλίας και Σταθερότητας του 1930 θίγει πολιτικά και στρατιωτικά ζητήματα θέτοντας τις βάσεις για την ανάπτυξη κοινών πρωτοβουλιών, η Διακήρυξη των ‘Αθηνών,’ δεν πράττει κάτι τέτοιο.
Είναι δύσκολο να αναμένουμε, παρά την καθ’ όλα επιθυμητή και εμφανή βελτίωση των διμερών σχέσεων, να αναλάβουν οι δύο χώρες κάποιες κοινές πρωτοβουλίες στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, για παράδειγμα.[3] Φυσικά, δεν είναι ορθό να παραβλέψουμε πως στα 1997 υπεγράφη και η Διακήρυξη της Μαδρίτης, από τον τότε πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη και τον Τούρκο πρόεδρο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, η οποία αναφέρονταν, και όχι ακροθιγώς, στο σύνολο σχεδόν των διαφορών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Η υπογραφή της συγκεκριμένης Διακήρυξης[4] αποτέλεσε το έναυσμα για την δημιουργία (για την ακρίβεια, η αρνητική πρόσληψη της από πολιτικούς και διεθνολόγους), και αναπαραγωγή εντός της εγχώριας δημόσιας σφαίρας, ενός ‘κύματος’ αντι-Τουρκισμού.
Επίσης, η εναντίωση στη Διακήρυξη και στο περιεχόμενο, σε συνδυασμό με την καταγγελία της, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στο να ‘ομογενοποιηθεί’ πολιτικοϊδεολογικά, το πατριωτικό (εάν είναι δόκιμος ο όρος) της Νέας Δημοκρατίας. Θα υπογραμμίσουμε πως η συγκεκριμένη εξέλιξη, δηλαδή η υπογραφή μίας Διακήρυξης,[5] είναι πολύ θετική. Εκτός αυτής, μπορούμε να σταθούμε στο γεγονός πως ο Τούρκος πρόεδρος ήσαν αυτός που συνέχισε να επενδύει πόρους προς την κατεύθυνση της γλώσσας, μέσω της οποίας εκφράστηκε η ύφεση ή αλλιώς, το θετικό κλίμα που επικράτησε στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις τους τελευταίους δέκα μήνες.
Και αυτή την φορά, καλλιέργησε το έδαφος ώστε οι συζητήσεις μεταξύ του ιδίου και του Κυριάκου Μητσοτάκη να εξελιχθούν απολύτως ομαλά. Και πως κατάφερε κάτι τέτοιο;
Αφενός μεν δια της προσφώνησης του πρωθυπουργού ως ‘Κυριάκο φίλε μου’ (η έκδοση βίζας για την επίσκεψη Τούρκων πολιτών σε συγκεκριμένα ελληνικά νησιά, θέτει τις βάσεις για την διαμόρφωση μίας κοινής τουριστικής στρατηγικής), και, αφετέρου δε, δια της γλωσσικής χρήσης του όρου ‘αδέλφια’. Όρος που συνήθως εκλαμβάνεται θετικά τόσο από Έλληνες όσο και από Τούρκους.
Όσοι Έλληνες πρωθυπουργοί (Κώστας Σημίτης, Κωνσταντίνος & Κυριάκος Μητσοτάκης), υπερβαίνουν το ‘σύνδρομο’ που κατατρύχει την ελληνική εξωτερική πολιτική, ήτοι το ‘σύνδρομο της ασυμμετρίας ισχύος’[6] με την Τουρκία (‘είμαστε διαρκώς πίσω από αυτή την μεγάλη χώρα’/’Δεν έχουμε τις διπλωματικές τους ικανότητες’/’Ως μεγάλη και ισχυρή χώρα που είναι, η Τουρκία θέλει να μας βλάψει’/’Ότι και να κάνουμε δεν θα τους φτάσουμε’), πετυχαίνουν πολλά και σημαντικά.
