Η ηγετική ομάδα του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας και μέλη της κυβέρνησης, ξεκίνησαν τις συζητήσεις και τις επαφές με τα μέλη της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματος, προκειμένου τα τους ενημερώσουν πληρέστερα για το υπό προώθηση νομοσχέδιο για την θεσμοθέτηση του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών και τις προεκτάσεις του.
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως μεταξύ των εισηγητών (που δεν είναι μόνο ένας) και των παρευρισκόμενων βουλευτών, αναπτύσσεται μία γόνιμη «προφορική αλληλεπίδραση»,[1] για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Hymes, στο εγκάρσιο σημείο όπου οι βουλευτές μπορούν κάλλιστα να λάβουν τον λόγο και να εκφράσουν τους προβληματισμούς και τις ενστάσεις τους, αρχικά προς τον εισηγητή, και εν συνεχεία και προς τα άλλα πολιτικά πρόσωπα που έχουν κληθεί να τους εξηγήσουν το τι προβλέπει το συγκεκριμένο νομοσχέδιο.
Υπό αυτό το πρίσμα, και εμβαθύνοντας περισσότερο, δεν θα διστάσουμε να προβούμε σε μία κατηγοριοποίηση των στελεχών ή ορθότερα των βουλευτών που διαφωνούν με το υπό προώθηση νομοσχέδιο, και οι οποίοι τώρα αποκτούν την δυνατότητα να τις εκφράσουν ενώπιον σημαντικών πολιτικών στελεχών του κόμματος.
Η πρώτη κατηγορία βουλευτών είναι αυτή των ‘πεπεισμένων’.[2] Στην κατηγορία αυτή ανήκουν βουλευτές όπως ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, ο Θάνος Πλεύρης, η βουλευτής Άννα Καραμανλή και ίσως και ο Ευριπίδης Στυλιανίδης. Αυτοί οι βουλευτές είναι απολύτως ‘πεπεισμένοι πως έχουν το δίκιο με το μέρος τους’, δεν αντιλαμβάνονται και απορρίπτουν την επιχειρηματολογία στελεχών του κόμματος και του ίδιου του πρωθυπουργού ως προς τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, ομνύουν στα ‘δεξιά’ (χρησιμοποιούμε τον όρο αυτό για την ‘οικονομία’ της ανάλυσης μας), ταυτοτικά χαρακτηριστικά του κόμματος.
Τα οποία κατά τους ίδιους, δεν είναι συμβατά με ένα τέτοιο νομοσχέδιο, με μία τελετουργική πράξη (γάμος ομόφυλων ζευγαριών), που δεν ευθυγραμμίζεται ούτε με την νόρμα, ούτε με τις πεποιθήσεις και τις αντιλήψεις της βάσης του κόμματος, ούτε και με τις Χριστιανικές αρχές και αξίες.
Έτσι λοιπόν, η παρουσία τους στη συνάντηση καθίσταται ‘διεκπεραιωτική’: ‘Συμμετέχω, εκφράζω την διαφωνία μου δίχως να επιθυμώ να πείσω είτε την ηγεσία είτε άλλους βουλευτές να αλλάξουν στάση, και αποχωρώ’. Κάτι που έπραξε η βουλευτής Άννα Καραμανλή.[3]
Στη δεύτερη κατηγορία βουλευτών, συναντάμε τους ‘εντόνως διαφωνούντες’.[4] Σε αυτή την κατηγορία μπορούμε να εντάξουμε τον βουλευτή της εκλογικής περιφέρειας Λάρισας Χρήστο Καπετάνο, και επίσης, τον Κώστα Γκιουλέκα.
