Για την ‘τηλεμαχία’ – Γράφει ο Δρ. Σίμος Ανδρονίδης

Την Τετάρτη 10 Μαϊου, 11 ημέρες πριν από την διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών, διεξήχθη η ‘τηλεμαχία’ (υιοθετούμε τον νεολογισμό που προκρίνει ο γλωσσολόγος Γεώργιος Μπαμπινιώτης) μεταξύ των πολιτικών αρχηγών των έξι κοινοβουλευτικών κομμάτων.

Σίμος Ανδρονίδης
Γράφει ο Δρ. Σίμος Ανδρονίδης

 Ήτοι, μεταξύ του Κυριάκου Μητσοτάκη (Νέα Δημοκρατία), Αλέξη Τσίπρα (Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς-Προοδευτική Συμμαχία), Νίκο Ανδρουλάκη (Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα-Κίνημα Αλλαγής), Δημήτρη Κουτσούμπα (Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας), Κυριάκου Βελόπουλου (Ελληνική Λύση) και Γιάνη Βαρουφάκη (ΜΕΡΑ 25). Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε αρχικά πως η ‘τηλεμαχία’ εξελίχθηκε ομαλά.

Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο;

 Σημαίνει πως οι πολιτικοί αρχηγοί και οι συμμετέχοντες δημοσιογράφοι δεν απέκλιναν από τους εκ των προτέρων τιθέμενους κανόνες, αν και κάποιοι εξ αυτών, προεξάρχοντος αρχικά του Αλέξη Τσίπρα, δεν απώλεσαν την ευκαιρία, μόλις δέχονταν ερώτηση από κάποιον δημοσιογράφο[1], να επιχειρούν κάποιες (γλωσσικές) παρεκβάσεις, προτιμώντας, προτού ξεκινούν να απαντούν στην ερώτηση που δέχθηκαν, είτε να σχολιάσουν, ακόμη και ακροθιγώς, κάτι που ειπώθηκε πριν από κάποιον άλλο πολιτικό αρχηγό, είτε να πιάσουν το νήμα από την απάντηση που έδωσαν σε κάποιον προηγούμενο θεματικό κύκλο, επιδιώκοντας έτσι να καλύψουν ενδεχόμενα κενά και να ‘διορθώσουν’ λάθη.

 Με αυτόν τον τρόπο, η μορφή του διαλόγου, ακόμη και έμμεσα (και πως αλλιώς άλλωστε; ), υπεισήλθε στο προσκήνιο, και όχι ορμητικά, αμβλύνοντας τα πολιτικά και γλωσσικά στεγανά που χώριζαν τους πολιτικούς αρχηγούς.

 Από τους οποίους, ο πιο αγχωμένος ήσαν ο επικεφαλής του κόμματος ‘ΜΕΡΑ 25,’ Γιάνης Βαρουφάκης.[2] Υπό αυτό το πρίσμα, η έξυπνα διατυπωθείσα ερώτηση της δημοσιογράφου Ράνιας Τζίμα, περί κατάληψης μίας ελληνικής βραχονησίδας από Τούρκους κομάντο και της δικής του αντίδρασης εάν βρισκόταν εκείνη την στιγμή στη θέση του πρωθυπουργού, κατέδειξε το άγχος του σε συνδυασμό με την αμηχανία του,[3] πράγμα που τον απέτρεψε από το να δώσει μία πειστική απάντηση.

Αντιθέτως, μέσω της απάντησης του, απάντησης αποσπασματικής, διεφάνησαν εκ νέου στο προσκήνιο (δεν διακρίναμε ίχνη ιδρώτα στο μέτωπο του), τα ‘ελλείμματα’ ηγεσίας που τον διακρίνουν και είχαν επίσης διαφανεί την περίοδο όπου διετέλεσε υπουργός Οικονομικών.

Οτιδήποτε πέραν του ρόλου που έχει επιλέξει για τον εαυτό του και για το κόμμα του, τον στενεύει και τον φέρνει σε δύσκολη θέση.[4] Είναι διαφορετικό να βρίσκεται σε θέση outsider και να ασκείς εύκολη και λαϊκιστική κριτική σε όλους, και διαφορετικό να ασκείς εξουσία, ό,τι και αν σημαίνει αυτό. Η ερώτηση της Ράνιας Τζίμα συνετέλεσε ώστε να αναδειχθεί στην επιφάνεια αυτή η διάκριση.

Ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ δεν ήρθε σε δύσκολη θέση στην προσπάθεια του να επαναλάβει αυτά που κατά καιρούς υποστηρίζει, και εν καιρώ προεκλογικής περιόδου, αν και ενίοτε υπερέβαινε τον διαθέσιμο χρόνο, μπερδεύοντας τους δημοσιογράφους που είχε απέναντι του (ο Δημήτρης Κουτσούμπας επιθυμούσε εντόνως να ‘ταπώσει’ με τις απαντήσεις του τους ‘συστημικούς δημοσιογράφους’ με αποτέλεσμα να χάνει το μέτρο), με ένα κομματικό ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται πολύ συχνά. Και οι απαντήσεις του, διανθισμένες με μία οιονεί ακαδημαϊκή-διδακτική εσάνς, δεν ήσαν κατάλληλες ή συμβατές με αυτόν τον τύπο ‘τηλεμαχίας.’

 Αυτή την φορά, ελλείψει ‘Luben,’ δεν μπόρεσε να χρησιμοποιήσει, γλωσσικώ τω τρόπω, το ‘εργαλείο’ του «σημασιολογικού νεολογισμού» (semantic neologism), για να στραφούμε στην ανάλυση του Mc Mahon,[5] που σημαίνει την «απόδοση καινούργιας σημασίας σε προϋπάρχουσες λέξεις».[6]

 Πως μπορούσε να στραφεί με περισσή ευκολία στους υπόλοιπους πολιτικούς αρχηγούς και να τους πει ‘αυτοί είστε Κύριοι’ με εκείνη την έκδηλη αποστροφή που διαφαίνεται στην εκφορά της φράσης;

 Και τι σημαίνει μία τέτοια φράση στην ‘Κουτσούμπεια’ πολιτική ιδιόλεκτο; Σημαίνει πως ‘είστε όλοι ίδιοι’ και ‘είστε όλοι ανίκανοι.’

Όπως συνήθως συμβαίνει σε σημαντικά γεγονότα που μεταδίδονται ζωντανά, είτε αυτά αφορούν έναν ποδοσφαιρικό αγώνα, είτε τον τελικό της ‘Eurovision,’ στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης ‘Twitter’ διεξάγονταν μία παράλληλη ‘εκστρατεία’ αξιολόγησης και βαθμολόγησης πολιτικών προσώπων και δημοσιογράφων, εντός της οποίας συμπεριλαμβάνονταν μόνο ‘κορυφαίες ατάκες’ που λάμβαναν μορφή ‘ετικέτας’ (‘το είδωλο Ράνια Τζίμα’), αστεϊσμοί που αντλούσαν από το πρόσφατο πολιτικό παρελθόν των πολιτικών αρχηγών,[7] σύντομης διάρκειας video από την απάντηση κάποιου πολιτικού αρχηγού. Video που αναμεταδίδονταν, ειδικά εάν ο χρήστης επιθυμούσε να καταστούν αντικείμενο σχολιασμού.

Στο ‘Twitter’ η δημοσιογράφος Ράνια Τζίμα, και σε αυτή την ‘τηλεμαχία,’ εξαργύρωσε την δημοφιλία που έχει αποκτήσει εδώ και λίγους μήνες, ιδίως μετά από το πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, προσλαμβανόμενη, επιφανειακά βέβαια, ως το ‘μόνο άξιο λόγου πρόσωπο.’


 

