Για την συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Νέας Δημοκρατίας – Γράφει ο Δρ. Σίμος Ανδρονίδης

Πριν από λίγες ημέρες πραγματοποιήθηκε συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας. Η πρώτη μετά τις ευρωπαϊκές εκλογές της 9ης Ιουνίου και την κακή εκλογική επίδοση του κυβερνώντος κόμματος.

Σίμος Ανδρονίδης
Γράφει ο Δρ. Σίμος Ανδρονίδης

Η συνεδρίαση, κατά την διάρκεια της οποίας έλαβε χώρα ομιλία του πρωθυπουργού και προέδρου της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκου Μητσοτάκη, δεν ήσαν ιδιαίτερα επεισοδιακή, παρά το γεγονός πως στις τοποθετήσεις τους ουκ ολίγοι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας άσκησαν κριτική και δη έντονη κριτική για πράξεις και για παραλείψεις στη χρονική περίοδο προ των ευρωεκλογών.[1]

 Κινούμενοι αυστηρά σε ένα θεωρητικό πλαίσιο, θα επισημάνουμε πως οι τοποθετήσεις των βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας μπορούν να χωριστούν στις εξής κατηγορίες.

Πρώτον, είχαμε ουκ ολίγες τοποθετήσεις οι οποίες εστίασαν σε ταυτοτικού τύπου ζητήματα, όπως ήσαν η ψήφιση του νομοσχεδίου για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών. Και μία πολύ ενδιαφέρουσα υπόθεση εργασίας ως προς αυτό είναι η ακόλουθη.

Με ταυτοτικού τύπου ζητήματα, καταπιάστηκαν στις τοποθετήσεις[2] τους κυρίως βουλευτές προερχόμενοι από την περιφέρεια, οι οποίοι έκριναν σκόπιμο να μεταφέρουν ενώπιον του πρωθυπουργού αφενός μεν τα ‘παράπονα’ παραδοσιακών υποστηρικτών της Νέας Δημοκρατίας, και, αφετέρου δε, τους κινδύνους που εγκυμονούν ‘εάν η Νέα Δημοκρατία δεν αλλάξει πορεία’.

 Δεύτερον, αρκετοί βουλευτές έθιξαν θέματα καθημερινότητας στις τοποθετήσεις τους (θέματα ακρίβειας στην αγορά), προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να υπενθυμίσουν το που ‘πρέπει να δώσει περισσότερο έμφαση ο ίδιος ο πρωθυπουργός’.

Για τους ίδιους, μείζον σημασία δεν έχει η πολιτικοϊδεολογική κατεύθυνση του κόμματος, όσο το να καταστεί η κυβέρνηση όσο περισσότερο αποτελεσματική γίνεται, αντιμετωπίζοντας επιτυχώς παθογένειες και στρεβλώσεις.[3] Ποιος ξεχώρισε από αυτή την κατηγορία;

Ο βουλευτής και πρώην δήμαρχος της Αθήνας Νικήτας Κακλαμάνης, ο οποίος, στην τοποθέτηση του (εξ αρχής οι περισσότεροι γνώριζαν πως ο Νικήτας Κακλαμάνης θα λάβει τον λόγο), έθιξε ζητήματα αποτελεσματικότητας, κυβερνητικής συνοχής και πολιτικοϊδεολογικής ταυτότητας της παράταξης.

Στη «στρατηγική συζήτησης»[4] (discussion strategy), που αναπτύσσει ο Νικήτας Κακλαμάνης (βλέπε την ανάλυση του Van Eemeren), κυρίαρχη θέση καταλαμβάνει όχι η επιθυμία του να ‘τα πει’, όσο η πρόθεση του να ‘υποχρεώσει’ τον ομιλητή που έχει απέναντι του και να απαντήσει στις αιτιάσεις του,[5] και να απαντήσει συγκεκριμένα και επί της ουσίας.

Όχι με συμβατικά ή αλλιώς, με κοινότοπα επιχειρήματα τα οποία έχει χρησιμοποιεί σε άλλες περιστάσεις.

Ευκαιρίας δοθείσης, μπορούμε να ισχυρισθούμε πως ο Νικήτας Κακλαμάνης, ανεξαρτήτως του αν συμφωνεί κάποιος με τις πολιτικές θέσεις που εκφράζει, θέτει πάντα ψηλά τον πήχη, ειδικά σε τέτοιου τύπου συνεδριάσεις. Επιδιώκοντας να ‘βγουν όλοι σοφότεροι. Όλοι κερδισμένοι’.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης όμως, δεν απάντησε ουσιαστικά στις αιτιάσεις του Νικήτα Κακλαμάνη (και κάτι τέτοιο δεν φανερώνει έλλειψη σεβασμού ή υποτίμηση προς το πρόσωπο του διαφωνούντος με πλευρές της κυβερνητικής πολιτικής βουλευτή), ακριβώς διότι επέλεξε να δώσει έμφαση και να αντιπαρατεθεί επί της ουσίας με τον Μάριο Σαλμά.

