Για την περιοδεία Γεραπετρίτη σε Αραβικές χώρες – Γράφει ο Δρ. Σίμος Ανδρονίδης

Σε άρθρο του δημοσιογράφου Νίκου Μελέτη που δημοσιεύεται στην διαδικτυακή έκδοση της εφημερίδας ‘Πρώτο Θέμα,’[1] διαβάζουμε πως ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης θα πραγματοποιήσει περιοδεία σε Αραβικές-Μουσουλμανικές χώρες, με στόχο να συζητήσει με τους ομολόγους τους τις εξελίξεις που προκύπτουν από την συνεχιζόμενη ένοπλη σύγκρουση μεταξύ του Ισραήλ και της τρομοκρατικής οργάνωσης της ‘Χαμάς’. Ήδη, η περιοδεία του έχει ξεκινήσει, με πρώτο σταθμό την Σαουδική Αραβία.

Σίμος Ανδρονίδης
Γράφει ο Δρ. Σίμος Ανδρονίδης

Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών έχει επηρεαστεί από τις αντίστοιχες περιοδείες που έχουν πραγματοποιήσει σε χώρες της Μέσης Ανατολής, μηδέ του Ισραήλ εξαιρουμένου του, υπουργοί Εξωτερικών Δυτικών-Δημοκρατικών χωρών, με τελευταία μεγάλη περιοδεία να είναι αυτή που εν προκειμένω πραγματοποίησε ο υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, Άντονι Μπλίνκεν, εκκινώντας από την Ιορδανία.

Υπό αυτό το πρίσμα, ο Γιώργος Γεραπετρίτης, η σύντομη περιοδεία του οποίου θα προκαλέσει μικρότερο περιφερειακό και διπλωματικό αντίκτυπο συγκριτικά με την πρόσφατη περιοδεία του Άντονι Μπλίνκεν, δεν θα κομίσει στους Άραβες ομολόγους του ( ο υπουργός Εξωτερικών θα επισκεφθεί αρχικά την Σαουδική Αραβία και την Ιορδανία, ενώ εκκρεμεί επίσκεψη του στην Αίγυπτο), σχέδιο επίλυσης του Παλαιστινιακού ζητήματος επί τη βάσει της δημιουργίας ενός ανεξάρτητου Παλαιστινιακού κράτους.

Άλλωστε, διαχρονικά η Ελλάδα (έχουμε κατά νου την περίοδο της ύστερης Μεταπολίτευσης)[2] δεν διακρίθηκε για την ενεργό εμπλοκή της στις διπλωματικές προσπάθειες επίλυσης του Παλαιστινιακού, σπεύδοντας να καταθέσει κάποια συνεκτική ειρηνευτική πρόταση.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η σύντομη περιοδεία του υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη θα μπορούσε να εμπλουτιστεί περαιτέρω, συμπεριλαμβάνοντας και το Κατάρ. Με κεντρικό διακύβευμα το να ανοίξει εκ νέου και αυτή την φορά η ελληνική πλευρά[3] το ζήτημα της απελευθέρωσης των ομήρων που εξακολουθούν να κρατούν η ‘Χαμάς’ και η ‘Ισλαμική Τζιχάντ’ στη Λωρίδα της Γάζας. Διευρύνοντας όσο χρειάζεται την ανάλυση μας ώστε να συμπεριλάβουμε εντός αυτής και την Τουρκία, θα υπογραμμίσουμε το εξής.

Η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει καμία πρόθεση να κάνει χρήση των λεγόμενων «αρνητικών ηθοτικών επιχειρημάτων»[4] κατά τον Ασπριάδη, ή αλλιώς, των «επιχειρημάτων προσωπικών επιθέσεων»[5] εναντίον του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, λόγω της στάσης που τηρεί όλο αυτό το διάστημα που διαρκεί ο πόλεμος του Ισραήλ με την ‘Χαμάς’.

Λόγω των αντι-Εβραϊκών δηλώσεων του. Η δυναμική που έχει αποκτήσει η διαδικασία της διπλωματικής προσέγγισης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι τέτοια, που αρκεί για να αποτρέψει αξιωματούχους της ελληνικής πλευράς (βέβαια, οι αντι-Εβραϊκές δηλώσεις του Τούρκου προέδρου δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο κριτικής και δη σκληρής κριτικής από τους ηγέτες των βασικών κομμάτων της αντιπολίτευσης/Κάτι που είναι εσφαλμένο, κατά την γνώμη μας), από το να αντιδράσουν στο αντι-Εβραϊκό γλωσσικό-λεκτικό ‘κρεσέντο’ του Τούρκου προέδρου.

