Κατά την διάρκεια κοινοβουλευτικής συζήτησης μεταξύ του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του προέδρου του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος-Κινήματος Αλλαγής Νίκου Ανδρουλάκη, ο και πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας υπενθύμισε ορθώς στον συνομιλητή[1] του, πως ήσαν η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αυτή που έσπευσε να αναγνωρίσει το Ισραήλ, τον Απρίλιο του 1990, 42 χρόνια μετά την ίδρυση του (1948).
Το συγκεκριμένο επιχείρημα που χρησιμοποίησε ο πρωθυπουργός φαντάζει και είναι η λογική και όχι η λογικοφανής κατάληξη μίας στέρεας και καλά δομημένης επιχειρηματολογίας, η οποία στηρίχθηκε στην ανάδειξη στην επιφάνεια και στην άσκηση κριτικής στην έκδηλη φιλο-Παλαιστινιακή και φιλο-Αραβική στάση και πολιτική των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1980 και προσωπικά του τότε πρωθυπουργού, Ανδρέα Παπανδρέου.[2]
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως υπήρξε τόσο έκδηλος και ασυγκράτητος ο «φιλο-Παλαιστινισμός» του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Pierre-Andre Taguieff, ώστε, όχι μόνο απέφυγε να αναγνωρίσει το Ισραήλ, αλλά, και να θέσει στο τραπέζι το ενδεχόμενο της αναγνώρισης του, ‘κάποια στιγμή.’
Αυτού του τύπου η ρητορική ή αλλιώς, η επιχειρηματολογία η οποία διανθίζεται με ιστορικού τύπου αναφορές (είναι ίδιον του καλού ρήτορα να κάνει λελογισμένη και σωστή χρήση ιστορικών παραδειγμάτων στις ομιλίες του), είναι αρκετά πιθανό και να ‘γειώσει’ τον συνομιλητή, ο οποίος, εκεί που δεν το περίμενε, μπορεί να ψάχνει με ποιον τρόπο θα απαντήσει, και να τον φέρει σε θέση ‘άμυνας’, (σε δύσκολη θέση) με την σιωπή να καθίσταται κάτι παραπάνω από διαθέσιμη γλωσσικά, επιλογή,[3] και, επίσης, να τον μπερδέψει τόσο (αποτέλεσμα εκνευρισμού), ώστε αυτά που λέει ως απάντηση να μην παράγουν νόημα.
Υπό αυτό το πρίσμα, θα πούμε πως ο από το 2021 αρχηγός του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής ήρθε σε θέση ‘άμυνας’ μετά τις στοχευμένες αναφορές του πρωθυπουργού, δυσκολευόμενος ακόμη και να υπερασπιστεί το ‘ιερό τοτέμ’ τόσο του ιδίου όσο και πολλών στελεχών του ΠΑΣΟΚ: Ήτοι, τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Κομβική στιγμή για να φθάσει ο Νίκος Ανδρουλάκης στο σημείο να υιοθετήσει μία γλωσσικά αμυντική στάση, ήσαν η υπό μορφή ερώτησης διατύπωσης του πρωθυπουργού προς τον συνομιλητή του: Πόσο ισορροπημένη[4] υπήρξε η εξωτερική πολιτική των κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου την δεκαετία του 1980, την στιγμή όπου ο ίδιος, επενδύοντας στην φιλο-Παλαιστινιακή στάση (και στον διαρκή εκθειασμό του Γιάσερ Αραφάτ, θα προσθέσουμε εμείς), αρνούνταν κατηγορηματικά να αναγνωρίσει το Ισραήλ;’
Εξέλιξη η οποία συν τοις άλλοις, κατέτασσε την Ελλάδα στην ίδια κατηγορία με εθνικιστικά και αντι-Εβραϊκά Αραβικά καθεστώτα. Στην ίδια κατηγορία με το αυταρχικό, θεοκρατικό, Ιρανικό καθεστώς.