Οι βουλευτές επενδύουν με ‘ιδεολογικά χρώματα’ την διαφωνία τους επικαλούμενοι τις αρχές και τις αξίες με βάση τις οποίες πορεύονται χρόνια, δεν διστάζουν να διαφωνήσουν δημόσια και να επιρρίψουν ευθύνες για την προώθηση του νομοσχεδίου σε ‘Πασοκογενείς’ που ‘αλλοιώνουν’ το πολιτικό DNA του κόμματος εισαγάγοντας εντός αυτού τον ‘δικαιωματισμό’ (κάτι που δεν πράττουν οι ‘πεπεισμένοι’), με την διαφωνία τους όμως να έχει συγκεκριμένα όρια.
Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Σημαίνει πως δεν επιμείνουν και δεν θα επιρρίψουν ανοιχτά ευθύνες κατά υπουργών και του πρωθυπουργού, όπως πράττει ο Αντώνης Σαμαράς[5], προκειμένου να μην κατηγορηθούν ανοιχτά πως δημιουργούν προβλήματα στον πρωθυπουργό και δεν στοιχίζονται πίσω από την προσπάθεια της κυβέρνησης για την επίτευξη των τιθέμενων στόχων. Στην τρίτη κατηγορία εντοπίζουμε τους ‘ελαφρώς διαφωνούντες’ βουλευτές.
Αυτοί οι βουλευτές (Απόστολος Βεσυρόπουλος) διατηρούν από την πρώτη στιγμή (δεν απέκτησαν ενστάσεις όταν ξεκίνησε η συζήτηση σχετικά με τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών), επιφυλάξεις, υιοθετούν αφηγήσεις τύπου ‘δεν είναι το ίδιο πράγμα νομικά ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών με τον γάμο των ετεροφυλόφιλων ζευγαριών,’ φροντίζοντας να δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην εναντίωση τους στο ζήτημα της τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια.
Οι διαφωνούντες αυτοί κινούνται περισσότερο αθόρυβα και επιφυλάσσονται να τοποθετηθούν πιο ανοιχτά όταν έρθει προς συζήτηση και ψήφιση στη Βουλή το νομοσχέδιο.
Η ηγετική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας θα μπορούσε να οργανώσει μία ‘εκστρατεία πειθούς’ για να αλλάξει την γνώμη αυτών των βουλευτών ή έστω κάποιων εξ αυτών, από την στιγμή όπου υπάρχουν οι προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο.[6] Και, στην τέταρτη και τελευταία κατηγορία, ανήκουν αυτοί που θα ορίσουμε ως ‘προβληματισμένους’ βουλευτές.
Ο βασικός της εκπρόσωπος είναι ο Τάκης Θεοδωρικάκος τον οποίο είχαμε συνηθίσει τα προηγούμενα χρόνια σε ρόλο υπουργού. Ο προβληματισμός αυτών των βουλευτών δεν έχει να κάνει με πτυχές του νομοσχεδίου ή με το σύνολο αυτού, αλλά, με την χρονική συγκυρία στην οποία τίθεται σε πρώτο πλάνο και εισάγεται προς ψήφιση, όταν υπάρχουν πιο σημαντικά και σοβαρά προβλήματα τα οποία πρέπει να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Δεν μπορούμε να προβλέψουμε όμως ποια μπορεί να είναι η στάση τους την στιγμή της ψηφοφορίας, αν και δεν είναι διόλου απίθανο να ταχθούν υπέρ γιατί διακατέχονται από ένα ισχυρό αίσθημα ‘αυτοσυντήρησης’ και κομματικής ταύτισης.