Η ελληνική πλευρά όμως, παρά την διπλωματική προσέγγιση και την αναθέρμανση των διμερών σχέσεων, δεν έφθασε έως του σημείου να ζητήσει την ανάληψη κοινών διπλωματικών πρωτοβουλιών με την Τουρκία, ακριβώς διότι έχει επίγνωση του ότι το Ισραήλ θα αντιδρούσε σε μία τέτοια εξέλιξη.

Επιστρέφοντας στα της περιοδείας και θίγοντας το ζήτημα των σχέσεων της Ελλάδας με χώρες του περιώνυμου ‘Αραβικού κόσμου’ (είναι λανθασμένη η πρόσληψη των Αραβικών χωρών της Βόρειας Αφρικής με στενούς γεωγραφικούς όρους: Δηλαδή, ως ‘Βορειοαφρικανικών και μόνο,’ χωρών), θα ισχυρισθούμε πως η εμβάθυνση των διμερών σχέσεων με την Αίγυπτο δεν έχει ‘συμπαρασύρει’ και τις αντίστοιχες σχέσεις της Ελλάδας με χώρες όπως η Ιορδανία.

Που είναι λιγότερο ανεπτυγμένες από τις αντίστοιχες με την Αίγυπτο και με πιο απομακρυσμένες γεωγραφικά χώρες, όπως είναι η Σαουδική Αραβία. Η επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη σε αυτή την χώρα της Μέσης Ανατολής, η οποία βλέπει την γεω-πολιτική-περιφερειακή της θέση να αναβαθμίζεται λόγω των εξελίξεων, μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για την περαιτέρω ανάπτυξη τους.


[1] Βλέπε σχετικά, Μελέτης, Νίκος., ‘Γιώργος Γεραπετρίτης: Μήνυμα για αποκλιμάκωση και αποφυγή διάχυσης της κρίσης στην περιοδεία στη Μέση Ανατολή,’ Διαδικτυακή έκδοση εφημερίδας ‘Πρώτο Θέμα,’ 10/01/2024, Γιώργος Γεραπετρίτης: Μήνυμα για αποκλιμάκωση και αποφυγή διάχυσης της κρίσης στην περιοδεία στη Μέση Ανατολή (protothema.gr) Θεωρητικώ τω τρόπω, θα επισημάνουμε πως ο πόλεμος στην Λωρίδα της Γάζας, που ήσαν απόρροια της βάρβαρης τρομοκρατικής επίθεσης της Ισλαμιστικής-Τζιχαντιστικής και αντι-Εβραϊκής οργάνωσης της ‘Χαμάς’ επί Ισραηλινού εδάφους, προέκυψε λίγους μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του υπουργού Εξωτερικών από τον Γιώργο Γεραπετρίτη, ο οποίο έτσι κλήθηκε να διαχειρισθεί την πρώτη μεγάλη κρίση (της  θητείας του) που εκδηλώθηκε στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου; Ένα πολύ ενδιαφέρον θεωρητικά, ερώτημα, είναι το ακόλουθο: Μπορούμε να αποδώσουμε την ελαφριά αλλαγή στάση της κυβέρνησης ως προς την σύγκρουση του Ισραήλ με την ‘Χαμάς’ στον ‘ασταθή’ χαρακτήρα του υπουργού Εξωτερικών; Σαφώς και Όχι, είναι η απάντηση μας, καθότι ο Γιώργος Γεραπετρίτης δεν είναι ‘ασταθής’ χαρακτήρας. Όμως, θα ήσαν παράλειψη το να μην τονίσουμε πως από την αρχική και αναφανδόν υποστήριξη στο δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα και στην υπεράσπιση της εδαφικής του επικράτειας, η ελληνική κυβέρνηση έχει μεταβεί στο στάδιο της υποστήριξης του Ισραήλ μεν, αλλά με ήπιους κριτικούς τόνους δε, σχετικούς τόσο με την διάρκεια του πολέμου (θα αναφερθούμε σε αυτό το σημείο), όσο και με την ανθρωπιστική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στη Λωρίδα της Γάζας εδώ και πάνω από τρεις μήνες. Η αλλαγή στάσης που δεν επηρεάζει επί τα χείρω τις στενές διμερείς σχέσεις μεταξύ Ισραήλ και Ελλάδας, διαφαίνεται εναργέστερα εάν εστιάσουμε στις ψηφοφορίες που έχουν λάβει χώρα σε επίπεδο Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Ενώ στην πρώτη ψηφοφορία επί σχεδίου ψηφίσματος που προέβλεπε κατάπαυση του πυρός η Ελλάδα απείχε (η πλέον ορθή επιλογή θα ήσαν η καταψήφιση του), σε μεταγενέστερη ψηφοφορία η Ελληνική πλευρά τάχθηκε υπέρ του ψηφίσματος που προέβλεπε εκεχειρία συγκεκριμένης χρονικής διάρκειας, συντασσόμενη έτσι με πολλές χώρες που υιοθέτησαν παρόμοια στάση. Οφείλεται όμως μία τέτοια εξέλιξη σε μία επιχειρούμενη διαδικασία εμβάθυνσης των σχέσεων της Ελλάδας με Αραβικές-Μουσουλμανικές χώρες; Δεν θα διστάσουμε να απαντήσουμε λέγοντας πως Όχι. Εδώ θα διατυπώσουμε δύο υποθέσεις εργασίας: Πρώτον, η εξέλιξη αυτή οφείλεται στην πρόθεση της ελληνικής διπλωματίας και προσωπικά του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη να ευθυγραμμίσει την στάση της ελληνικής κυβέρνησης με την αντίστοιχη στάση πολλών Δυτικών χωρών (κομβικό σημείο τομής που συνέβαλλε σε αυτή την αλλαγή, ήσαν η επιτυχημένη κατάπαυσης του πυρός διάρκειας δέκα ημερών, τον περασμένο Νοέμβριο, που οδήγησε στην απελευθέρωση πολλών Ισραηλινών ομήρων που κρατούνταν από τρομοκράτες της ‘Χαμάς’ και της ‘Ισλαμικής Τζιχάντ’). Και, δεύτερον, η αλλαγή αυτή οφείλεται στους βαθύτερους φόβους της ελληνικής κυβέρνησης πως μία παρατεταμένη σύγκρουση των Ισραηλινών ‘αμυντικών δυνάμεων’ με την τρομοκρατική ‘Χαμάς’ μπορεί να καλλιεργήσει το έδαφος ή αλλιώς, να οδηγήσει στη διάχυση της συγκρουσιακής δυναμικής στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, με ό,τι συνεπάγεται κάτι τέτοιο και για την απρόσκοπτη άσκηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής καθώς και για την δυνατότητα επίδειξης διπλωματικής ευελιξίας.

