Στο Β’ γύρο των εκλογών για τον δήμο της Αθήνας, ο Χάρης Δούκας, που εν προκειμένω υποστηρίχθηκε από το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα-Κίνημα Αλλαγής (ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής), κατήγαγε μεγάλη νίκη επί του αντιπάλου του και δημάρχου Αθηναίων, Κώστα Μπακογιάννη.
Πιο συγκεκριμένα, έλαβε το 55,99% των ψήφων έναντι του 44,01% του αντιπάλου του. Αρκετοί σχολιαστές, πολιτικοί και δημοσιογράφοι, θεωρούν την εκλογική επικράτηση του Χάρη Δούκα ως μεγάλη έκπληξη που λίγοι ανέμεναν.
Σε ποιον βαθμό ισχύει κάτι τέτοιο; Εάν λάβουμε υπόψιν, θεωρητικώ τω τρόπω, το εύρος της διαφοράς μεταξύ των δύο υποψηφίων στον Α’ εκλογικό γύρο, εκεί όπου ο Κώστας Μπακογιάννης προσέγγισε και το 42% και ο Χάρης Δούκας περιορίστηκε στο 14%, περίπου, των ψήφων, τότε Ναι, το αποτέλεσμα μπορεί να θεωρηθεί έκπληξη και δη μεγάλη εκλογική έκπληξη.
Όμως, εάν εμβαθύνουμε περαιτέρω, θα δούμε πως το στοιχείο της έκπληξης υποχωρεί, συνεπεία της παράλληλης παρουσίας δύο παραγόντων: Πρώτον, του ότι η σύγχρονη Μεταπολιτευτική εκλογική ιστορία, που εν προκειμένω είναι σχετική με τις δημοτικές, νομαρχιακές και περιφερειακές εκλογές, βρίθει τέτοιων ανατροπών στον Β’ εκλογικό γύρο. Ανατροπών που μπορούν κάλλιστα να θεωρηθούν εκπλήξεις.
Και, δεύτερον, σε μία εκλογική αναμέτρηση, ακόμη και «δευτέρας τάξεως»,[1] για να παραπέμψουμε στην ανάλυση της Βασιλικής Γεωργιάδου, όπως είναι οι δημοτικές εκλογές, η έκπληξη ή αλλιώς, το απροσδόκητο, συνιστά ουσιώδες στοιχείο της εκλογικής διαδικασίας, στο εγκάρσιο σημείο όπου είναι ορθότερο να πούμε πως ‘όλα είναι εφικτά.’
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως ένας βασικός λόγος[2] που οδήγησε σε αυτή την ανατροπή των δεδομένων, ήσαν το γεγονός πως ο υποψήφιος Χάρης Δούκας κατάφερε να διαφυλάξει τον αυτοδιοικητικό χαρακτήρα της υποψηφιότητας του για τον δήμο Αθηναίων, παρά την υποστήριξη που έλαβε από τον υποψήφιο του ΣΥΡΙΖΑ Κώστα Ζαχαριάδη καθώς και από τον ΣΥΡΙΖΑ τον ίδιο, επιμένοντας να ‘απαντά’ αυτοδιοικητικά στις ερωτήσεις και στις πιέσεις που δέχθηκε, ακόμη και από τον Κώστα Μπακογιάννη.
Σημείο τομής ως προς αυτό, αποτέλεσε η παρουσία του στην ‘τηλεμαχία’ της Τετάρτης 11 Οκτωβρίου, εκεί όπου αφενός μεν η στρατηγική της ανάδειξης του αυτοδιοικητικού χαρακτήρα της υποψηφιότητας του, συνέβαλλε στο εκπέμπει την εικόνα του ‘αποφασιστικού υποψηφίου’ που μπορεί να ηγηθεί και να διοικήσει την Αθήνα στιβαρά και αποτελεσματικά (άλλως πως, απέκτησε ‘ηγετικό προφίλ’ που δεν είχε μέχρι πρόσφατα), και, αφετέρου δε, κατάφερε να αντιμετωπίσει το συγκριτικό πλεονέκτημα του Κώστα Μπακογιάννη.