Μπορούμε να σταθούμε και στο ότι η Διακήρυξης Φιλίας και Καλής Γειτονίας αναφέρεται ρητά, σε μία λογική ισορροπίας, στους τρόπους επίλυσης των ελληνο-τουρκικών διαφορών («απευθείας διαβουλεύσεις, ή με άλλα μέσα αμοιβαίας επιλογής»), ενθαρρύνοντας την κατόπιν συνεννόησης, άμεση έναρξη των διαπραγματεύσεων.[7]
[1] Θεωρητικώ τω τρόπω, θα επισημάνουμε πως ένας καθοριστικός παράγοντας για την υπογραφή της συγκεκριμένης διακήρυξης ήσαν και η πολύ καλή προσωπική σχέση που ανέπτυξαν οι δύο ηγέτες τους τελευταίους μήνες, ειδικότερα μετά από τους καταστροφικούς σεισμούς που προκλήθηκαν στην Τουρκία τον Φεβρουάριο του 2023. Το σημείο στο οποίο πρέπει να δοθεί έμφαση από τους μελετητές των ελληνο-τουρκικών σχέσεων, είναι όχι το πόσο γρήγορα βελτιώθηκαν οι προσωπικές σχέσεις των δύο πολιτικών ηγετών (σε αυτό το σημείο εστιάζουν πολλοί μελετητές των ελληνο-τουρκικών σχέσεων), αλλά, στο ό,τι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει αποκτήσει τέτοια ‘χημεία’ και συντονισμό με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, όσο με κανέναν άλλο Έλληνα πρωθυπουργό σε αυτά τα είκοσι (και παραπάνω) χρόνια όπου βρίσκεται στην εξουσία (ο πρώην πρόεδρος του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς και πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, τον ‘κρατούσε σε απόσταση’). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να δώσουμε καταφατική απάντηση στο ερώτημα που θέτει στην αρχή του άρθρου του ο Fatou Janneh, σχετικά με το αν η ηγεσία μπορεί να ‘κάνει τη διαφορά’ στην εξωτερική πολιτική μίας χώρας. Βλέπε και, Janneh, Fatou., ‘The Gambia’s Foreign Relations,’ Journal of African Foreign Affairs, Volume 4, 2017, σελ. 23-44, Διαθέσιμο στο: The Gambia’s Foreign Relations on JSTOR Ιστορικά, η βελτίωση των διμερών σχέσεων στηρίχθηκε στην ύπαρξη ‘διδύμων’ (ας θυμηθούμε τους Ελευθέριο Βενιζέλο και Κεμάλ Ατατούρκ και πολύ πιο πρόσφατα, τους πρώην υπουργούς Εξωτερικών, Γιώργο Παπανδρέου και Ισμαήλ Τζεμ), τα οποία ήσαν διατεθειμένα να αρθούν πάνω από αμοιβαίους δισταγμούς, προκαταλήψεις και σύνδρομα.
[2] Για μία ευσύνοπτη ανάλυση του Συμφώνου αυτού καθαυτού και του περιεχομένου του, βλέπε και, Βερέμης, Θάνος, ‘Ο Κεμάλ, ο Βενιζέλος και το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας 1930,’ Διαδικτυακή Έκδοση Εφημερίδας ‘Τα Νέα,’ 30/10/2020, Ο Κεμάλ, ο Βενιζέλος και το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας 1930 – ΤΑ ΝΕΑ (tanea.gr) Το πλεονέκτημα της ανάλυσης του ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Θάνου Βερέμη, είναι πως αυτή καθίσταται απολύτως ουσιώδης, καθότι, μέσα σε ένα περιορισμένο πλαίσιο που ορίζεται από τις ‘ανάγκες’ της εφημερίδας, λέει όλα όσα χρειάζεται να πει, μη αφήνοντας κανένα σημείο ‘αφώτιστο’. Για τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη που επιθυμεί να εντρυφήσει περισσότερο στα του Συμφώνου Φιλίας του 1930, υπάρχει και η μονογραφία της Ιφιγένειας Αναστασιάδου. Η συγγραφέας μελετά προσεκτικά τον αντίκτυπο που είχε η υπογραφή του Συμφώνου, εν καιρώ Μεσοπολέμου, στην εμβάθυνση των διμερών σχέσεων και στην απρόσκοπτη εξέλιξη τους κατά την διάρκεια εκείνης της δεκαετίας. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε, πως καθ’ όλη την διάρκεια εκείνης της δεκαετίας, δεν άνοιξε κάποιο θέμα το οποίο να εξελιχθεί σε πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο χωρών. Βλέπε και, Αναστασιάδου, Ιφιγένεια., ‘Ο Βενιζέλος και το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας του 1930,’ Εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα, 1982.