Εφόσον εντός κοινοβουλευτικής-γλωσσικής συζήτησης τέθηκε αυτό το ιστορικό γεγονός, ο συνομιλητής, δηλαδή ο Νίκος Ανδρουλάκης έρχεται αντιμέτωπος με το ‘κακό παρελθόν’ του κόμματος του οποίου το οποίος ο ίδιος δεν ήθελε να κληθεί να το διαχειριστεί ενώπιον ενός ικανού ομιλητή ή ρήτορα όπως είναι ο πρωθυπουργός. Τι να πει; Πως να υπερασπιστεί αυτό το παρελθόν που συνδέεται με τον πολιτικό στον οποίο ομνύει διαρκώς ως ‘αναμορφωτή της Ελλάδας’;
Ο πρωθυπουργός δεν διακατέχεται από κάποιου είδους «αρνητισμό»,[5] απέναντι στον Νίκο Ανδρουλάκη, σύμφωνα με την διατύπωση των Σαμαρά & Παπαθανασόπουλου.
Δηλαδή, δεν διακατέχεται από εμπάθεια τέτοια εναντίον του αρχηγού του τρίτου σε δύναμη κοινοβουλευτικού κόμματος, ώστε να αισθάνεται περίπου ως ‘φυσιολογική’ την υιοθέτηση μίας επιθετικής[6] στάσης απέναντι του.
Όπως είχε πράξει και τον Μάρτιο του 2022, λίγο μετά την έναρξη της Ρωσικής στρατιωτικής εισβολής στην Ουκρανία, όταν, απευθυνόμενος προς τον Γενικό Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος Δημήτρη Κουτσούμπα, είχε διανθίσει τα πολιτικά κατά βάση επιχειρήματα του με την χρήση ιστορικών τεκμηρίων[7] που αποδεικνύουν την γενοκτονική πολιτική που εφάρμοσε το Σοβιετικό-Σταλινικό ολοκληρωτικό καθεστώς στην Ουκρανία (‘Γολομοντόρ’ είναι ο όρος στην Ουκρανική γλώσσα που αποδίδει την καταστροφή που βίωσαν οι Ουκρανοί πολίτες από την βίαιη πολιτική κολεκτιβοποίησης που ακολούθησε ο Στάλιν), καθιστώντας τον Γενικό Γραμματέα του ΚΚΕ έκθετο και εκνευρισμένο,[8] έτσι και τώρα, αντλεί ένα παράδειγμα από την πρόσφατη πολιτική ιστορία της χώρας.
Με στόχους το να τεκμηριώσει την επιλογή του (η ‘Ελλάδα τίθεται αταλάντευτα στο πλευρό του Ισραήλ’), να υπερασπιστεί το πολιτικό παρελθόν του πατέρα του, να καταδείξει τα αδιέξοδα που δημιούργησε η εξωτερική πολιτική των κυβερνήσεων Παπανδρέου, και, τελευταία άλλα όχι έσχατο, να καταδείξει τις ευκαιρίες που προέκυψαν μετά την αναγνώριση του Ισραήλ από την Ελλάδα. Ευκαιρίες σχετικές με την εξέλιξη και την εμβάθυνση των διμερών σχέσεων.
Όπως μπορεί να συναχθεί εκ της συζήτησης και της στάσης Ανδρουλάκη, ο ίδιος δεν είχε παρακολουθήσει τότε την αντιπαράθεση του πρωθυπουργού με τον Δημήτρη Κουτσούμπα, με τον πρωθυπουργό να του προσφέρει ένα ‘μάθημα’ περί ιστορίας και ρητορικού ύφους και ήθους.
Και το ‘μάθημα’ ήσαν σκληρό και για τον ίδιο τον Νίκο Ανδρουλάκη, και για τους βουλευτές του Κεντροαριστερού πολιτικού κόμματος: Δεν μπορεί, στο βωμό ενός κάποιου ‘προοδευτισμού,’ να ‘υπερασπίζεσαι όλες τις επιλογές του Ανδρέα Παπανδρέου.’