[1] Η ύπαρξη συγκεκριμένου χρονικού ορίου εντός του οποίου μπορούσαν και να υποβληθούν οι ερωτήσεις και να δοθούν οι απαντήσεις των πολιτικών (το στοιχείο αυτό ίσχυε και σε παλαιότερες ‘τηλεμαχίες’), είχε θετικό αντίκτυπο. Και λέμε κάτι τέτοιο για δύο βασικούς λόγους: Πρώτον, διότι συνέβαλλε ώστε οι ερωτήσεις να είναι όσο το δυνατόν πιο σαφείς, πιο ακριβείς και πιο συμπυκνωμένες (εφόσον εξ αρχής το ζητούμενο ήσαν να μην υπερβούν οι δημοσιογράφοι τον διαθέσιμο χρόνο), προσφέροντας στον ερωτώμενο πολιτικό που δεν σχημάτιζε την εντύπωση πως έδινε συνέντευξη σε κάποιον δημοσιογράφο, όλο τον απαραίτητο χρόνο και για να αντιληφθεί το ‘πνεύμα’ της ερώτησης, και για να ‘προετοιμάσει’ την απάντηση του, και κυρίως το πως θα αρχίσει να απαντά. Και ο συνηθέστερος τρόπος με τον οποίο άρχιζε η απάντηση ή αλλιώς, η γλωσσική απόκριση, ήσαν η προσφώνηση ευγενείας ‘κύριε Παπαδάκη’ ή ‘κυρία Τζίμα’ αντίστοιχα, στο εγκάρσιο σημείο όπου η συγκεκριμένη προσφώνηση αφενός μεν προκαλούσε αυτομάτως την προσοχή του δημοσιογράφου που υπέβαλλε την ερώτηση, και, αφετέρου δε, εξατομίκευε όσο χρειάζονταν το όλο πλαίσιο, εκεί όπου για ένα έστω βραχύβιο χρονικό διάστημα, πολιτικός και δημοσιογράφος αλληλεπιδρούσαν δίχως την συμμετοχή άλλων. Και, δεύτερον, η θέσπιση χρονικού ορίου διαδραμάτισε ιδιαίτερο ρόλο ώστε όση ώρα ο δημοσιογράφος ρωτά, ο ερωτώμενος πολιτικός και να έχει την προσοχή του στραμμένη ‘στο τι λέει’ και παράλληλα να συμβουλεύεται τις σημειώσεις του, με διακύβευμα πλέον το να δώσει μία όσο το δυνατόν πλήρη και τεκμηριωμένη απάντηση.
[2] Εμφανής ήσαν η προσπάθεια του Κυριάκου Βελόπουλου να ξεχωρίσει, να δείξει ή αλλιώς, να ‘αποδείξει’ πως η πρόσφατη εσωκομματική ένταση αποτελεί παρελθόν και το κόμμα προχωρά ενωμένο προς την εκλογική αναμέτρηση, με τον ίδιο να επιχειρεί παράλληλα να αποκτήσει ξανά το προφίλ του ‘ισχυρού ηγέτη’ (προφίλ που δέχθηκε πλήγμα μετά τις πρόσφατες εξελίξεις στο κόμμα του), ενώπιον του τηλεοπτικού κοινού. Δίχως όμως να καταστεί «τηλεγενής ηγέτης», για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Γάλλου φιλοσόφου Pierre-Andre Taguieff, κύρια διότι ο ζήλος του να ‘διακριθεί’ και να ξεχωρίσει, τον οδηγούσε σε ακραίες διατυπώσεις και σε λεκτικές υπερβολές τις οποίες δεν έκανε καμία προσπάθεια να υποστηρίξει μέσω διαφόρων χειρονομιών. Έτσι, αυτό που έμενε ή αλλιώς, αυτό που μπορούσε να αποκομίσει ο τηλεθεατής, ήσαν η ακραία διατύπωση η οποία υπερτερούσε της πρόθεσης του να φανεί «τηλεγενής». ‘Χαρισματικός,’ όπως τον ‘γνώρισαν’ οι τηλεθεατές του τηλεοπτικού σταθμού στον οποίο εργάζονταν και πωλούσε διάφορα προϊόντα. Για να καταφέρει να αποκτήσει ξανά το προφίλ του ‘ισχυρού’ και συνάμα ‘αποφασιστικού’ ηγέτη, ο αρχηγός της Ελληνικής Λύσης, προσπάθησε να εμφανισθεί ο μοναδικός ‘αυθεντικός’ εκπρόσωπος του εθνικό-συντηρητικού χώρου (εάν προσδώσουμε