Όπως ήδη είναι γνωστό, την Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου, ο Πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα επισκεφθεί την Αθήνα, όπου και θα έχει επαφές και συζητήσεις με τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη.
Πέραν αυτού, οι δύο ηγέτες, θα προεδρεύσουν του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας στο οποίο και θα συμμετάσχουν πολλοί Έλληνες και Τούρκοι υπουργοί.
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε[1] πως σε αυτή την πολύ σημαντική επίσκεψη του Τούρκου προέδρου στην Αθήνα και όχι τελικά στη Θεσσαλονίκη, δεν πρέπει να αναμένεται η διαμόρφωση των προϋποθέσεων ώστε από κοινού οι δύο χώρες να εκκινήσουν τις συζητήσεις και τις διεργασίες για την υπογραφή του συνυποσχετικού και την παραπομπή των εκκρεμών ελληνο-τουρκικών διαφορών, ή τουλάχιστον των πλέον σημαντικών, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Άλλωστε, αυτή η συζήτηση περί Χάγης και περί προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο, πρέπει πρωτίστως να διεξαχθεί εντός Τουρκικού κομματικού-πολιτικού συστήματος, καθότι, για να παραπεμφθούν οι ελληνο-τουρκικές διαφορές (ας πούμε η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας), προς επίλυση σε αυτό το δικαστήριο, η Τουρκία πολιτική ηγεσία πρέπει να πάψει να επιδεικνύει την προτίμηση της στο μοντέλο των άμεσων, διμερών διαπραγματεύσεων με την Ελλάδα.[2]
Αρκετοί Τούρκοι πολιτικοί δεν θεωρούν την Χάγη ως ‘αναγκαίο κακό’, αλλά, ως κάτι που πρέπει να αποφευχθεί, σε ένα πολύ λεπτό σημείο όπου οι συχνές αναφορές του Κυριάκου Μητσοτάκη, κύρια προ ολίγων μηνών, στο ενδεχόμενο προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αφενός μεν συνέβαλλαν ώστε όχι λίγοι πολίτες[3] να επιθυμούν την προσφυγή σε αυτή, και, αφετέρου δε, στο να αρχίσει να αντιμετωπίζεται από Έλληνες βουλευτές ως μία εκ των διαθέσιμων επιλογών και όχι ως ‘αναγκαίο κακό’.
Αυτό που δεν έχει μελετηθεί από τον Φεβρουάριο του 2023 και έπειτα, μετά δηλαδή από τους σεισμούς στην Τουρκία, είναι το πως η γλωσσική στροφή, δηλαδή η επιλογή γλωσσικών όρων και εκφράσεων που δεν φέρουν ένα ‘φορτισμένο’ (και αρνητικά), και ‘συγκρουσιακό’ περιεχόμενο, έχουν συντελέσει στην βελτίωση του κλίματος μεταξύ των δύο χωρών.
Μάλιστα, όσο περισσότερο επίσημοι και αξιωματούχοι έκαναν γλωσσική χρήση εκφράσεων όπως ‘απαραίτητος ελληνοτουρκικός διάλογος’, ‘επίλυση διαφορών και προβλημάτων,’ ‘καλό κλίμα,’ ‘δημιουργία προοπτικών,’ [4]τόσο περισσότερο τίθονταν οι βάσεις για την βελτίωση του μέχρι πριν από έναν χρόνο επιβαρυμένου κλίματος.
Θα μπορούσε, μέσα σε αυτή την συγκυρία, η χρήση της έκφραση «ελληνοτουρκική αντιπαράθεση»[5] την οποία χρησιμοποιεί ο Ιωάννης Δ. Στεφανίδης, να μεταβάλλει επί τα χείρω το όλο κλίμα; Σαφώς και όχι, είναι η απάντηση μας.
Και όμως, ακόμη και η χρήση του σχετικού ουδέτερου ‘ελληνοτουρκική αντιπαράθεση’ (δεν μιλάμε για εκφράσεις όπως ‘ελληνοτουρκική σύγκρουση’/Ποιος μιλά για πόλεμο σήμερα;), αποφεύχθηκε, με την έμφαση να δίνεται στο πως και μέσω της γλώσσας και των γλωσσικών επιλογών θα συγκροτηθεί ένα στέρεο υπόβαθρο.