[1] Έχοντας κατά νου την αναφορά της Ειρήνης Τσαγκαράκη για την οποία ο «κοινοβουλευτικός/πολιτικός λόγος» δεν αποτελεί παρά ένα «γλωσσικό φαινόμενο», θα τονίσουμε, θεωρητικώ τω τρόπω, πως ακόμη και αν δύο πολιτικοί αρχηγοί δεν καθίστανται άμεσοι συνομιλητές διότι δεν αλληλεπιδρούν άμεσα γλωσσικά, υπό μορφή διαλόγου, δεν παύουν να είναι συν-ομιλητές. Και γιατί λέμε κάτι τέτοιο; Γιατί στο επίκεντρο τίθεται η φυσική παρουσία, εκεί όπου ο ομιλών βλέπει τον ΄Άλλο’ (δεν αντιλαμβάνεται απλά και μόνο, την παρουσία του) και του απευθύνεται με τον τρόπο που ο ίδιος επιθυμεί. Από την στιγμή όπου το ‘βλέπειν’ συνοδεύεται από το ‘λέγειν προς’, τότε ο πολιτικός στον οποίο απευθύνεται ο ομιλών, καθίσταται αυτομάτως συνομιλητής. Όπως ακριβώς συνέβη στην περίπτωση του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Νίκου Ανδρουλάκη, στο εγκάρσιο σημείο όπου ο δεύτερος αξιοποίησε αποκλειστικά το βήμα της Βουλής για να απαντήσει στον πρωθυπουργό, πράγμα που σημαίνει πως απέφυγε να μιλήσει ή αλλιώς, να αναπτύξει την επιχειρηματολογία του, από την θέση που στην οποία κάθεται ως επικεφαλής του τρίτου σε δύναμη κοινοβουλευτικού κόμματος. Βλέπε σχετικά, Τσαγκαράκη, Ειρήνη., ‘Ελληνικός κοινοβουλευτικός λόγος,’ Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2022, σελ. 14, Διαθέσιμη στο: Τσαγκαράκη Ειρήνη (2022 Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ)) Ελληνικός κοινοβουλευτικός λόγος (ekt.gr) Εάν η κοινοβουλευτική-γλωσσική συζήτηση καθίσταται έντονη, δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα για έναν αρχηγό πολιτικού κόμματος (εδώ έχουμε κατά νου τον εκάστοτε επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης), να περιμένει υπομονετικά το ‘πότε’ θα έρθει η σειρά του για να απαντήσει στα όλα λέει ο πρωθυπουργός. Εξού και παρατηρούμε το φαινόμενο της ανάπτυξης μίας άτυπης μορφής διαλόγου, εκεί όπου ο καθήμενος στα κοινοβουλευτικά έδρανα πολιτικός αρχηγός σπεύδει να ‘απαντήσει’ στα πρωθυπουργικά επιχειρήματα, έτσι όπως διατυπώθηκαν από το βήμα της Βουλής, ενίοτε φωνασκόντας και χειρονομώντας προς το μέρος του. Όντας, θεωρητικά και πολιτικά, θιασώτες αυτού που θα ορίσουμε ως ‘κοινοβουλευτικό πολιτισμό,’ δεν ενστερνιζόμαστε μία τέτοια συμπεριφορά. Αντιπαράθεση μεταξύ των δύο υπήρξε, δεν ήταν όμως έντονη ή πολύ έντονη.
[2] Επιχειρώντας να εμβαθύνουμε περισσότερο, θα επισημάνουμε πως μέσω αυτής της πολύ σωστής επισήμανσης του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, διεφάνησαν και οι πολιτικές του προτιμήσεις. Και τι εννοούμε λέγοντας κάτι τέτοιο; Εννοούμε πως διεφάνη πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης προτιμά από τον χώρου του ΠΑΣΟΚ τον συγκροτημένο, εκσυγχρονιστή και ‘πολέμιο’ του λαϊκισμού Κώστα Σημίτη, αντί του αυθόρμητου ειδικά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980, εθνικολαϊκιστή (στην πολιτική σκέψη του Ανδρέα Παπανδρέου ‘λαός’ και ‘έθνος’ ήσαν το ‘ίδιο πράγμα’), και περισσότερο εθνο-κεντρικού στη σκέψη, Ανδρέα Παπανδρέου. Οφείλουμε όμως να επισημάνουμε πως η εθνο-κεντρική προσέγγιση του Ανδρέα Παπανδρέου, άρχισε να υποχωρεί αισθητά προς τα τέλη της δεκαετίας του 1980, με σημείο τομής την ελληνοτουρκική κρίση του 1987.
