Για την εναντίωση του Αντώνη Σαμαρά στην τροπολογία για τους μετανάστες – Γράφει ο Δρ. Σίμος Ανδρονίδης

Τις τελευταίες ημέρες, στην πολιτική επικαιρότητα βρίσκεται το ζήτημα της διαφοροποίησης του πρώην πρωθυπουργού και προέδρου της Νέας Δημοκρατίας Αντώνη Σαμαρά, από την κυβέρνηση, σχετικά με την παροχή προσωρινής άδειας διαμονής σε παράνομους μετανάστες.

Σίμος Ανδρονίδης
Γράφει ο Δρ. Σίμος Ανδρονίδης

 Όπως διαβάζουμε στην διαδικτυακή έκδοση της εφημερίδας ‘Πρώτο Θέμα,’ η συγκεκριμένη τροπολογία υπερψηφίστηκε από 262 βουλευτές (Νέα Δημοκρατία, Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα-Κίνημα Αλλαγής, ΚΚΕ, Πλεύση Ελευθερίας, Νέα Αριστερά), με τον Αντώνη Σαμαρά να είναι συνεπής με τα λεγόμενα του[1] και να μην ψηφίζει υπέρ της συγκεκριμένης τροπολογίας.

 Σε αυτό το πλαίσιο, μπορούμε, χάριν της ‘οικονομίας’ της ανάλυσης μας, να διατυπώσουμε το εξής ερώτημα: Μήπως τελικά ο Αντώνης Σαμαράς έπεσε ‘θύμα’ αυτού που ο καθηγητής Στάθης Καλύβας προσδιορίζει ως «effects pervers»;

Και τι σημαίνει η έκφραση «effect pervers»; «Effects Pervers» είναι εκείνες οι «συνέπειες που καταλήγουν να είναι ακριβώς αντίθετες προς τις προτιμήσεις των υποκειμένων».[2]

Υπό αυτό το πρίσμα, θα υπογραμμίσουμε πως ο Αντώνης Σαμαράς δεν έπεσε στην ‘παγίδα’ των ‘effects pervers’, διότι είχε βαθιά επίγνωση του ότι η συγκεκριμένη τροπολογία θα μπορούσε να συγκεντρώσει την υποστήριξη και άλλων πολιτικών κομμάτων, πλην της Νέας Δημοκρατίας.

 Και εξ αρχής, δεν επένδυσε συμβολικούς και πολιτικούς πόρους προς την κατεύθυνση του να αποτρέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, με το οποίο εκ των προτέρων δεν συμφωνούσε.

Ως προς αυτό λοιπόν, ούτε έσπευσε να αντιταχθεί σε μία τέτοια διαμορφωθείσα εξέλιξη,[3] ούτε και να επηρεάσει, δια του λόγου του, άλλους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, ωθώντας τους, παρά και την επιβολή κομματικής ‘πειθαρχίας,’ να καταψηφίσουν την τροπολογία.

 Η πολιτική του στάση ήσαν αυστηρά προσωπική, με τον ίδιο να επιθυμεί να έχει τον ρόλο του ηγέτη που θα λειτουργεί ως «φωνή βοώντος εν τη ερήμω», σύμφωνα με την διατύπωση του Αμερικανού κοινωνιολόγου, Χέρμπερτ Μπλούμερ.

Δηλαδή, να έχει τον ρόλο του «μοναχικού πρωτοπόρου»[4] που θα ‘προειδοποιεί’ όταν οι ‘άλλοι εφησυχάζουν’ και ‘πανηγυρίζουν.’ Που θα προσπαθεί να ‘σπείρει’ την αμφιβολία και τον προβληματισμό, όταν οι άλλοι δεν αντικρίζουν παρά ένα ‘λαμπρό μέλλον’.

Ακόμη και αρκετοί πολιτικοί επιστήμονες παραγνωρίζουν ή ορθότερα, πέφτουν στην ‘παγίδα’ της λεγόμενης πρωθυπουργικής ‘γνώμης’: Ήτοι, της γνώμης που διατυπώνουν πρώην πρωθυπουργοί[5] που είναι εν ενεργεία βουλευτές για μία σειρά θεμάτων, συνήθως κρίσιμων και σημαντικών.

Και όμως, σε μία τέτοια περίπτωση, ο Αντώνης Σαμαράς ομιλεί ως εν ενεργεία βουλευτής και όχι ως πρώην πρωθυπουργός που κάνει χρήση κάποιων ‘ειδικών’ προνομίων.  Αποτελεί αυτή η εναντίωση του πρώην πρωθυπουργού το απαραίτητο έναυσμα για την συγκρότηση ενός αντιπολιτευτικού πόλου αρχικά εντός της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Νέας Δημοκρατίας; Όχι, είναι η απάντηση μας.