Το οποίο και θα αξιοποιηθεί για την λήψη πρωτοβουλιών με στόχο τόσο την βελτίωση των διμερών σχέσεων, τόσο την δημιουργία ενός κατάλληλου, για εντατικές συνομιλίες κλίματος, όσο και για την βελτίωση των δια-προσωπικών σχέσεων Ελλήνων και Τούρκων αξιωματούχων. Κάτι που επίσης επιτεύχθηκε.
Συνεπεία όσων εκθέσαμε πιο πάνω περί γλώσσας, οι προσωπικές σχέσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν βρίσκονται στο καλύτερο σημείο τους εδώ και περίπου μία τετραετία, από τότε που ουσιαστικά η Νέα Δημοκρατία ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας (2019).[6]
Επίσης, οι δύο υπουργοί Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης και Χακάν Φιντάν, ανέπτυξαν εξ αρχής σχέσεις και επαφές, δίχως να αναμένουν το πότε θα ‘ωριμάσουν οι συνθήκες’.
Και όλο αυτό το κλίμα διαχέεται προς τα κάτω, επηρεάζοντας με θετικό τρόπο και άλλους υπουργούς. Λίγο πιο πάνω, θίξαμε το ζήτημα της αντιμετώπισης του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης και της συμβολής που μπορεί να έχει για την επίλυση των ελληνο-τουρκικών διαφορών, από Τούρκους πολιτικούς.
Θα ήσαν παράλειψη να μην υπογραμμίσουμε, ίσως όχι απαραίτητα εμφατικά, πως ήδη συντελείται μία πρώτη «γλωσσική υποχώρηση»,[7] κατά τους Κουνιαρέλλη & Fasold. Και ποια είναι αυτή η «γλωσσική υποχώρηση»;
Είναι το γεγονός πως το ενδεχόμενο προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης αρχίζει να συζητείται και να μην αποτελεί ‘ταμπού’ ή ‘φετίχ’ που ουδείς ‘διανοείται να θίξει’. Η απαραίτητη ‘διαπαιδαγώγηση’ των πολιτών σχετικά με την επίτευξη των αναγκαίων συμβιβασμών για την επίλυση των ελληνο-τουρκικών διαφορών, περνά και μέσω της γλώσσας.
Πάντως, τουλάχιστον μέχρι στιγμής και παρά το θετικό κλίμα, δεν έχει προκύψει αυτό που ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος ορίζει ως «κοινωνική ζήτηση»[8] (social demand). Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο;
Σημαίνει πως δεν έχει διαμορφωθεί εκείνη η κοινωνική πλειοψηφία που θα διεκδικήσει από την κυβέρνηση ή θα ζητήσει (δεν μιλάμε για ακτιβιστικές δράσεις) κυρίως και το πολιτικό σύστημα δευτερευόντως, την εντός ενός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος επίλυση των ελληνο-τουρκικών διαφορών.