[2] Την δεκαετία του 1980, πολλοί Έλληνες πολίτες, λόγω και της ακραιφνούς φιλο-Παλαιστινιακής, φιλο-Αραβικής στάσης των εθνικολαϊκιστών κυβερνήσεων του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος επί Ανδρέα Παπανδρέου, δεν ήσαν κατάλληλα ενημερωμένη για όλες τις παραμέτρους που ορίζουν ένα σύνθετο ιστορικά ζήτημα. Αυτό το ‘κενό’ πληροφόρησης άρχισε να καλύπτεται εν καιρώ ύστερης Μεταπολίτευσης, από τις αρχές περίπου της δεκαετίας του 1990 και έπειτα, με την πολύ σημαντική και θετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (αναγνώριση του Ισραήλ) να θέτει τις βάσεις για την εκκίνηση μίας ‘εκστρατείας’ πληροφόρησης, στο εγκάρσιο σημείο όπου Έλληνες πολίτες, ψηφοφόροι διαφόρων κομμάτων για πρώτη φορά ήρθαν (ας μην ξεχνάμε πως η δεκαετία του 1990 ήσαν περίοδο διπλωματικών διεργασιών γύρω από το Παλαιστινιακό ζήτημα), σε επαφή ή αλλιώς, αλληλεπίδρασαν και με τις Ισραηλινές θέσεις και αντιλήψεις. Η ενημερωτική μονομέρεια που ήσαν το αποτέλεσμα της φιλο-Παλαιστινιακής Πασοκικής (και ευρύτερα, Αριστερής) στάσης και ρητορικής αμβλύνθηκε σε πολύ σημαντικό βαθμό,  δίχως αυτό αν σημαίνει πως εξέλιπαν πλήρως οι στρεβλώσεις. Και τι εννοούμε κάτι τέτοιο; Εννοούμε πως αρκετοί Έλληνες, ιδίως άτομα νεότερων ηλικιών, άρχισαν να συγχέουν ή να ταυτίζουν το Κυπριακό με το Παλαιστινιακό ζήτημα, θεωρώντας πως δεν έχουν ‘καμία διαφορά,’ παραβλέποντας το διαφορετικό ιστορικό υπόβαθρο και τις διαφορετικές παραμέτρους που συνθέτουν την κάθε περίπτωση. Έκτοτε, από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, δεν απουσιάζουν από το προσκήνιο όλοι όσοι (και ιδίως αυτοί που δεν συνδέονται στενά, σε πολιτικοϊδεολογικό επίπεδο, με κάποιο πολιτικό κόμμα), διαμορφώνουν τις αντιλήψεις τους για αυτό το ζήτημα, αναλόγως του πως μπορεί να εξελιχθεί μία ένοπλη σύγκρουση του Ισραήλ με την ‘Χαμάς’. Εν είδει υποθέσεως εργασίας, θα υποστηρίξουμε πως η διπλωματική προσέγγιση Ελλάδας-Ισραήλ που επιταχύνθηκε από τις αρχές της δεκαετίας του 2010 και δεν διακόπηκε παρά την εκδήλωση της βαθιάς κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής κρίσης, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην άμβλυνση των αντι-Εβραϊκών στάσεων και αφηγήσεων (και του φιλο-Παλαιστινιασμού),  μίας διόλου ευκαταφρόνητης μερίδας της ελληνικής κοινωνίας. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως εξέλιπε εντελώς και δεν εμφανίζεται στη δημόσια σφαίρα από καιρού εις καιρόν, και ειδικά σε συγκυρίες όπως αυτή που διανύουμε τώρα.