[3] Στη συνέντευξη που παραχώρησε ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην εφημερίδα ‘Η Καθημερινή,’ αναφέρθηκε ρητά και δεν υπονόησε, πως προτιμά την παραπομπή των εκκρεμών ελληνο-τουρκικών διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Και τι εννοεί λέγοντας κάτι τέτοιο; Εννοεί πως καθίσταται θιασώτης μίας ‘λύσης-πακέτο’, για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Αλέξη Ηρακλείδη, θέτοντας το εγχώριο κομματικό-πολιτικό σύστημα, και όχι μόνο την κυβέρνηση, ενώπιον τριών κρίσιμων ερωτημάτων: Πόσο διατεθειμένο είναι αυτό να ‘αναμετρηθεί’ με την προδήλως εσφαλμένη αντίληψη περί ύπαρξης ‘μίας και μόνο διαφοράς’ με την Τουρκία, που είναι η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης; Πόσο διατεθειμένο, τουλάχιστον οι σημαντικότεροι κομματικοί-πολιτικοί δρώντες, είναι να υπερβεί αυτή την στρεβλή αντίληψη; Πόσο διατεθειμένο είναι να διαμορφώσει το ίδιο τις προϋποθέσεις για μία οριστική και βιώσιμη επίλυση των εκκρεμών ελληνο-τουρκικών διαφορών; Κοινοβουλευτικά κόμματα όπως είναι το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, η Ελληνική Λύση, η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου, ακόμη και ο ΣΥΡΙΖΑ, με την όλη στάση που έχουν υιοθετήσει, δείχνουν πως αναμένουν ‘παθητικά’ την ‘κατάρρευση’ των συζητήσεων και των συνομιλιών, του θετικού κλίματος που έχει διαμορφωθεί, μόνο και μόνο για να εμφανιστούν εντός Κοινοβουλίου και μη, ως ‘μετά Χριστόν Προφήτες’: ‘Τα λέγαμε εμείς, αλλά ποιος μας άκουγε στην τελική;’ Δεν έχει μελετηθεί σχεδόν καθόλου από πολιτικούς επιστήμονες παλαιότερων και νεότερων γενεών, το γεγονός πως εν καιρώ Μεταπολίτευσης, είτε της πρώιμης είτε της ύστερης περιόδου της, τα μικρότερα κοινοβουλευτικά κόμματα, όποια και αν ήσαν αυτά, ουδόλως ενδιαφέρθηκαν να καταθέσουν ιδέες και προτάσεις για την επίλυση των ελληνο-τουρκικών διαφορών, έχοντας ‘οχυρωθεί’ πίσω από έννοιες και γλωσσικές εκφράσεις όπως ‘εθνική γραμμή,’ ‘τα ελληνικά δίκαια’. Εν είδει υποθέσεως εργασίας, θα υποστηρίξουμε πως αυτή η στάση συνέβαλλε δραστικά στο να καταστεί το πεδίο των ελληνο-τουρκικών σχέσεων πεδίο πρόσφορο στην ανάπτυξη του φαινομένου του εθνικολαϊκισμού. Φυσικά, μεταξύ αυτών των κομμάτων, υπήρχαν και διαφορές. Το να ισχυρισθούμε πως πολιτικά κόμματα της ήσσονος αντιπολίτευσης προσέγγιζαν και προσεγγίζουν με τον ίδιο τρόπο τα ελληνο-τουρκικά, είναι και ισοπεδωτικό (ακραία γενίκευση) και εσφαλμένο. Βλέπε και, Ηρακλείδης, Αλέξης., ‘Άσπονδοι γείτονες. Ελλάδα-Τουρκία: Η διένεξη του Αιγαίου,’ Εκδόσεις Σιδέρης Ι., Αθήνα, 2007.