[1] Θεωρητικώ τω τρόπω, θα επισημάνουμε πως η σύγκληση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας εισφέρει ή αλλιώς, κομίζει καινούργια στοιχεία όσον αφορά τις διμερείς ελληνοτουρκικές σχέσεις. Και τι εννοούμε λέγοντας κάτι τέτοιο; Εννοούμε πως οι συζητήσεις δεν θα επικεντρωθούν στην οικοδόμηση Μέτρων Εμπιστοσύνης, ούτε σε θέματα που άπτονται του πεδίου που αρκετοί διεθνολόγοι και πολιτικοί επιστήμονες χαρακτηρίζουν ως πεδίο ‘χαμηλής πολιτικής’. Υπό αυτό το πρίσμα, θα συζητηθούν θέματα όπως είναι η Πολιτική Προστασία και η Κλιματική Αλλαγή και η αντιμετώπιση της (για την ακρίβεια, η λήψη μέτρων ή αλλιώς, η εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών για την αντιμετώπιση της), κάτι που δεν έχει επιχειρηθεί στο παρελθόν και δη στο πρόσφατο παρελθόν, τουλάχιστον στο βαθμό που θα έπρεπε. Εμβαθύνοντας περισσότερο, θα τονίσουμε πως οι πρόσφατοι καταστροφικοί σεισμοί στην Τουρκία, δεν αποτέλεσαν μόνο το έναυσμα για την βελτίωση των διμερών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, αλλά, καλλιέργησαν και το έδαφος ώστε να τεθούν στο επίκεντρο νέες και επίκαιρες θεματικές, διευκολύνοντας την επαφή και την επικοινωνία των δύο πλευρών. Σε αυτό το σημείο της ανάλυσης μας, θα κάνουμε χρήση της «στρατηγικής της κοινωνικοποίησης» (socialization strategy), η οποία αναπτύχθηκε από τον καθηγητή Παναγιώτη Τσάκωνα. Τι σημαίνει όμως «στρατηγική της κοινωνικοποίησης»; Μπορεί να μας απαντήσει επ’ αυτού και πειστικά, ο Χρήστος Ροζάκης: Η ‘στρατηγική της κοινωνικοποίησης’ «θα μπορούσε να συνοψιστεί στην ακόλουθη περιγραφή: μια μικρή-μεσαία χώρα, που απειλείται από μια υπέρτερη δύναμη και που από μόνη της δεν μπορεί να καθιερώσει την απαραίτητη εκείνη ισορροπία που θα της επέτρεπε να ανταποκριθεί με επιτυχία στην απειλή, χρησιμοποιεί τη διεθνή κοινότητα και, ιδιαίτερα, έναν ή περισσότερους βαρύνοντες διεθνείς οργανισμούς προκειμένου να βοηθηθεί, μέσα από αυτούς, στην αντιμετώπιση της απειλής». Έτσι λοιπόν, ως προς το πεδίο της κλιματικής αλλαγής, θεωρούμε πως η εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ένας σημαίνον «διεθνής οργανισμός»), στην προώθηση συνεργειών και στην χάραξη και εφαρμογή περιβαλλοντικών πολιτικών, θα μπορούσε να συμβάλλει και στο να εμβαθύνει περαιτέρω η συνεργασία των δύο χωρών σε αυτό το πεδίο, εφόσον αυτές θα έχουν αντλήσει ευρωπαϊκή τεχνογνωσία, και να βελτιωθεί ακόμη περισσότερο το ήδη πολύ καλό κλίμα, αποτελώντας ‘πρώτη ύλη’ για την διαμόρφωση μίας θετικής δυναμικής που συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για την έναρξη διαπραγματεύσεων με στόχο την επίλυση των εκκρεμών ελληνο-τουρκικών διαφορών. Βλέπε και, Ροζάκης, Χρήστος., ‘PANAYOTIS J. TSAKONAS, The Incomplete Breakthrough in Greek-Turkish Relations. Grasping Greece’s Socialization Strategy, Palgrave Macmillan, Basingstoke – New York 2010, xi & 289 σελ. Βιβλιοκριτική, Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, χ.χ., Διαθέσιμο στο: JRN-5381_JP3442_08.pdf (grissh.gr)