[1] Βλέπε σχετικά, Hymes, D., ‘Directions in Sociolinguistics: The Ethnography of Communication,’ New York, Holt, Rinehart & Winston, 1972. Θεωρητικώ τω τρόπω, θα επισημάνουμε πως κρίσιμο ρόλο στην όλη διαδικασία ενημέρωσης-επιμόρφωσης, έχουν αναλάβει τρία πρόσωπα: Το πρώτο είναι η νέα Γραμματέας του κόμματος Μαρία Συρεγγέλα η οποία καλείται να οργανώσει την όλη διαδικασία με τρόπο άψογο, συντονίζοντας τις εισηγήσεις και την συζήτηση που μπορεί να ακολουθήσει μετά από αυτές. Ο ρόλος της είναι περισσότερο οργανωτικός, αν και η ίδια μπορεί να λειτουργήσει υποστηρικτικά προς κάποιον εισηγητή (κυρίως υπουργό και έναν εκ των δύο αντιπροέδρων της Νέας Δημοκρατίας), σπεύδοντας να καλύψει διαπιστωμένα ‘κενά’ και να ενισχύσει με αυτόν τον τρόπο την επιχειρηματολογία του. Το δεύτερο πρόσωπο είναι ο υπουργός Επικρατείας Άκης Σκέρτσος που ήδη από την πρώτη θητεία της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας έχει αναλάβει κομβικό ρόλο εντός του συστήματος ή του «Κέντρου Διακυβέρνησης», σύμφωνα με την διατύπωση των Bouckaert & Peters, όντας το στέλεχος εκείνο που καλείται να περιγράψει σε αδρές γραμμές το ποια είναι τα βασικότερα χαρακτηριστικά ενός νομοσχεδίου ή μίας μεταρρυθμιστικής πολιτικής, να διαμορφώσει την ‘γραμμή’ πάνω στην οποία θα κινηθούν εν συνεχεία υπουργοί και βουλευτές του κόμματος, και, να μιλήσει ‘εξ ονόματος’ του πρωθυπουργού σε διαφωνούντες για τους δικούς του λόγους. Σε αυτή την περίπτωση, ο Άκης Σκέρτσος είναι αυτός που καλείται να σκιαγραφήσει τον βασικό ‘πυρήνα’ του υπό προώθηση νομοσχεδίου σχετικά με τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και να αναδείξει στην επιφάνεια το αξιακό, θεσμικό και πολιτικοϊδεολογικό του πρόσημο, διαμορφώνοντας έτσι τις προϋποθέσεις ώστε να υπεισέλθει στο προσκήνιο η καθηγήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Κατερίνα Φουντεδάκη (το τρίτο πρόσωπο), η οποία και είναι αυτή που εμβαθύνει περισσότερο σε θεωρητικό επίπεδο, εξηγώντας δύσκολες και κρίσιμες τεχνικές (και όχι πολιτικές) λεπτομέρειες. Αν αυτή η ‘τριάδα’ συντονιστεί και λειτουργήσει καλά, τότε αυξάνονται κατά πολύ οι πιθανότητες να ολοκληρωθεί ομαλά η όλη διαδικασία. Όπως συνέβη την πρώτη ημέρα. Βλέπε και, Bouckaert, G.B., Peters, G., & Verhoest, K., ‘The coordination of public sector organizations,’ Basingstoke, Palgrave Macmillan, 2010.
[2] Κινούμενοι σε ένα θεωρητικό επίπεδο, θα τονίσουμε πως η χρήση του γλωσσικού-δημοσιογραφικού όρου ‘μασάζ βουλευτών’ καθίσταται εκ των πραγμάτων αδόκιμος. Όπως γνωρίζουμε, ‘μασάζ’ (ο όρος άρχισε να χρησιμοποιείται την περίοδο της ύστερης Μεταπολίτευσης και κυρίως από τις αρχές της δεκαετίας του 2000), σημαίνει την ‘εκτόνωση’, τον ‘κατευνασμό’ των βουλευτών εκείνων που και διαφωνούν με ένα νομοσχέδιο και απειλούν να το καταψηφίσουν στην Ολομέλεια της Βουλής, όταν εισαχθεί προς ψήφιση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η σύναξη στελεχών, υπουργών και βουλευτών στα κεντρικά γραφεία της Νέας Δημοκρατίας δεν λαμβάνει χώρα για λόγους κομματικού-πολιτικού ‘μασάζ,’ αλλά, αντιθέτως, για να