[3] Η ελληνική κυβέρνηση δεν έσπευσε να αξιοποιήσει τις συμβολικές κινητοποιήσεις που πραγματοποίησαν πριν από λίγο καιρό στην Ελλάδα, συγγενείς των απαχθέντων Ισραηλινών, οι οποίοι επισκέφθηκαν και την Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου. Εάν το έπραττε, θα μπορούσε να διαμορφώσει μία στρατηγική που θα απέβλεπε στην επιστροφή όλων των ομήρων πίσω στο Ισραήλ, ζητώντας, προκειμένου να ενισχύσει τις πιθανότητες ευόδωσης αυτού του στόχου, την συνεργασία Αραβικών-Μουσουλμανικών χωρών και πρωτίστως του Κατάρ. Εν είδει υποθέσεως εργασίας, θα υποστηρίξουμε πως η προϊούσα στενή στρατηγική συμμαχία Τουρκίας και Κατάρ έχει επηρεάσει συναισθηματικά όλους όσοι εμπλέκονται στη διαμόρφωση των κεντρικών κατευθύνσεων της εξωτερικής πολιτικής, με αποτέλεσμα την επίδειξη μίας ελαφριάς ‘καχυποψίας’ απέναντι στο Κατάρ, ακόμη και σήμερα. Στην υποσημείωση νούμερο ‘1,’ έγινε λόγος για την διάρκεια του πολέμου μεταξύ Ισραήλ και ‘Χαμάς’. Ισραηλινοί  αξιωματούχοι (ο πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου και ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Γιοάβ Γκάλαντ), έχουν κάνει λόγο για την διεξαγωγή ενός παρατεταμένου (εκ των θεωρητικών που μίλησαν για το σημερινό «απεριόριστο πεδίο μάχης» ήσαν ο Trinquier), πολέμου με την ‘Χαμάς,’ ο οποίος μπορεί να διαρκέσει καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Αυτή η αλλαγή του Ισραηλινού δόγματος οφείλεται πρωτίστως στο γεγονός πως η τωρινή σύγκρουση λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα καθαυτό «αστικό περιβάλλον», σύμφωνα με την διατύπωση του Χρήστου Φιλιππίδη, πράγμα που αφενός μεν δυσκολεύει τις κινήσεις του τακτικού Ισραηλινού στρατού που έχει ήδη επιτύχει σημαντικά αποτελέσματα, και, αφετέρου δε, προσφέρει στους τρομοκράτες της ‘Χαμάς’ την δυνατότητα του να ‘κρύβονται παντού’. Πάνω από την γη και κάτω από αυτή. Σε αυτό το ιδιότυπο ‘πεδίο μάχης’ πρωταρχική αρετή πρέπει να είναι η υπομονή. Και αυτό η Ισραηλινή πολιτική και στρατιωτική ηγεσία το γνωρίζει πολύ καλά. Βλέπε σχετικά, Trinquier, Roger., ‘Modern Warfare: Α French view of counterinsurgency,’ Μετάφραση: Lee, Daniel, Connecticut & London, Praeger Security International, 2006. Και, Φιλιππίδης, Χρήστος., ‘Μικροί πόλεμοι σε μεγάλες πόλεις: μιλιταριστικές προβληματοποιήσεις των ανορθόδοξων (ανθρώπινων) γεωγραφιών,’ Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο, 2006, Διαθέσιμη στο: Μικροί πόλεμοι σε μεγάλες πόλεις: μιλιταριστικές προβληματοποιήσεις των ανορθόδοξων (ανθρώπινων) γεωγραφιών (didaktorika.gr) Ουσιαστικά, οι περισσότερες συγκρούσεις μεταξύ τακτικού στρατού και Ισλαμιστικών-Τρομοκρατικών, μη-ένοπλων δρώντων, έχουν εκδηλωθεί εντός ‘αστικού περιβάλλοντος,’ με τελευταίο παράδειγμα την αντιμετώπιση του ‘Ισλαμικού Κράτους’ στη Συρία και στο Ιράκ, εκεί όπου βέβαια επήλθε και μία μικρή διαφοροποίηση, καθότι μάχες διεξήχθησαν και σε ανοιχτούς μη-αστικούς χώρους. Ο θρησκευτικός φανατισμός και ο υπέρμετρος ζήλος της ηγεσίας του ‘Ισλαμικού Κράτους’ αποτέλεσαν παράγοντες που ‘απέκρυψαν’ από αυτή την ηγεσία την πολύ ισχυρή δύναμη πυρός που διέθεταν οι δυνάμεις του πολιτικου-στρατιωτικού συνασπισμού που συγκροτήθηκε για την αντιμετώπιση της οργάνωσης. Αποτέλεσμα αυτού, ήσαν η επιλογή να πολεμούν τα μέλη του ‘Ισλαμικού Κράτους’  ‘άτακτα’ και ‘άναρχα’, σε ανοιχτούς χώρους, γινόμενοι εύκολος στόχος.