Σε αυτή την περίπτωση, έσπευσε να τον αντιμετωπίσει ως τον βασικό του «ανταγωνιστή»,[6] κατά την θεώρηση της Ειρήνης Τσαγκαράκη, υψώνοντας τους τόνους, απαντώντας ονομαστικά και δίνοντας στον βουλευτή να καταλάβει πως ‘εάν θέλει και συνέχεια, θα την έχει’.

 Λαμβάνοντας υπόψιν την μελέτη του Van Haaften για το επίπεδο της κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης στην Ολλανδία, θα αναφέρουμε πως η συζήτηση κύλησε ομαλά και αβίαστα, επειδή ουδείς εκ των ομιλητών δεν προσκολλήθηκε σε «τυπικούς, διαδικαστικούς κανόνες»,[7] θέτοντας ζητήματα χρόνου, παρουσίας συγκεκριμένων υπουργών, δευτερολογίας του προέδρου του κόμματος.

Είθισται σε αυτού του τύπου τις συνεδριάσεις,  να μιλούν περισσότεροι οι βουλευτές που προέρχονται από την περιφέρεια και όχι από μεγάλα αστικά κέντρα και κυρίως από την Αθήνα.


 

[1] Θεωρητικώ τω τρόπω, θα διατυπώσουμε την ακόλουθη υπόθεση εργασίας: Αν η συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Νέας Δημοκρατίας ήσαν επεισοδιακή, τότε το πιθανότερο ενδεχόμενο θα ήσαν το να ξεσπάσουν αντεγκλήσεις και αντιπαραθέσεις μεταξύ βουλευτών του κόμματος. Ή μεταξύ βουλευτών και συγκεκριμένων υπουργών της κυβέρνησης. Η παρουσία του πρωθυπουργού λειτούργησε κατευναστικά, αποτρέποντας πολλούς βουλευτές από το να στραφούν ονομαστικά και έντονα κατά συναδέλφων τους. Και ακόμη, κατά υπουργών. Οι  βουλευτές (όχι όλοι) μίλησαν ανοιχτά, επιλέγοντας και λόγω της ‘φύσης’ της συνεδρίασης, τοποθετήσεις σύντομης διάρκειας με αρκετές αιχμές και όχι εισηγήσεις ή ομιλίες πολιτικοϊδεολογικού περιεχομένου. Προνόμιο που άλλωστε διαθέτει μόνο ο επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματος.
[2] Αυτός που ξεχώρισε, ήσαν ο βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας του κόμματος, Μάριος Σαλμάς. Παραπέμποντας στην ανάλυση της Ειρήνης Τσαγκαράκη, θα πούμε πως η τοποθέτηση του Μάριου Σαλμά ήταν καθ’ όλα «αρνητική». Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Πρώτον, πως τα βρήκε ‘όλα λάθος’. Δεύτερον, δεν αναφέρθηκε ούτε σε ένα θετικό μέτρο που έλαβε η κυβέρνηση. Τρίτον, παραβιάζοντας την αρχή της ευγένειας, στράφηκε προσωπικά κατά του πρωθυπουργού και προέδρου του κόμματος, κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά στην πενταετία που η Νέα Δημοκρατία βρίσκεται στην κυβέρνηση. Βλέπε σχετικά, Τσαγκαράκη, Ειρήνη., ‘Ελληνικός κοινοβουλευτικός λόγος,’ Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2022, σελ. 24, Διαθέσιμη στο: Τσαγκαράκη Ειρήνη (2022 Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ)) Ελληνικός κοινοβουλευτικός λόγος (ekt.gr) Ένας αρνητικά διακείμενος βουλευτής όπως ο Μάριος Σαλμάς, δεν ενδιαφέρεται καθόλου για το πως θα τον σχολιάσουν βουλευτές του κόμματος και υπουργοί της κυβέρνησης.
[3] Τι εξέλιπε από τις τοποθετήσεις των περισσότερων βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας; Η αναφορά στην έλλειψη μεταρρυθμιστικής τόλμης που διακρίνει την κυβέρνηση το τελευταίο χρονικό διάστημα ή αλλιώς, το τελευταίο εξάμηνο. Η κριτική για τον ανασχηματισμό που προηγήθηκε. Η ενασχόληση με τα τεκταινόμενα στα δύο μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης (Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς & Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα). Η λεκτική αλληλεπίδραση ή αλλιώς, ο διάλογος μεταξύ των βουλευτών. Η μη-αμφισβήτηση του προσώπου του πρωθυπουργού (και πως αλλιώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά; )