Πρώτον, ο Αντώνης Σαμαράς[6] δεν διακατέχεται από τέτοιου τύπου φιλοδοξίες τις οποίες έχει προ πολλού υπερβεί, όπως και τον λαϊκισμό άλλωστε, επιδεικνύοντας προσήλωση στην άσκηση των βουλευτικών του καθηκόντων και συμφωνώντας με τα κεντρικά προτάγματα της Μητσοτακικής διακυβέρνησης.

Δεύτερον, διότι η Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας είναι σε τέτοιο βαθμό συμπαγής, ώστε να απαιτούνται παραπάνω του ενός βουλευτές, και μάλιστα ‘ισχυροί βουλευτές’ (ή αλλιώς, ισχυροί κοινοβουλευτικοί), για να τεθούν οι βάσεις για την δημιουργία αντιπολιτευτικού πόλου.

 Τρίτον, διότι η ισχυρή πολιτική προσωπικότητα του πρωθυπουργού και προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, αρκεί για να ‘καταστείλει’ εν τη γενέσει τους κινήσεις προς την κατεύθυνση δημιουργίας ενός αντιπολιτευτικού πόλου. Ο πρώην πρωθυπουργός δεν επιθυμεί να εκφράσει κάποια ‘κοινή λογική’ (τι σημαίνει άλλωστε κάτι τέτοιο; ).


 