[2] Κατά την διάρκεια αυτής της επίσκεψης του Τούρκου Προέδρου, θα ΄δοκιμαστεί’, για πρώτη φορά, το μοντέλο της ‘πατριωτικής Αριστεράς’ στο οποίο ομνύει ο νέος πρόεδρος του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, Στέφανος Κασσελάκης. Ως προς αυτό το κομματικό ‘μοντέλο,’ οι επιρροές ή η επίδραση από την δεκαετία του 1940 (βλέπε την δράση και τις αφηγήσεις της ηγεσίας του ‘ΕΑΜ’), καθώς και από την ύστερη Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά της δεκαετίας του 1960 (η στροφή προς το Κυπριακό και η αύξηση του ενδιαφέροντος διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στο να επενδύσει η ηγεσία της ΕΔΑ στην έννοια του ‘πατριωτισμού,’ έννοια την οποία νοηματοδότησε με καθαυτό Αριστερούς όρους), καθίστανται κάτι παραπάνω από εμφανείς. Και είναι αληθές πως τα προηγούμενα χρόνια, πριν ακόμη την εκκίνηση των διαπραγματεύσεων για την ονομασία της Βόρειας Μακεδονίας που ως γνωστόν κατέληξαν στην υπογραφή της ‘Συμφωνίας των Πρεσπών,’ ο ΣΥΡΙΖΑ επεδείκνυε σχετικά μικρό ενδιαφέρον για τα ελληνο-τουρκικά την επίλυση των ελληνο-τουρκικών διαφορών, εκεί όπου το ενδιαφέρον του κατά κύριο λόγο περιστρέφονταν γύρω από την μη ύπαρξη κάποιου απρόοπτου ‘επεισοδίου’ το οποίο δεν θα μπορούσε να διαχειριστεί εύκολα. Μάλιστα, όσο περισσότερο πύκνωναν οι αναφορές της Νέας Δημοκρατίας σε αυτό το μείζον ζήτημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, τόσο περισσότερο μειώνονταν οι αντίστοιχες Συριζαϊκές, με την ηγεσία του λαϊκιστικού κόμματος να παραχωρεί ‘πολύ χώρο’ στο ‘ρεύμα’ της ‘Ομπρέλας,’ το οποίο ήσαν αυτό που συνέβαλλε δραστικά στη διαμόρφωση της κεντρικής Συριζαϊκής γραμμής για τα ελληνο-τουρκικά. Δεν θα διστάσουμε, κινούμενοι θεωρητικά, να διατυπώσουμε και μία δεύτερη υπόθεση εργασίας: Η κινητοποίηση συμβολικών, πολιτικών και διπλωματικών πόρων προς την κατεύθυνση οριστικής επίλυσης του ονόματος της Βόρειας Μακεδονίας, και η ‘κατανάλωση’ ενέργειας, είχαν ως αποτέλεσμα να ‘εξαντληθούν’ τόσο πολύ το κόμμα και η κυβέρνηση, που δεν είχαν ουδεμία διάθεση έκτοτε να καταπιαστούν και με τα ελληνο-τουρκικά. Για τον τρόπο με τον οποίο η Αριστερά προσέγγισε το Κυπριακό την δεκαετία του 1950, παραπέμπουμε τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη στη διδακτορική διατριβή του Αντώνη Αντωνίου η πραγματεύεται με ψυχραιμία και ωριμότητα ανάλογη της σημαντικότητας του, το ως άνω ζήτημα. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε πως η εν Ελλάδι Αριστερά έσπευσε να αξιοποιήσει το Κυπριακό προκειμένου να εμπλουτίσει τις θεωρητικές επεξεργασίες της, οι οποίες, για πρώτη φορά, προσέλαβαν αντι-αποικιακό πρόσημο, κάτι άγνωστο για την πολιτική κουλτούρα πολλών κομμουνιστών που είχαν δράσει την δεκαετία του 1940 μέσα από τις τάξεις του ΕΑΜ. Βλέπε και, Αντωνίου, Αντώνης., ‘Ελληνική αριστερά και κυπριακό ζήτημα στη δεκαετία του 1950,’ Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, 2016, Διαθέσιμη στο: Ελληνική αριστερά και κυπριακό ζήτημα στη δεκαετία του 1950 (didaktorika.gr)
[3] Ως προς αυτό, είναι χαρακτηριστικά τα ευρήματα της δημοσκόπησης της ‘Metron Analysis,’’τα οποία παρουσιάστηκαν σε συνέδριο που πραγματοποίησε ο ‘Κύκλος Ιδεών’ του Ευάγγελου Βενιζέλου. Ένα 68% των ερωτηθέντων, τάσσεται υπέρ της προσφυγής των ελληνο-τουρκικών διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, γεγονός που συνιστά μία αξιοσημείωτη αλλαγή και μία ελπιδοφόρα εξέλιξη. Τώρα είναι η ‘ευκαιρία’ να εμπεδωθεί στην συνείδηση των πολιτών ό,τι η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης μπορεί να επιφέρει την λύση με όρους συμβιβασμού. Βλέπε και, Κρουστάλλη, Δήμητρα., ‘Ο δρόμος για τη Χάγη – Τα νέα δεδομένα και οι εσωτερικές πολιτικές συγκρούσεις,’ Εφημερίδα ‘Το Βήμα,’ 09/11/2023, Ο δρόμος για τη Χάγη – Τα νέα δεδομένα και οι εσωτερικές πολιτικές συγκρούσεις – ΤΟ ΒΗΜΑ (tovima.gr)