αποκτήσουν πλήρη εικόνα οι βουλευτές, και κυρίως οι διαφωνούντες, αφενός μεν των λόγων για τους οποίους η ηγεσία του κόμματος και προσωπικά ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επιθυμούν την προώθηση του και την ψήφιση του, των λόγων για τους οποίους το συγκεκριμένο ζήτημα καθίσταται υψηλής σημασίας, και αφετέρου δε, των βημάτων που θα ακολουθηθούν έως ότου αυτό εισαχθεί στο Κοινοβούλιο προς συζήτηση. Άλλωστε, εδώ και αρκετό καιρό υπάρχουν βουλευτές που έχουν ταχθεί κατά του νομοσχεδίου που θεσμοθετεί τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, με την ηγεσία του κόμματος να μην αντιδρά ιδιαίτερα και να μην θέτει ζήτημα εξόδου των βουλευτών αυτών από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του Κόμματος. Οπότε, δεν τίθεται λόγος για την πραγματοποίηση κομματικού ‘μασάζ’, από την στιγμή μάλιστα όπου δεν διακυβεύεται ούτε κατ’ ελάχιστον η απώλεια της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Εάν όντως συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε το πιθανότερο θα ήσαν τα κεντρικά στελέχη της Νέας Δημοκρατίας και της κυβέρνησης να πραγματοποιούν συναντήσεις με μεμονωμένους βουλευτές και όχι με ομάδες βουλευτών. Εν είδει υποθέσεως εργασίας, θα υποστηρίξουμε πως είναι πιο εύκολο να πειστεί ένας διαφωνών βουλευτής να αλλάξει την στάση του, σε περίπτωση δια ζώσης συνάντησης με κάποιο κεντρικό στέλεχος και έκθεσης του σε μία πλειάδα πληροφοριών, σε μία νέα γνώση, απέναντι στην οποία δεν θα μπορέσει να αντιτάξει και πολλά. Οι αναφορές σε κομματικό ‘μασάζ’ από πολιτικούς και δημοσιογράφος, είναι απλοϊκές και εσφαλμένες ενίοτε, ακριβώς διότι παραβλέπουν τον ‘παιδαγωγικό’ ή γνωστικό χαρακτήρα της πολιτικής. Δηλαδή, την ‘αναγκαιότητα’ να μάθουν περισσότερα οι ήδη κατέχοντες γνώσεις επί του θέματος βουλευτές, και να μάθουν πάρα πολλά όλοι όσοι δεν έχουν εντρυφήσει καθόλου επί του θέματος. Για να μπορέσει ένας βουλευτής να ανταποκριθεί πλήρως στα καθήκοντα του, χρειάζεται διαρκή επιμόρφωση και επιστημονική υποστήριξη, παρεχόμενη εντός και εκτός κόμματος (δεν εκλείπουν περιπτώσεις όπου βουλευτές πραγματοποιούν επιπλέον σπουδές κατά την διάρκεια της βουλευτικής τους θητείας). Και αρκετοί βουλευτές του Νέας Δημοκρατίας, είτε ‘νέοι’ είτε ‘παλαιοί,’ χρειάζονται συστηματική επιμόρφωση επί του συγκεκριμένου θέματος, ακόμη και αν τελικά καταψηφίσουν, διότι δεν έχουν εντρυφήσει σε ένα ‘δικαιωματικού’ (και όχι μόνο βέβαια), τύπου ζήτημα, όπως μπορεί να συνέβη με βουλευτές του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, οι οποίοι, προτού εισέλθουν στο κόμμα ‘θήτευσαν’ σε κάποιο κίνημα που απέδιδε μεγάλη έμφαση σε ένα τέτοιο ζήτημα. Ιστορικά άλλωστε, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να ενταχθεί στην κατηγορία των κομμάτων «έμμεσης δομής», κατά την τυπολογική διάκριση του Γάλλου πολιτικού επιστήμονα Maurice Duverger, μεταξύ κομμάτων «άμεσης» και «έμμεσης δομής». Βλέπε και, Duverger, Maurice., ‘Presidential Elections and the Party System in Europe,’ στο: Mc Cormick R., (επιμ.), ‘Political Parties and the Modern State,’ χ.χ.