[1] Δεν θεωρούμε πως η θέσπιση κομματικής ‘πειθαρχίας’ (βλέπε τις δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου, Παύλου Μαρινάκη), επηρέασε την όλη στάση του Αντώνη Σαμαρά απέναντι στην τροπολογία, ‘εξαναγκάζοντας’ τον σε ‘δεύτερες σκέψεις’ ως προς το ενδεχόμενο να την ψηφίσει ή όχι. Θεωρητικώ τω τρόπω, θα επισημάνουμε πως η διευκρίνιση του κυβερνητικού εκπροσώπου Παύλου Μαρινάκη (‘όλοι οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας καλούνται να ψηφίσουν την τροπολογία, πλην Αντώνη Σαμαρά’), ‘απελευθέρωσε’ τον νυν βουλευτή Μεσσηνίας του κυβερνώντος κόμματος, ο οποίος έσπευσε να υπερασπιστεί με ακόμη μεγαλύτερη ζέση την θέση του. Θεωρούμε απλοϊκή και προδήλως εσφαλμένη την αντίληψη όλων όσοι ερμηνεύουν την αντίδραση του Αντώνη ως απότοκο της παραδοσιακής του ‘δυσπιστίας’ απέναντι στην οικογένεια Μητσοτάκη. Αυτή η ‘δυσπιστία,’ εάν υπήρχε, έπαψε να υφίσταται από το 2009, τότε που ο Αντώνης Σαμαράς επικράτησε επί της Ντόρας Μπακογιάννης στις εσωκομματικές εκλογές για την ηγεσία του κόμματος. Όμως, επιθυμούμε να εμβαθύνουμε περαιτέρω, λέγοντας πως η πολιτική ‘απόδειξη’ της άρσης αυτής της ‘δυσπιστίας, ήσαν και το γεγονός πως ο Αντώνης Σαμαράς υπουργοποίησε τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αναθέτοντας του καθήκοντα υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης.  Η αντίδραση του μπορεί να εξηγηθεί με τους εξής όρους: Πρώτον, ο Αντώνης Σαμαράς διαχρονικά αποδίδει μεγάλη έμφαση σε θέματα που άπτονται της διαχείρισης του προσφυγικού-μεταναστευτικού ζητήματος. Ως εκ τούτου, ήσαν περίπου αναμενόμενο για έναν πολιτικό να σπεύσει να λάβει θέση, όντας μάλιστα  εκ των πρώτων που πρώτων που έπραξαν κάτι τέτοιο. Δεύτερον, η  εναντίωση του, οφείλεται και στο γεγονός πως ιστορικά διατυπώνει εθνικο-πατριωτικές απόψεις, επιδεικνύοντας μεγάλη σημασία στο ζήτημα της διατήρησης της εθνικής ταυτότητας. Η οποία θεωρεί πως ‘κινδυνεύει’ από τέτοιου τύπου τροπολογίες. Καθιστά όμως η διατύπωση εθνικο-πατριωτικών απόψεων τον Αντώνη Σαμαρά ‘ακροδεξιό’, όπως αρέσκονται να δηλώνουν αναλυτές και κυρίως Αριστεροί βουλευτές (κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ; ); Όχι βέβαια, είναι η απάντηση μας. Ο Αντώνης Σαμαράς είναι ένας κλασικός συντηρητικός πολιτικός, ο οποίος καθίσταται θιασώτης του μοντέλου της ‘κοινωνικής οικονομίας’ της αγοράς, έτσι όπως διατυπώθηκε στην μεταπολεμική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Δυτικής Γερμανίας, από το Χριστιανοδημοκρατία. Μάλιστα, διανθίζει αυτή του την προτίμηση με την έμφαση που δίνει σε ζητήματα αξιών, εθνικής κυριαρχίας και  εθνικής ταυτότητας. Εν είδει υποθέσεως εργασίας, δεν θα διστάσουμε να υποστηρίξουμε πως ο πάλαι ποτέ υπουργός Εξωτερικών, που βίωσε ‘εκ των έσω’ την ύστερη και εξασθενημένη πολιτικοϊδεολογικά, φάση της ‘σύγκρουσης’ μεταξύ του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κυριάκου Μητσοτάκη, τάσσεται υπέρ της περί κράτους αντίληψης του Hombach: «Το κράτος πρέπει να μοιάζει περισσότερο με τη διοίκηση ενός κοντσέρν που δεν παρεμβαίνει τόσο καθοδηγώντας, αλλά κυρίως με οργανωτικές αναπροσαρμογές επιτυγχάνει έναν υψηλό βαθμό οικονομικής και κοινωνικής παραγωγικότητας». Βλέπε σχετικά, Hombach, B., ‘Aufbruch. Die Politik der Neuen Mitte,’ München-Dusseldorf: Econ, 1998.
[2] Βλέπε σχετικά, Καλύβας, Στάθης., ‘Ορθολογική επιλογή και συγκριτική πολιτική,’ Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, Τόμος 10, 1997, σελ. 107, Διαθέσιμο στο: 15104-409-36295-1-10-20171127 (6).pdf Η αντίδραση του Αντώνη Σαμαρά δεν εμπεριέχει εντός της οτιδήποτε το λαϊκιστικό ή αλλιώς, το εθνικολαϊκιστικό. Και πάλι θα πούμε, από επιστημονική σκοπιά, πως είναι εσφαλμένη μία τέτοια προσέγγιση. Θεωρούμε πως η ανάληψη πρωθυπουργικών καθηκόντων από τον Αντώνη Σαμαρά το 2012 και η άσκηση της πρωθυπουργίας σε μία κρίσιμη, για την χώρα, περίοδο (2012-2014), συνέβαλλαν καταλυτικά στο να μπορέσει να υπερβεί ο Μεσσήνιος πολιτικός τον λαϊκισμό (την περίοδο 2010-2012, διακρίνουμε ‘ίχνη’ λαϊκισμού στον πολιτικό του λόγου). Παράλληλα, η αλληλεπίδραση του με τον τότε πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ και αντιπρόεδρο της συγκυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας-ΠΑΣΟΚ Ευάγγελου Βενιζέλου, ήσαν καθ’ όλα ‘γόνιμη’ για τον ίδιο και επέφερε ευεργετικά αποτελέσματα, βοηθώντας τον να εξελιχθεί πολιτικά και να αποκτήσει την ικανότητα της πολιτικής εμβάθυνσης και της τεκμηρίωσης, κάτι που διεφάνη και στην εναντίωση του στην τροπολογία που παρέχει προσωρινής άδειας διαμονής (για εργασία) σε μετανάστες. Άλλωστε, η παραίτηση του τον Ιούλιο του 2015, λίγο μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος που είχε προκηρύξει η τότε εθνικολαϊκιστική συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-Ανεξαρτήτων Ελλήνων, συνιστά ισχυρό δείγμα της φιλο-ευρωπαϊκής του στάσης (τρίτος παράγοντας που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην υπέρβαση των λαϊκιστικών όψεων του πολιτικού του λόγου: Η ενεργός εμπλοκή με τα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με ευρωπαίους ηγέτες), και της ύπαρξης αντι-λαϊκιστικών πλέον, τάσεων. Η μη ύπαρξη εθνικολαϊκιστικών στοιχείων στην τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία του με την οποία εκφράζει την αντίθεση του στην παροχή άδειας διαμονής σε μετανάστες, αποδεικνύεται και από το γεγονός πως δεν επ’ ουδενί δεν προέβη στην επίκληση γλωσσικών όρων που δείχνουν προς την κατεύθυνση του λαϊκισμού.
[3] Με το που έγινε ευρύτερα γνωστή η εναντίωση του πρώην πρωθυπουργού στην τροπολογία που εισήγαγε προς ψήφιση ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου (ο Δημήτρης Καιρίδης εντός σχετικά σύντομου χρονικού διαστήματος μετατράπηκε σε ‘βαθύ γνώστη’ του υπουργικού του χαρτοφυλακίου, κάτι που του αποδίδουμε όχι απαραίτητα στην ακαδημαϊκή του ιδιότητα, αλλά, στον ζήλο και στην θέληση του να ‘επιτύχει’ περισσότερα από τον προκάτοχο του σε αυτή την θέση, Νότη Μηταράκη/Και θα μπορούσαμε, πάλι θεωρητικά, να συσχετίσουμε αυτή την θέληση με την επιτυχημένη υπουργική θητεία), εκπρόσωποι πολιτικών κομμάτων έσπευσαν να δηλώσουν πως θα την υπερψηφίσουν. Αυτή η άτυπη κοινοβουλευτική συμμαχία που συγκροτήθηκε (και αποτελείται από έξι πολιτικά κόμματα), είναι προσωρινή, πράγμα που συνεπάγεται πως θα ‘διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη’ αμέσως μετά το τέλος της ψηφοφορίας. Δεν παύει όμως να αποτελεί προπομπό των όσων δύσκολων μπορεί να επακολουθήσουν σε κοινοβουλευτικό επίπεδο. Και τι εννοούμε λέγοντας κάτι τέτοιο; Εννοούμε πως μία παρόμοια, τη εξαιρέσει του ΚΚΕ, κοινοβουλευτική συμμαχία θα μπορούσε να συγκροτηθεί και εν όψει της εισαγωγής στη Βουλή του νομοσχεδίου για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών.
[4] Βλέπε σχετικά, Herbert, Blumer., ‘Social problems as collective behavior,’ Social Problems, No. 18, 1971. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, δεν μπορούμε να αθροίσουμε την αρνητική ψήφο του Αντώνη Σαμαρά με τις ψήφους των βουλευτών των κοινοβουλευτικών κομμάτων που καταψήφισαν τελικά την τροπολογία. Συν τοις άλλοις, δεν ήσαν στις προθέσεις του πρώην πρωθυπουργού κάτι τέτοιο, ενώ παράλληλα, ούτε και οι ηγεσίες αυτών των κομμάτων έσπευσαν να αξιοποιήσουν προς όφελος τους αυτή την αισθητή διαφοροποίηση Σαμαρά.
[5] Άλλη μία λανθασμένη αντίληψη θέλει τους πρώην πρωθυπουργούς να σιωπούν για θέματα τετριμμένα, συμβατικά, για θέματα της λεγόμενης ‘καθημερινότητας’. Και ο Αντώνης Σαμαράς επιβεβαιώνει το πόσο λανθασμένη είναι αυτή η αντίληψη.
[6] Παραπέμποντας στον Coates, θα χαρακτηρίσουμε τον Αντώνη Σαμαρά ως έναν «ριζοσπάστη αστό» που σε αυτή την φάση της πολιτικής του καριέρας και πορείας, ενδιαφέρεται πρωτίστως για την ηγεμόνευση των θέσεων και των πολιτικών προτάσεων της Νέας Δημοκρατίας εντός ελληνικής κοινωνίας. Ό,τι είχε να δηλώσει εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ, το έκανε την περίοδο 2014-2017. Βλέπε σχετικά, Coates, D., ‘Labour governments: Old constraints and new parameters,’ New Left Review, 219, σελ. 62-77. Το κύρος που εκπέμπει η προσωπικότητα του Αντώνη Σαμαρά, απέτρεψε την εκδήλωση αντιπαραθέσεων εντός της Νέας Δημοκρατίας με αφορμή την εναντίωση του στην τροπολογία περί μεταναστών και μετανάστευσης. Ούτε βουλευτές ούτε και υπουργοί επεδίωξαν να αντιπαρατεθούν μαζί του.
Προηγούμενο άρθροΚυρ. Πιερρακάκης: Με πλήρη επαγγελματικά δικαιώματα το πτυχίο των Μη Κρατικών πανεπιστημίων
Επόμενο άρθροΦοροδιαφυγή 3 εκατ. ευρώ σε κέντρο διασκέδασης διαπίστωσε έλεγχος της ΑΑΔΕ