ένα πολιτικοϊδεολογικό πρόσημο στην ανάλυση μας) ή αλλιώς, του χώρου πέραν της Νέας Δημοκρατίας, ιδίως μετά και τους αποκλεισμούς διαφόρων κομμάτων από τις εκλογές, ξεδιπλώνοντας ένα corpus αντι-δυτικών ιδεών (αλήθεια, με ποιον τρόπο θεωρεί πως η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας θα μπορούσε να παρέμβει στα ελληνο-τουρκικά; ) και αντιλήψεων και δικαιώνοντας όλους όσοι αναφέρονται επισταμένως (ο ‘Βελοπούλειος’ ελληνο-κεντρισμός είναι στενών οριζόντων: Δεν διστάζει να ρισκάρει πολλά για πολύ λίγα), μέσω του οποίου επιδίωξε να ‘απαντήσει’ στην επιβεβαίωση του καταστατικά φιλο-δυτικού προσανατολισμού της χώρας, έτσι όπως εκφράστηκε δια στόματος του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, Κυριάκου Μητσοτάκη. Το ‘Βελοπούλειο’ corpus αντι-δυτικών ιδεών, εμπεριείχε εντός του ιστορικές ανακρίβειες (πάνω στο ζήλο του να κατηγορήσει τον εν ευρεία εννοία Δυτικό κόσμο όπου και ανήκει η χώρα και τις Ηνωμένες Πολιτείες, για την Τουρκική στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο το 1974 και την απώλεια Κυπριακού εδάφους, παρέβλεψε τις μεγάλες ευθύνες της τότε ηγεσίας της στρατιωτικής δικτατορίας), αλυτρωτισμό («χάσαμε τη Βόρειο Ήπειρο»), έντονο αρνητισμό με σημείο αναφοράς την απόρριψη της αμοιβαία επωφελούς Συμφωνίας των Πρεσπών. Είναι σε αυτό το σημείο όπου οι τοποθετήσεις του εξελίχθηκαν σε show, εκεί όπου ο ίδιος έσπευσε να συγκροτήσει ολοκληρωμένα «συγκινησιακά πακέτα», σύμφωνα με την διατύπωση του Gamson, συνοδεύοντας την τοποθέτηση του με την χρήση δύο φωτογραφιών: Η μεν πρώτη απεικόνιζε τον ‘ανθέλληνα προδότη’, αυτόν που ‘πρόδωσε τα εθνικά δίκαια και το όνομα της Μακεδονίας στους Σκοπιανούς να ανταλλάσσει χειραψία με τον Ζόραν Ζάεφ και να χαμογελά’ (Αλέξης Τσίπρας), και η δε δεύτερη τον ‘έτερο ενδοτικό, αυτόν που υπόσχονταν την κατάργηση της συμφωνίας και που κατέληξε να την εφαρμόζει, να πράττει το ίδιο’ (Κυριάκος Μητσοτάκης). Σε μία τέτοια περίπτωση, ο Βελόπουλος σπεύδει λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές να καταστήσει το λυμένο ‘Μακεδονικό’ σε παράγοντα διαμόρφωσης εκλογικής συμπεριφοράς υπέρ του κόμματος του, στοχεύοντας να κερδίσει ψηφοφόρους του κόμματος ‘Έλληνες’ του Ηλία Κασιδιάρη που φαίνεται πως κατευθύνονται σε άλλα κόμματα, προβάλλοντας εαυτόν δια της επίδειξης της εικόνας, ως τον μόνο ‘άξιο,’ ως τον ‘μόνο Έλληνα’, ως τον μόνο ‘Μακεδόνα’ στο πάνελ που ‘μπορεί και δηλώνει’ με εκείνο το Ναπολεόντειο ύφος, ‘αντι-Σκοπιανός’: ‘Δεν θα γίνω ποτέ σαν και αυτούς που σας δείχνω!!’ Στρεφόμαστε πάλι στον Taguieff, λέγοντας πως το «λαϊκιστικό ύφος είναι αναπόσπαστο κομμάτι του εθνικο-εθνοτικού προσανατολισμού», για να τον παραφράσουμε ελαφρά, με τον Κυριάκο Βελόπουλου να συμπληρώνει (ή να μαρτυρεί; ) δια της επίδειξης φωτογραφιών, ό,τι ειπώθηκε προηγουμένως: ‘Ήμουν, είμαι και θα είμαι πολιτικά, ένας ‘Άλλος.’ Βλέπε σχετικά, Taguieff, Andre-Pierre., ‘Ο λαϊκισμός στην Ευρώπη,’ Μετάφραση-Σημειώσεις: Πανταζόπουλος, Ανδρέας, Περιοδικό Νέα Εστία, Τόμος 164ος, Τεύχος 1816, Νοέμβριος 2008, σελ. 858. Και, Gamson, W., & Meyer, D., ‘Framing political opportunity,’ στο: Mc Adam, D., & Mc. Carthy, J., Zald, M., (επιμ.), ‘Comparative perspectives on social movements’, CUP, 1996.