[3] Βλέπε και το πολύ κατατοπιστικό άρθρο του Πέτρου Κωνσταντινίδη στην εφημερίδα ‘Τα Νέα’ όπου και γίνεται λόγος για την αποχώρηση της Άννας Καραμανλή από την αίθουσα, μετά από κάποια λεκτική αντιπαράθεση με τον υπουργό Υγείας, Άδωνη Γεωργιάδη. Βλέπε και, Κωνσταντινίδης, Πέτρος, ‘Τα καρφιά, οι απουσίες και το παρασκήνιο από το «μασάζ» στην Πειραιώς,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 16/01/2024, σελ. 10. Ο Άδωνις Γεωργιάδης λόγω των ρητορικών του δεξιοτήτων και κυρίως της ικανότητας του να αναπτύσσει μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα την επιχειρηματολογία του, χωρίς να χάνει τον ειρμό της σκέψης του ακόμη και όταν εκνευρίζεται πολύ έντονα (αυτό είναι πολύ σημαντικό ‘προσόν’) ήσαν αυτός που ανέλαβε να καταδείξει το ‘που’ ακριβώς ‘κάνουν λάθος’ οι βουλευτές εκείνοι που είναι ‘πεπεισμένοι’ για την ορθότητα των δικών τους θέσεων ή απόψεων. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο οφείλεται η βεβιασμένη αποχώρηση της Άννας Καραμανλής, η οποία ερχόμενη αντιμέτωπη με την επιχειρηματολογία του Άδωνι Γεωργιάδη και κατ’ επέκταση με το ενδεχόμενο να αποδεχθεί πως ‘κάπου’ έχει ‘κάνει λάθος,’ προτίμησε, αντί της υπεράσπισης των θέσεων της, να αποχωρήσει, για να μην απωλέσει τις ‘σταθερές’ και τις ‘βεβαιότητες’ με τις οποίες πορεύεται.
[5] Που διαθέτει το ενισχυμένο πολιτικό κεφάλαιο που απαιτείται προκειμένου να αντιπαρατεθεί ανοιχτά με τον εκπρόσωπο τύπου της κυβέρνησης, Παύλο Μαρινάκη, εξωθώντας τον σε σιωπή. Στην υποσημείωση νούμερο ‘2’ αναφερθήκαμε στην διάκριση του Duverger μεταξύ κομμάτων «άμεσης και «έμμεσης δομής». Επιθυμούμε σε αυτό το σημείο της ανάλυσης μας να καταστούμε σαφέστεροι, δίνοντας τον λόγο στον ομότιμο καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης, Θανάση Διαμαντόπουλο: Στα κόμματα άμεσης δομής «η κομματική ιδιότητα αποκτάται με απευθείας εισδοχή ατόμων στην κομματική οικογένεια (βλέπε Νέα Δημοκρατία ιστορικά/Το ΠΑΣΟΚ της περιόδου της ύστερης Μεταπολίτευσης κυρίως), στα δεύτερα (κόμματα έμμεσης δομής) η εισδοχή αυτή διαμεσολαβείται από το πέρασμα από άλλες οργανώσεις (συνδικάτα, οικολογικές ομάδες, συνεταιρισμούς κ.λ.π.) που ανήκουν στο κόμμα και η προσχώρηση στις οποίες επιφέρει την αυτόματη συναπόκτηση της ιδιότητας του κομματικού μέλους». Βλέπε και, Διαμαντόπουλος, Θανάσης., ‘Το κομματικό φαινόμενο: Μορφές, συστήματα, οικογένειες κομμάτων,’ Εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 1993, σελ. 126.
[6] Κάτι που αποδείχθηκε από την μεταστροφή βουλευτών όπως ο Μακάριος Λαζαρίδης (τον οποίο θα μπορούσαμε να εντάξουμε σε αυτή την κατηγορία βουλευτών) που δήλωσε τελικά πως θα υπερψηφίσει το νομοσχέδιο.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.Εντάξει