[4] Βλέπε σχετικά, Ασπριάδης, Νεόφυτος., ‘Ο επικοινωνιακός πόλεμος και η πολιτική επικοινωνία ως στοιχείο της διεθνούς πολιτικής: μια συγκριτική ανάλυση στις σύγχρονες διεθνείς συγκρούσεις,’ Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Πειραιώς, 2020, σελ. 266, Διαθέσιμη στο: Ασπριάδης Νεόφυτος (2020 Πανεπιστήμιο Πειραιώς) Ο επικοινωνιακός πόλεμος και η πολιτική επικοινωνία ως στοιχείο της διεθνούς πολιτικής: μια συγκριτική ανάλυση στις σύγχρονες διεθνείς συγκρούσεις (ekt.gr) Βέβαια, οφείλουμε να σημειώσουμε πως το ξέσπασμα μίας δεύτερης ένοπλης σύγκρουσης μετά από αυτή μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, εκεί όπου είχαμε αρχικά την βάρβαρη Ρωσική στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία, δεν έχει συντελέσει σε έναν ριζικό επαναπροσδιορισμό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Σημαίνει πως η κυβέρνηση ούτε επεδίωξε και επιδιώκει να αλλάξει στάση στον Ρωσο-ουκρανικό πόλεμο, αίροντας την διπλωματική και στρατιωτική υποστήριξη που προσφέρει στην Ουκρανία, ούτε και τάσσεται εξ ολοκλήρου κατά του Ισραήλ (και πως θα μπορούσε άλλωστε; ), παρά την άσκηση ήπιας κριτικής. Δεν θα διστάσουμε να το επαναλάβουμε: Ο πόλεμος που διεξαγάγει το Ισραήλ είναι ‘δίκαιος’.

[5] Βλέπε σχετικά, Ασπριάδης, Νεόφυτος., ‘Ο επικοινωνιακός πόλεμος και η πολιτική επικοινωνία ως στοιχείο της διεθνούς πολιτικής: μια συγκριτική ανάλυση στις σύγχρονες διεθνείς συγκρούσεις…ό.π. Η Ελλάδα δεν συμμετέχει στον «επικοινωνιακό-πληροφοριακό πόλεμο» που έχει εκδηλωθεί.

Προηγούμενο άρθροΥπουργείο Εργασίας: Ο «χάρτης» των πληρωμών από τον e-ΕΦΚΑ και τη ΔΥΠΑ έως τις 19 Ιανουαρίου
Επόμενο άρθροΤουρκία: Έκτακτο κυβερνητικό συμβούλιο ασφαλείας υπό τον Ερντογάν μετά τον θάνατο εννέα στρατιωτών στο βόρειο Ιράκ