Και ποιο είναι αυτό το πλεονέκτημα; Το γεγονός πως μιλά συγκεκριμένα ή στοχευμένα δίχως να υπεκφεύγει, δίχως να υπερβάλλει και, δίχως να βιάζεται να καταλήξει σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Η ικανοποιητική παρουσία Δούκα στην ‘τηλεμαχία’ προτού του προσφέρει ψήφους αναποφάσιστων, και σε ένα δεύτερο επίπεδο, ψήφους εκλογέων που στον πρώτο εκλογικό γύρο ψήφισαν τον Κώστα Μπακογιάννη.[3] Αυτού του τύπου οι εκλογείς, και ας το κρατήσουμε αυτό, θεώρησαν ‘σκόπιμο’ να του προσφέρουν μία ευκαιρία, όπως την προσέφεραν το 2019 στον Κώστα Μπακογιάννη. Οπότε, στις δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις για τον δήμο της Αθήνας (2019 & 2023), φαίνεται πως διαμορφώνεται ένα συγκεκριμένο μοτίβο εκλογικής συμπεριφοράς, σχετικό με την ‘Αλλαγή’ και την επιλογή ενός τελείως ‘νέου’ και ‘άγνωστου’ προσώπου.
Το 2019, όταν αποφάσισε να διεκδικήσει την δημαρχία της Αθήνας, ο Κώστας Μπακογιάννης ήσαν και νέος ηλικιακά, και τελείως άγνωστο σε πολλούς Αθηναίος παρά το αυτοδιοικητικό παρελθόν που ήδη διέθετε. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί εν έτει 2023 για τον Χάρη Δούκα. Ο Κώστας Μπακογιάννης, όπως σωστά επισημάνθηκε (τρίτος παράγοντας που οδήγησε στην ήττα του), δεν κατάφερε να κινητοποιήσει Αθηναίους ώστε να σπεύσουν στις κάλπες και να τον ψηφίσουν.
Η μη προσέλευση ψηφοφόρων του στην κάλπη (αποχή), επειδή αυτοί θεώρησαν δεδομένη και σίγουρη την εκλογική επικράτηση του Κώστα Μπακογιάννη, είναι το ένα σκέλος.
Το δεύτερο, στο οποίο δεν δόθηκε καθόλου έμφαση, είναι πως ο Κώστας Μπακογιάννης, ένας καθ’ όλα ικανός αυτοδιοικητικός, έπεσε ‘θύμα’ των πρόσφατων εξελίξεων που πυροδότησε η ιταμή και βάρβαρη (έχουμε κατά νου την προσέγγιση του δημοσιογράφου των ‘Νέων’ Ηλία Κανέλλη), τρομοκρατική επίθεση της ‘Χαμάς’ μέσα στο έδαφος του Ισραήλ.
Ο πόλεμος του Ισραήλ με την τρομοκρατική-τζιχαντιστική οργάνωση της ‘Χαμάς’ συγκέντρωσε το ενδιαφέρον για όλη την διάρκεια της τελευταίας εκλογικής εβδομάδας, αποτρέποντας αρκετούς από το να σπεύσουν στην κάλπη και να ψηφίσουν υπέρ του υποψηφίου της αρεσκείας τους.
Δηλαδή, υπέρ του Κώστα Μπακογιάννη, με τους πολίτες που απείχαν να πιστεύουν πως την στιγμή όπου εξελίσσεται ένας πόλεμος στην ευρύτερη ‘γειτονιά’ μας και υπάρχουν νεκροί και δη πολλοί νεκροί, η δική τους συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία, ακόμη και αν αφορά τον αγαπημένο υποψήφιο, στερείται οποιασδήποτε σημασίας: ‘Τι να την κάνω την ψήφο όταν συμβαίνουν αυτά τα φρικτά;’
Και, ένας ακόμη, ένας τέταρτος παράγοντας ο οποίος μπορεί να εξηγήσει το ‘γιατί’ ηττήθηκε το φαβορί,[4] άπτεται του ότι ο ίδιος δεν κατάφερε να καταρρίψει το αφήγημα Δούκα: Το ότι δηλαδή είναι ένας «αντισυμβατικός» και «ασυμβίβαστος»[5] υποψήφιος, ένας «αλτρουιστής» που ‘νοιάζεται μόνο’ για την Αθήνα και για τους Αθηναίους. Παρά το ότι διέθετε τις ικανότητες για κάτι τέτοιο.