[4] Στα θέματα που θίγει η Διακήρυξη, αναφέρεται και ο ομότιμος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου, Αλέξης Ηρακλείδης. Αποφεύγει όμως να προχωρήσει σε μια σε βάθος ανάλυση, διότι κάτι τέτοιο θα ξέφευγε από τους σκοπούς του ως άνω πονήματος του. Μας προσφέρει όμως το περίγραμμα, καθώς και την πολύ σημαντική πληροφορία πως η Ελλάδα δεσμεύεται να απόσχει από μονομερείς πράξεις, όπως θα ήσαν η επέκταση των χωρικών υδάτων από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια στο Αιγαίο, χάριν της καλής γειτονίας. Η δέσμευση αυτή, ‘συμπαρέσυρε’ και την Τουρκία, η οποία, με την σειρά της, δεσμεύθηκε να εγκαταλείψει το casus belli (αιτία πολέμου) που ίσχυε από το 1994-1995. Αυτή η αμοιβαία δέσμευση γύρω από εξόχως σημαντικά ζητήματα (γύρω από τον άξονα ‘επέκταση των χωρικών υδάτων όπως προβλέπεται από την σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας του 1982-‘ζήτημα που άπτεται της Τουρκικής εθνικής ασφάλειας που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό ως έχει’, δομήθηκε η αντιπαράθεση των δύο χωρών έως περίπου το 1997), μας ωθεί να θέσουμε στο επίκεντρο της ανάλυσης μας την επιτευχθείσα «ισομέρεια στην εκτίμηση», σύμφωνα με την διατύπωση του Αλέξη Ηρακλείδη, η οποία απέτρεψε την εμφάνιση εκατέρωθεν παρερμηνειών. Βλέπε και, Ηρακλείδης, Αλέξης., ‘Η Διεθνής Κοινωνία και οι θεωρίες των Διεθνών Σχέσεων. Μια κριτική περιδιάβαση’, Εκδόσεις Σιδέρης, Ι., Αθήνα, 2005. Για την Τουρκική οπτική πάνω στη Διακήρυξη της Μαδρίτης, βλέπε και, Gulden, Ayman., ‘Negotiation and deterrence in Asymmetrical power situations: The Turkish-Greek Case,’ στο: Aydin, Mustafa., & Ifantis, Kostas., (επιμ.), ‘Turkish-Greek Relations: The Security Dilemma in the Aegean,’ London, Routledge, Taylor & Francis Group, 2004. Το βασικό μειονέκτημα των Ελλήνων διεθνολόγων που καταπιάνονται με τα Ελληνο-τουρκικά, είναι πως δεν μελετούν επισταμένως τις θέσεις της άλλης πλευράς, προκειμένου να τις γνωρίσουν σε βάθος (παραγωγή γνώσης), και να είναι σε θέση να συμβουλεύσουν αναλόγως την εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση. Οι επιστημονικές συνέργειες μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων διεθνολόγων (η συμβολή του Κώστα Υφαντή ήσαν πολύ σημαντική που προέκυψαν προς τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ως αποτέλεσμα της πολύ σημαντικής βελτίωσης των ελληνο-τουρκικών σχέσεων, δεν συνεχίστηκαν στην πορεία. Η σύγχρονη Τουρκική «πολιτική ασφαλείας», κατά τον πρώην πρωθυπουργό της Τουρκίας, Μπουλέντ Ετζεβίτ, στηρίχθηκε πάνω στην εναντίωση σε οποιαδήποτε προσπάθεια της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στο Αιγαίο. Βλέπε και, Ecevit, Bulent., ‘Turkey’s Security Policies,’ στο: Alford, Jonathan., (επιμ.), ‘Greece and Turkey: Adversity in Alliance,’ Adelphi Libraty 12, 1984.