[3] Σε μία γλωσσική συζήτηση ένας συνομιλητής μπορεί να σιωπήσει για τους κάτωθι λόγους: Πρώτον, διότι πρώτα και κύρια, δεν έχει τι να απαντήσει. Δεύτερον, διότι εκτιμά, λογικά σκεπτόμενος, πως αυτό που θα πει περισσότερο θα βλάψει τον ίδιο παρά τον συνομιλητή του, οπότε στρέφεται εν τοις πράγμασι στη σιωπή έως έρθει η στιγμή να πάρει ξανά τον λόγο, μετά από λίγη ώρα, όταν θα έχει υποχωρήσει και η αμηχανία του. Τρίτον γιατί είναι τέτοια η συμβολική και πραγματολογική ισχύ του επιχειρήματος ή των επιχειρημάτων του συνομιλητή του, ώστε να μην μπορεί παρά να τα αποδεχθεί δια της σιωπής του. Τέταρτον, επειδή έρχεται σε τέτοια δύσκολη θέση, σε τέτοια αμηχανία και ‘αδυναμία’, ώστε η επιλογή ή η επένδυση στη σιωπή (του) να είναι ο μόνος διαθέσιμος τρόπος να ολοκληρωθεί η συζήτηση και να καταπιαστούν οι συνομιλητές με κάποιο άλλο θέμα.
[5] Βλέπε σχετικά, Σαμαράς, Α.Ν., & Παπαθανασόπουλος, Σ., ‘Τηλεοπτικός πολιτικός (διά) λογος: οι απεικονίσεις της πολιτικής στις τηλεμαχίες και στα «παράθυρα» των τηλεοπτικών δελτίων ειδήσεων,’ Αθήνα, Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Εφηρμοσμένης Επικοινωνίας ΕΚΠΑ, 2007.
[6] Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, δεν επιτέθηκε ρητορικά, κατά τους Aspiriadi, Taka & Samara, στον Νίκο Ανδρουλάκη με στόχο να του προξενήσει ζημία. Αυτό που ήθελε είναι να ωθήσει τόσο τον ίδιο όσο και τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ να επανεξετάσουν την στάση τους ως προς την σύγκρουση του Ισραήλ με την τρομοκρατική οργάνωση της ‘Χαμάς.’ Να πάψουν δηλαδή να αναζητούν προσκόμματα για να ‘δικαιολογήσουν’ την βάρβαρη τρομοκρατική επίθεση της ‘Χαμάς’ επί Ισραηλινού εδάφους. Βλέπε και, Aspriadis, N., Takas, M., & Samaras, Ath, N., ‘Country reputation assassination during the Greek memorandum re-negotiations,’ στο: Samoilenko, S.A., Icks, M., Keohane, J., & Shiraev, E., (επιμ.), ‘Routledge handbook of character assassination and reputation management,’ New York, Routledge, 2020, σελ. 236-250.
[7] Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όχι μόνο διανθίζει τις ομιλίες του, ιδίως από το βήμα της Βουλής με ιστορικά παραδείγματα, αλλά, και με επιστημονικά τεκμήρια και πορίσματα (βλέπε και την περίοδο της πανδημίας), σε βαθμό μεγαλύτερο από ότι έπρατταν άλλοι πρωθυπουργοί στο παρελθόν.
[8] Ο Δημήτρης Κουτσούμπας ευρισκόμενος σε αμηχανία έψαχνε τις σημειώσεις του, στράφηκε στο απλοϊκό και γνώριμο στον ίδιο μοτίβο του ‘αντι-κομμουνισμού’ το οποίο έρχεται στο προσκήνιο σε δύσκολες στιγμές προκειμένου να ‘κρύψει’ την αδυναμία, και αναζητούσε τα βλέμματα των μελών της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος του για συμπαράσταση. Αν ο Νίκος Ανδρουλάκης απαντούσε, ή αλλιώς, εύρισκε τον τρόπο να απαντήσει για να ξεφύγει από τα δυσάρεστα συναισθήματα που μπορεί να του προκάλεσε η αρνητική αναφορά στο όνομα του Ανδρέα Παπανδρέου, θα δεχόταν εκείνη την ερώτηση που δεν επιδέχεται οτιδήποτε άλλο πέραν μίας απλής και ξεκάθαρης απάντησης: ‘Αναγνώρισε το Ισραήλ η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, κύριε Ανδρουλάκη; Ναι ή Όχι’;