Εφόσον το δίλημμα ήσαν μεταξύ δύο προσώπων και δύο διαφορετικών προτάσεων για το παρόν και το μέλλον της Αθήνας, επικράτησε εκείνος που την κατάλληλη στιγμή, μίλησε μεστά και περισσότερο τεκμηριωμένα (το ακαδημαϊκό background του Χάρη Δούκα τον βοήθησε ιδιαίτερα, και στον πρώτο γύρο), που κατέγραψε συστηματικά τις προκλήσεις και τα διακυβεύματα της εποχής, που έθιξε το ζήτημα της βιώσιμης αστικής κινητικότητας [6] και της μετατροπής της Αθήνας σε ‘έξυπνη’ πόλη. Αυτός είναι ένας πέμπτος παράγοντας.[7]
Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής και μία σειρά από κομματικά στελέχη, έσπευσαν να κομματικοποιήσουν-πολιτικοποιήσουν το εκλογικό αποτέλεσμα, θεωρώντας το ως το πρώτο ‘σημάδι’ για την ανατροπή της πολιτικής κυριαρχίας της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Η ανάγνωση αυτή καθίσταται ‘στενή’, ρηχή και επιφανειακή, καθότι παραβλέπει τα ποικίλα κριτήρια[8] με τα οποία προσέρχονται στην κάλπη οι πολίτες, στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές. Κάποιος αναγνώστης καλόπιστα θα μπορούσε να αναρωτηθεί καλόπιστα;
Και η συμμαχία Δούκα-ΣΥΡΙΖΑ[9] δεν διαδραμάτισε κάποιο ρόλο στην έκβαση του εκλογικού αποτελέσματος; Σαφώς, θα απαντήσουμε, χωρίς όμως να υπερεκτιμούμε αυτή την σύμπραξη ως προς την συμβολή της στο εκλογικό αποτέλεσμα.
Σημαντικότερο ρόλο διαδραμάτισε, πέραν των καθαυτό αυτοδιοικητικών κριτηρίων που σημειώσαμε, η απέχθεια προς το πρόσωπο του Κώστα Μπακογιάννη μόνο και μόνο επειδή ανήκει στην οικογένεια Μητσοτάκη, κάτι που δεν αφήνει ανεπηρέαστη, και την σύζυγο του, δημοσιογράφο του ‘Σκάι’ Σία Κοσιώνη.
Σε αυτό το σημείο, η απέχθεια αναμιγνύεται με τον άκοπο λαϊκισμό: ‘Γιατί να ψηφίσω τον γόνο που δεν έχει ιδέα περί του ποια είναι τα προβλήματα του Αθηναϊκού λαού; Που σουλατσάρει στα Κολωνάκια αμέριμνος;’ Δεν κομίζουμε κάτι νέο εάν πούμε πως διόλου δεν συμφωνούμε με τέτοιες λαϊκιστικές αφηγήσεις.
Με μία τέτοια εκστρατεία μίσους κατά του απερχόμενου πια δημάρχου Αθηναίων και της συζύγου του. Αυτό είναι ένα κριτήριο που δίχως να έχει ουδεμία σχέση με την θητεία του Κώστα Μπακογιάννη, τον επηρέασε πολύ αρνητικά.
Ο Χάρης Δούκας οφείλει από την αρχή της θητείας του να αξιοποιήσει το θετικό έργο της δημοτικής αρχής υπό τον Κώστα Μπακογιάννη. Ανοίγει δυνατότητες ευρύτερης συνεργασίας μεταξύ ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής και ΣΥΡΙΖΑ το εκλογικό αποτέλεσμα στον δήμο Αθηναίων;
Πολύ δύσκολα, εάν συνυπολογίσουμε το ότι η επιλογή της αυτόνομης πορείας τίθεται στην προμετωπίδα της στρατηγικής του ΠΑΣΟΚ, με την ηγεσία και τα μέλη να μην επιθυμούν να την ‘θυσιάσουν’ χάριν του ΣΥΡΙΖΑ και της διαμόρφωσης ενός αντικυβερνητικού μετώπου. Επί μία πενταετία, τα στελέχη του εν Ελλάδι Κεντροαριστερού φορέα, έχουν ‘διαπαιδαγωγηθεί’ πολιτικά, στη λογική του ‘ούτε-ούτε’, με αποτέλεσμα οι αναφορές Κασσελάκη, να μην τους αγγίζουν καθόλου.