[5] Πολύ ορθώς ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης θύμισε στους παριστάμενους Έλληνες υπουργούς και δημοσιογράφους πως το όραμα του πατέρα του και πρώην πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ήσαν η υπογραφή μίας Ελληνο-τουρκικής Διακήρυξης Φιλίας, σαν αυτή που υπέγραψε ο ίδιος με τον Τούρκο πρόεδρο Ερντογάν. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν αυτο-προσδιορίζεται ως ‘συνεχιστής’ της ‘κληρονομιάς’ που άφησε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Όμως, κάποια πρέπει να αναγνωριστεί η δημιουργική συμβολή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στην ελληνική εξωτερική πολιτική, με τον ίδιο (και την κυβέρνηση του) να είναι αυτός που έθεσε τις βάσεις για την σύναψη διπλωματικών σχέσεων της Ελλάδας με το Ισραήλ, για την διαμόρφωση συνθηκών εξωστρέφειας, για την ριζική ‘επαναδυτικοποίηση’ της εξωτερικής πολιτικής, για την ενεργό εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, για την αποφυγή εντάσεων με την Τουρκία, πολιτική που άνοιξε τον δρόμο για να προκύψουν οι πιο εντατικές διαπραγματεύσεις της περιόδου 1997-2000.
[6] Gulden, Ayman., ‘Negotiation and deterrence in Asymmetrical power situations: The Turkish-Greek Case,’ στο: Aydin, Mustafa., & Ifantis, Kostas., (επιμ.), ‘Turkish-Greek Relations: The Security Dilemma in the Aegean…ό.π. Για την έκδοση βίζας για την είσοδο Τούρκων πολιτών σε νησιά του Αιγαίου, βλέπε και, Ευαγγελοδήμου, Ελένη, ‘»Ανοιχτό Αιγαίο» με ετήσια βίζα για επισκέψεις τούρκων πολιτών,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 07/12/2023, σελ. 12. Με αυτόν τον τρόπο, διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις ώστε τα νησιά του Αιγαίου όπου θα τεθεί σε εφαρμογή το καθεστώς της Βίζας και οι απέναντι ακτές της Μικράς Ασίας, να αποτελέσουν ‘ενιαία τουριστική-εμπορική ζώνη’.
[7] Βλέπε σχετικά, Τσάκωνας, Παναγιώτης., ‘Στην «αρχή του τέλους» ή στο «τέλος της αρχής»;’, Εφημερίδα ‘Τα Νέα Σαββατοκύριακο,’ 09-10/12/2023, σελ. 49. Σαφές χρονοδιάγραμμα δεν ενσωματώνεται εντός της Διακήρυξης. Άλλωστε, κάτι τέτοιο θα ήσαν δύσκολο να συμβεί, εφόσον συνεκτιμήσουμε πως δεν ήσαν στις προθέσεις των δύο πολιτικών ηγετών. Η ρητή όμως αναφοράς στους τρόπους ή στην φόρμουλα επίλυσης των προβλημάτων, συνιστά ισχυρό δείγμα πως πλέον αρχίζει να εμπεδώνεται για τα καλά η αντίληψη εκείνη που αντιμετωπίζει τις διαπραγματεύσεις ως το μοναδικό και πλέον κατάλληλο ‘εργαλείο’ για την επίλυση των διαφορών. Η συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, συμβάλλει στη συγκρότηση μίας καθ’ όλα απαραίτητης ‘κουλτούρας διαπραγμάτευσης’.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.Εντάξει