[3] Το ‘κόμπιασμα’ της γλώσσας, η διατύπωση μίας φράσης και η σχεδόν ταυτόχρονη αναίρεση της προκειμένου να επιλεγεί κάποια άλλη, αποτελούν ισχυρά δείγματα αμηχανίας, σε ένα λεπτό σημείο όπου ο άλλοτε υπουργός οικονομικών της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-Ανεξαρτήτων Ελλήνων, αυτός που τόσο καιρό στηλιτεύει και κατηγορεί απλοϊκά και εσφαλμένα  τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, κλήθηκε να μπει, έστω και για λίγο στη θέση του (υποθετικό σενάριο), ήτοι στη θέση ενός πολιτικού ηγέτη του οποίου η χώρα δέχεται επίθεση: Και αυτό πολιτικά δεν το ‘άντεξε,’ ψελλίζοντας κάτι για προσπάθειες αποτροπής της σύγκρουσης που δεν ακούγονταν παρά ως γλωσσικές εκφράσεις που ‘δεν είχαν ιδιαίτερη σχέση με την πραγματικότητα’, ενώπιον της οποίας τον έφερε η δημοσιογράφος.
[4] Απέναντι σε αυτά τα ‘πρότυπα,’ ο Κυριάκος Μητσοτάκης, έχοντας και την εμπειρία έκθεσης σε δύσκολα ακροατήρια (βλέπε την ομιλία του στο Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών), αντιπαρέταξε την προσπάθεια του να απαντά εντός χρόνου, πράγμα που κατάφερνε, επενδύοντας σε μία γλωσσική ‘οικονομία’ και αποφεύγοντας την εντυπωσιοθηρία, τις ολοκληρωμένες απαντήσεις προκειμένου να μην χρειάζεται να προβαίνει σε παρεκβάσεις για να συμπληρώσει κενά, την αίσθηση πως οι δημοσιογράφοι που έχει απέναντι του (κάτι παρόμοιο μπορεί να ειπωθεί και για τον Νίκο Ανδρουλάκη του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής), λειτουργούν ως οι απαραίτητοι ενδιάμεσοι ή αλλιώς, ‘διαμεσολαβητές’ που συνδράμουν ώστε οι απόψεις και οι θέσεις του να φτάσουν σε ένα ευρύτερο ακροατήριο. Οι έξι θεματικές που επελέγησαν, καλλιεργούσαν το έδαφος για να διαφανούν οι διαφορετικές προσεγγίσεις των πολιτικών κομμάτων, οι συγκλίσεις αλλά και οι αποκλίσεις τους. Ο πρωθυπουργός υπήρξε περισσότερο συγκρατημένος από τους υπόλοιπους πολιτικούς αρχηγούς, αν και η δυσκολία του να απαντήσει στο ‘γιατί’ παρακολουθούνταν ο Νίκος Ανδρουλάκης υπήρξε εμφανής.
[5] Βλέπε σχετικά, Mc Mahon, A., ‘Understanding language change,’ Cambridge, Cambridge University Press, 2002. Πολύ περισσότερο από τον Αλέξη Τσίπρα που αναλώθηκε στη γνωστή τακτική των επιθέσεων και των ευφυολογημάτων σε μία προσπάθεια να φανεί πιο ‘έξυπνος’ και πιο ‘ετοιμόλογος’ από τον πρωθυπουργό, πιο ‘cool’ και πιο ‘γαμάτος,’ ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής Νίκος Ανδρουλάκης επεδίωξε να δείξει πως ‘δικαίως’ ήσαν αυτός που επέλεξαν οι εκλογείς του κόμματος για την θέση του προέδρου, στις εσωκομματικές εκλογές του 2021, υιοθετώντας, χωρίς να κρύψει την Κρητική του προφορά, την ακόλουθη στρατηγική: Αξιοποίηση, κατά κύριο λόγο, μία θεματικής (μονοθεματική κριτική) για την άσκηση πολιτικής κριτικής προς την κυβέρνηση και προς τον πρωθυπουργού που ήσαν αυτός που ‘άκουγε’ (ο Νίκος Ανδρουλάκης επένδυσε πόρους στο ό,τι η ‘τηλεμαχία’ του προσέφερε την ευκαιρία της δια ζώσης επαφής και αλληλεπίδρασης με τον πρωθυπουργό, έστω και εμμέσως), με την θεματική αυτή να είναι το Κράτος Δικαίου, οι Θεσμοί και κατ’ επέκταση, το ζήτημα των υποκλοπών. Και, δευτερευόντως, εστίαση στην ανάδειξη των διακριτών, κυρίως από Νέα Δημοκρατία και ΣΥΡΙΖΑ, Πασοκικών προτάσεων, σε ένα σύνθετο σημείο όπου η κάθε έκφραση ή το κάθε γλωσσικό ‘σήμα’ που του έστελνε ο δημοσιογράφος καθίστατο πρώτη ύλη για την παραγωγή και την έκθεση προτάσεων και ξανά προτάσεων ώστε αυτές στο τέλος να μετεξελιχθούν σε βίωμα: ‘Είμαστε ό,τι λέμε και θα βρείτε τι είναι και τι εκφράζουν  το ΠΑΣΟΚ και εγώ μέσα σε αυτές τις προτάσεις.’ Ο Αλέξης Τσίπρας, απέφυγε μεν την ‘παγίδα’ της γλωσσικής μονοτονίας και πλήξης τύπου να ‘λες τα ίδια μέσα στην ίδια πρόταση,’ δεν πέτυχε όμως να ‘απεγκλωβιστεί’ από τον εν γένει Συριζαϊκό μανιχαϊσμό ή αλλιώς, από την απλοϊκότητα που διακρίνει προτάσεις του κόμματος του, που δεν είναι μη κοστολογημένες, αλλά απλά ‘μη πραγματοποιήσιμες.’
[6] Βλέπε και, Λις, Κρίστοφερ-Τζέιμς., ‘Γλωσσικές πρακτικές των νέων σε τόπους κοινωνικής δικτύωσης: η περίπτωση του facebook,’ Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2017, Διαθέσιμη στο: Διατριβή: Γλωσσικές πρακτικές των νέων σε τόπους κοινωνικής δικτύωσης: η περίπτωση του facebook – Κωδικός: 41809 (ekt.gr)
[7] Η πολύ συχνή χρήση φωτογραφιών από πλευράς του Κυριάκου Βελόπουλου προσέφερε την ευκαιρία για την δημιουργία και ανάρτηση γλωσσικών εκφράσεων που περιείχαν χιούμορ, το οποίο προσέλαβε τα χαρακτηριστικά έκφρασης της αγανάκτησης (‘φτάνει πια ρε, το παράκανες με τις φωτογραφίες’), τα χαρακτηριστικά της έκφρασης γνώμης για το ποιον του ατόμου που κάνει χρήση των φωτογραφιών (‘τι να περιμένεις από κάποιον που πουλούσε κηραλοιφές’; ), και, την στηλίτευση αυτού ώστε να εκπέσει σε συνθήκες γκροτέσκου ή καρικατούρας:  ‘Τι Βελόπουλος, τι κλόουν.’ Η επίδειξη της φωτογραφίας της Παναγίας της Γκέισας, συνιστά δείγμα της αδυναμίας του αρχηγού της Ελληνικής Λύσης να αντιληφθεί τους συμβολισμούς που προκύπτουν από την επίκληση της Παναγίας ως μητέρας που αγαπά, νοιάζεται και προστατεύει το παιδί της.  
Προηγούμενο άρθροΠρωτοσέλιδοι βασικοί τίτλοι εφημερίδων του Σαββάτου 13 Μαΐου 2023
Επόμενο άρθροΚωστής Χατζηδάκης: Η σύλληψη του υποψηφίου Δημάρχου Χειμάρρας Φρέντι Μπελέρη έχει αποκλειστικό στόχο τον αποκλεισμό του από την εκλογική διαδικασία