[1] Βλέπε σχετικά, Γεωργιάδου, Βασιλική., ‘Ή Άκρα Δεξιά και οι συνέπειες της συναίνεσης. Δανία, Νορβηγία, Ολλανδία, Ελβετία, Αυστρία, Γερμανία,’ Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα, 2008. Ας δούμε τι γράφει σχετικά με την εκλογική διαδικασία ο πολύπειρος Ηλίας Νικολακόπουλος: «Η ανάλυση των εκλογικών δεδομένων προσφέρει ένα πλουσιότατο-στη συγχρονική του λεπτομέρεια και στη διαχρονική του ευρύτητα- εμπειρικό υλικό, χρήσιμο όχι μόνο για τη μελέτη των εκλογικών διαδικασιών καθαυτές, αλλά και για την ανίχνευση άλλων κοινωνικών φαινομένων που συναρτώνται με αυτές». Στρεφόμαστε στην τελευταία παρατήρηση του εκλογολόγου περί της δυνατότητας ανίχνευσης «άλλων κοινωνικών φαινομένων που συναρτώνται» με τις εκλογές. Έτσι λοιπόν, εν είδει υποθέσεως εργασίας, θα υποστηρίξουμε πως ένας βασικός παράγοντας που οδήγησε στην ανατροπή των συσχετισμών έτσι όπως είχαν διαμορφωθεί στον πρώτο εκλογικό γύρο και στην εκλογική επικράτηση του καθηγητή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου Χάρη Δούκα, ήσαν η ύπαρξη της λεγόμενης ‘κινηματικής’ ψήφου και κυρίως η διοχέτευση της προς την πλευρά του Χάρη Δούκα. Η ‘κινηματική’ ψήφος προέκυψε ως απόρροια τριών αλληλοσυνδεόμενων διαδικασιών: Πρώτον, της συγκρότησης ενός περισσότερου τοπικού ή αλλιώς Εξαρχειωτικού κοινωνικού κινήματος (και όχι μαζικού), που αντιδρούσε στην κατασκευή στάσης του μετρό στην περιοχή των Εξαρχείων. Δεύτερον, της υιοθέτησης ενός δυναμικού ρεπερτορίου δράσης, εστιασμένου στην πραγματοποίηση εκδηλώσεων διαμαρτυρίας στον χώρο όπου προβλέπεται να κατασκευαστεί ο σταθμός. Και, τρίτον, στην εναντίωση προς το πρόσωπο του δημάρχου Αθηναίων Κώστα Μπακογιάννη, τον οποίο και εξέλαβαν, απλοϊκά ή μανιχαϊστικά, ως τον ‘πρωταίτιο’ της κατασκευής του σταθμού, ως δήμαρχο που θέλει να διασαλεύσει και να ‘καταστρέψει’ την όψη και την αυθεντικότητα των Εξαρχείων, συναινώντας στα σχέδια της ‘επάρατης Δεξιάς κυβέρνησης’. Η διασταύρωση των τριών παραγόντων, στο μέσο της προεκλογικής εκστρατείας και κυρίως στην προεκλογική εκστρατεία την εβδομάδα του δευτέρου γύρου, διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις για την μαζική υπερψήφιση του Χάρη Δούκα με γνώμονα το ό,τι είναι η ‘μόνη διαθέσιμη επιλογή απέναντι στον Κώστα Μπακογιάννη.’ Οι επιφυλάξεις για το πρόσωπο του δεν έχουν αρθεί από πλευράς κινηματιών, οι οποίοι όμως, θα διεκδικήσουν και από τον νέο δήμαρχο της πόλης, την παύση των εργασιών. Τι θα κάνει τότε ο Χάρης Δούκας που απέφυγε να εκφέρει απόψεις που θα μπορούσαν να ακουστούν ‘δυσάρεστα’ στα αυτιά των ψηφοφόρων; Θεωρητικοποιώντας την ανάλυση μας και άλλο, θα τονίσουμε πως στις εκλογές για τον δήμο της Αθήνας, έλαβε χώρο ό,τι οι Mc Adam & Tarrow, ορίζουν ως «εκλογική συγκρουσιακότητα» (electoral contention). «Εκλογική συγκρουσιακότητα» σημαίνει «εκείνο το σύνολο των επαναλαμβανόμενων