[4] Βλέπε σχετικά, Van Eemeren, F.H., ‘Democracy and argumentation,’ Controversia, 1, 1, σελ. 69-84. Όσοι έθιξαν στις τοποθετήσεις τους πολιτικοϊδεολογικά ζητήματα (δεν ήσαν και ευχάριστο για τον πρωθυπουργό ως βασικό ομιλητή, να απαντά σε ζητήματα που κατά τον ίδιο ‘έχουν κλείσει οριστικά’), δεν δίστασαν να αναφερθούν και στο ενδεχόμενο επιλογής ενός άλλου πολιτικού προσώπου για την θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας το 2024. Και αν η συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Νέας Δημοκρατίας παρήγαγε κάποια πολιτική είδηση, αυτή είναι ακριβώς αυτή: Δηλαδή, το ό,τι υπάρχουν βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας (ας τους πούμε ‘παραδοσιακούς δεξιούς’) που δεν θεωρούν ως δεδομένη την επανεκλογή της Κατερίνας Σακελλαροπούλου στην θέση της Προέδρου της Δημοκρατίας. 
[5] Αιτιάσεις που είναι πάντα προσεκτικά διατυπωμένες, ώστε να μην φανεί πως υπονομεύει την ενότητα του κόμματος του. Πως υπονομεύει τον πρόεδρο. Πως δεν διαθέτει ισχυρή παραταξιακή συνείδηση.  Ευρύτερα ομιλώντας, θα τονίσουμε πως η ηρεμία που τον διακρίνει, τον αποτρέπει από το να υψώνει τον τόνο της φωνής του όταν διατυπώνει τα επιχειρήματα του. Ο δε νευρικός και λαϊκιστής Παύλος Πολάκης του ΣΥΡΙΖΑ, όταν μιλά ενώπιον άλλων βουλευτών και του αρχηγού του κόμματος στο οποίο ανήκει, θέλει πλήρη  ‘ησυχία’.
[6] Βλέπε σχετικά, Τσαγκαράκη, Ειρήνη., ‘Ελληνικός κοινοβουλευτικός λόγος…ό.π. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θεώρησε σκόπιμο να μην ‘σπαταλήσει’ γλωσσικούς πόρους και ενέργεια στο να αντικρούσει την επιχειρηματολογία του Νικήτα Κακλαμάνη, η οποία άλλωστε του είναι γνωστή. Αντ’ αυτού, στράφηκε κατά ενός βουλευτή σιωπηλού μέχρι πρόσφατα, που περίμενε την συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας για να εκθέσει ενώπιον όλων ‘όλα όσα σκεφτόταν πριν και μετά τις ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου.’ Γιατί ήσαν τόσο ‘φορτισμένη’ η παρέμβαση Σαλμά, που είναι δύσκολο να υποθέσουμε πως οι προβληματισμοί  του προέκυψαν μετά την κακή εκλογική επίδοση της Νέας Δημοκρατίας. Αντιθέτως, προϋπήρχαν αυτή, στο εγκάρσιο σημείο όπου ο ίδιος επέλεξε να λειτουργήσει ως ‘μετά Χριστόν Προφήτης’: ‘Δυστυχώς επιβεβαιώνομαι στις εκτιμήσεις μου.’  Είναι προδήλως εσφαλμένο να προσεγγίζεται η τοποθέτηση Σαλμά με όρους ‘δυσαρέσκειας επειδή δεν έγινε υπουργός ή υφυπουργός στον πρόσφατο ανασχηματισμό’. Τέτοιοι βουλευτές, από την στιγμή όπου δεν αντιμετωπίζουν επαγγελματικό ζήτημα, εστιάζοντας στο πως θα καταφέρουν να επανεκλεγούν (ο ίδιος είναι γιατρός στο επάγγελμα), διακατέχονται από μία πραγματική αγωνία για το παρόν και για το μέλλον της παράταξης τους. Άρα, είναι η αγωνία και ο φόβος τα χαρακτηριστικά που τον έκαναν να μιλήσει ενώπιον του πρωθυπουργού και υπουργών, με τέτοιον τρόπο.
[7] Βλέπε σχετικά, Van Haaften, T., ‘Dutch parliamentary debate as communicative activity type,’ στο: Van Eemeren, F.H., Garssen, B., Godden, D., & Mitchell, G., (επιμ.), ‘Proceedings of the Seventh ISSA Conference on Argumentation, Amsterdam, 2011. Βλέπε επίσης, Τσαγκαράκη, Ειρήνη., ‘Ειρήνη., ‘Ελληνικός κοινοβουλευτικός λόγος…ό.π. Λίγοι βουλευτές υπερασπίστηκαν την κυβέρνηση.
Προηγούμενο άρθροΥΠΑΑΤ: Στα 100 εκατ. ευρώ ο προϋπολογισμός της 6ης πρόσκλησης για τη Νιτρορύπανση – Μέχρι 20 Ιουλίου οι ηλεκτρονικές αιτήσεις
Επόμενο άρθροΑκραία υψηλές τιμές θερμοκρασίας καταγράφηκαν τον Ιούνιο σε όλη την χώρα