[4] Και εδώ, την αρχή την έκανε ο φιλελεύθερος Πρωθυπουργός και Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης, που εν προκειμένω διείδε το πόσο μπορεί να προκύψει ένα άλλο και πιο θετικό κλίμα, μέσω της γλώσσας και μέσω της χρήση όρων που προκαλούν θετικά συναισθήματα. Λόγω της σταθερής γλωσσικής συμπεριφοράς του Κυριάκου Μητσοτάκη και της ελληνικής πλευράς, ο Τούρκος Πρόεδρος και άλλοι αξιωματούχοι, ‘υποχρεώθηκαν’ να προβούν σε αλλαγές ως προς την γλώσσα που χρησιμοποιήσουν, πράγμα αξιοσημείωτο γλωσσικά και θεωρητικά, εάν συνυπολογίσουμε πως κυρίως ο Τούρκος Πρόεδρος δεν αρέσκεται σε αλλαγές, έστω και σταδιακές. Επίσης, χρήζει επισήμανσης το γεγονός πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης, δεν έκανε χρήση τους προηγούμενους μήνες, της «συνομιλιακής μείξης κωδίκων» (conversational codemixing), σύμφωνα με την διατύπωση του Gumperz. Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Πολύ απλά, ότι απέφυγε να ‘γκριζάρει’ τον λόγο του, «παραθέτοντας λόγους των άλλων», για να παραφράσουμε την Ειρήνη Κουνιαρέλλη, και ιδίως όλων εκείνων των Ελλήνων πολιτικών (πρωθυπουργών) που κατά το παρελθόν διαχειρίστηκαν τα ελληνοτουρκικά και είχαν επαφές με τον Τούρκο πρόεδρο. Βλέπε σχετικά, Gumperz, John., ‘Linguistic and social interaction in two communities,’ American Anthropologist, 66, 6, 1964, σελ. 137-153. Και, Κουνιαρέλλη, Ειρήνη., ‘Κοινωνιογλωσσολογική προσέγγιση της γλωσσικής ποικιλίας της Αγιάσου Λέσβου: γλωσσικές στάσεις και πρακτικές των νεότερων γενεών,’ Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, 2022, σελ. 39, Διαθέσιμη στο: Κοινωνιογλωσσολογική προσέγγιση της γλωσσικής ποικιλίας της Αγιάσου Λέσβου: γλωσσικές στάσεις και πρακτικές των νεότερων γενεών (didaktorika.gr)
[5] Βλέπε σχετικά, Στεφανίδης, Δ. Ιωάννης., ‘Ουμούτ Οζκιριμλί – Σπύρος Α. Σοφός, Το βάσανο της Ιστορίας: ο εθνικισμός στην Ελλάδα και στην Τουρκία [Tormented by History: Nationalism in Greece and Turkey], Μετάφραση: Γιώργος Σαλταπίδας. Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2008, 331 σελ. Βιβλιοκριτική, Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, Τόμος 34, 2009, Διαθέσιμη στο: 14489-409-34686-1-10-20170918 (1).pdf
[6] Με υπομονή και εμπιστοσύνη στις ικανότητες του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατάφερε να αλλάξει την γνώμη που είχε μέχρι πριν από περίπου ένα χρόνο, για τον ίδιο, ο Τούρκος Πρόεδρος.
[7] Βλέπε σχετικά, Fasold, Ralph., ‘The sociolinguistics of society,’ Oxford, Basil Blackwell, 1984. Επίσης, Κουνιαρέλλη, Ειρήνη., ‘Κοινωνιογλωσσολογική προσέγγιση της γλωσσικής ποικιλίας της Αγιάσου Λέσβου: γλωσσικές στάσεις και πρακτικές των νεότερων γενεών…ό.π., σελ. 40. Βέβαια, η επίλυση των μακροχρόνιων και εκκρεμών ελληνο-τουρκικών διαφορών δεν θα επέλθει λόγω της επιλογής συγκεκριμένων λέξεων και εκφράσεων. Εάν η ελληνική πλευρά ομιλεί για ‘βιώσιμες λύσεις’ η Τουρκική μιλά για ‘συνύπαρξη’.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.Εντάξει