διασυνδέσεων (links) ανάμεσα στις εκλογές και τα κινήματα, οι οποίες αποφασιστικά διαμορφώνουν τόσο την κινηματική δυναμική όσο και τα εκλογικά αποτελέσματα». Σε αυτή την περίπτωση, επρόκειτο περί της επίδρασης που μπορεί να είχε το κοινωνικό κίνημα κατά της κατασκευής σταθμού του μετρό στα Εξάρχεια, στο τελικό εκλογικό αποτέλεσμα». Εδώ και αρκετό καιρό, η όποια «κινηματική δυναμική» είχε διαμορφωθεί» είχε εξασθενήσει δραστικά. Βλέπε σχετικά, Mc Adam, D., & Tarrow, S., ‘ Ballots and Barricades: On the Reciprocal Relations between Elections and Social Movements,’ Perspectives on Politics, 8, 2010, σελ. 529-542. Το «κοινωνικό φαινόμενο» (συλλογική-κινηματική δράση), διαδραμάτισε ρόλο στην εκλογική επικράτηση Δούκα.
[2] Η ‘κινηματική’ ψήφος’ στον πρώτο εκλογικό γύρο διαχύθηκε μεταξύ του υποψηφίου της ‘Ανατρεπτικής Συμμαχίας’ Κώστα Παπαδάκη (η περιώνυμη Αντικαπιταλιστική Αριστερή Συνεργασία για την Ανατροπή, ήτοι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ που συμμετείχε στις κινηματικές διεργασίες του προηγούμενου χρονικού διαστήματος, κάλεσε σε υπερψήφιση του Χάρη Δούκα στον δεύτερο εκλογικό γύρο), του υποψηφίου του ΚΚΕ Νίκου Σοφιανού, ο οποίος ‘συνέλεξε’ τμήμα αυτής της ψήφου αν και κάτι τέτοιο δεν ήταν στις προθέσεις του, και, μεταξύ της αποχής και του λευκού άκυρου. Άρα, θα μπορούσαμε να πούμε πως η ‘κινηματική’ ψήφος’ μοιράστηκε αρχικά, για να συγκεντρωθεί στη συνέχεια και να διοχετευθεί υπέρ Δούκα. Μπορούμε να μιλήσουμε για την σύμπτυξη ενός ‘αντι-Μπακογιαννικού’ μετώπου, όπως έγραψε η εφημερίδα ‘Πρώτο Θέμα’; Δεν θα διστάσουμε να απαντήσουμε, λέγοντας πως Ναι, μπορούμε να πούμε κάτι τέτοιο, ιδίως εάν συνυπολογίσουμε πως συγκολλητική ουσία αυτού του ετερόκλητου μετώπου υπήρξε η εναντίωση στο πρόσωπο του δημάρχου ο οποίος, τελείως εσφαλμένα, για τους συμμετέχοντες, διαθέτει μόνο αρνητικά χαρακτηριστικά. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κάλεσε κεντρικά σε υπερψήφιση Δούκα και για να αποδείξει πως διαφοροποιείται από την αντίστοιχη στρατηγική του κομματικού ανταγωνιστή που ακούει στο όνομα ΚΚΕ, το οποίο καλεί συνήθως σε λευκό και άκυρο όπου δεν υπάρχουν δικοί του υποψήφιοι στον Β’ εκλογικό γύρο. Ως προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρατηρούμε το εξής παράδοξο: Επειδή αδυνατεί να αρθρωθεί στο ύψος του «κόμματος-κοινωνία» (parti-societe), σύμφωνα με την διατύπωση του Kriegel, δηλαδή του κόμματος εκείνου που αποκτά ισχυρή παρουσία και μεγάλη κοινωνική ορατότητα, αποδίδει μεγάλη έμφαση στη δουλειά επί του πεδίου, προσπαθώντας να κάνει ορατή την παρουσία της μέσα σε γειτονιές και συνοικίες, αποκτώντας επιρροή. Οι εκάστοτε δημοτικές εκλογές αξιοποιούνται προς αυτή την κατεύθυνση. Βλέπε και, Kriegel, A., ‘The French Communists: Profile of a people,’ The University of Chicago Press, Chicago-London, 1972, σελ. 140-145.
[3] Πραγματικά, είναι ‘ευχής έργον’ για έναν πολιτικό επιστήμονα να επιχειρήσει να αναλύσει επισταμένως την συγκεκριμένη ‘τηλεμαχία’, ακριβώς διότι, από την στιγμή όπου σε πρώτο πλάνο τέθηκαν τα πρόσωπα, τα προγράμματα και οι εφαρμοσμένες πολιτικές από πλευράς του Κώστα Μπακογιάννη, κατέστη βασικός παράγοντας για την διαμόρφωση εκλογικής συμπεριφοράς. Αν ο Δούκας μπόρεσε να μεταπείσει αρκετούς, που εκτίμησαν πως ο τρόπος που απαντά και η γνώση επί συγκεκριμένων θεμάτων τον καθιστούν ‘πιο ικανό’ από τον δήμαρχο της πόλης, τότε ο Κώστας Μπακογιάννης δεν κατόρθωσε να πείσει και άτομα που στον πρώτο εκλογικό γύρο τον ψήφισαν να τον ξαναψηφίσουν (θεωρούμε πως υπήρξε ευθεία και άμεση μετακίνηση ψηφοφόρων: Μόνο έτσι μπορεί να ερμηνευθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, η ανατροπή που επήλθε) και άτομα που επίσης τον ψήφισαν, να μεταβούν εκ νέου στην κάλπη για να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα. Είναι τα πρόσωπα που προτείνουν «πολιτικές», κατά τους Θεόδωρο Χατζηπαντελή & Μανούσο Μαραγκουδάκη, που ‘συγκρούονται’ πολιτισμένα και ευγενικά, με επιτρέποντας στους εκλογείς που παρακολούθησαν την ‘τηλεμαχία’, να καταλήξουν στο τι θα ψηφίσουν (τι θα πράξουν εκλογικά), επί τη βάσει τριών συγκροτούμενων δεικτών, κατά τους ως άνω επιστήμονες: Αν «λαμβάνουν υπόψη τους τις κατά περίπτωση ιδιαιτερότητες των πολιτών». Αν είναι «απρόσωποι». Αν «διακρίνονται από προσήλωση σε «συμβόλαια με τους πολίτες». Βλέπε σχετικά, Χατζηπαντελής, Θεόδωρος., & Μαραγκουδάκης, Μανούσος., ‘Ελλείμματα και διάβρωση των δημοκρατικών θεσμών,’ στο: Βαμβακίδου, Ιφιγένεια., Καλεράντε, Ευαγγελία., & Σολάκη, Ανδρομάχη., (επιμ.), ‘Από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ στο τερατώδες είδωλο της Ευρώπης. Οι παθογένειες του καπιταλιστικού συστήματος,’ Εκδόσεις Επέκεινα, Τρίκαλα, 2016, σελ. 41 & 51.
[4] Ο Κώστας Μπακογιάννης, ποτέ δεν αποποιήθηκε το ρόλο του φαβορί σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση.
[5] Βλέπε σχετικά, Χατζηπαντελής, Θεόδωρος., & Μαραγκουδάκης, Μανούσος., ‘Ελλείμματα και διάβρωση των δημοκρατικών θεσμών,’ στο: Βαμβακίδου, Ιφιγένεια., Καλεράντε, Ευαγγελία., & Σολάκη, Ανδρομάχη., (επιμ.), ‘Από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ στο τερατώδες είδωλο της Ευρώπης. Οι παθογένειες του καπιταλιστικού συστήματος…ό.π. 47.
[6] Χρήζει εξειδικευμένης μελέτης ο τρόπος με τον οποίο ο Χάρης Δούκας και το επιτελείο του κατάφεραν να αξιοποιήσουν υπέρ τους την δυσαρέσκεια πολλών Αθηναίων του κέντρου για τον ‘Μεγάλο Περίπατο’ και για τα έργα ανάπλασης στην Πανεπιστημίου. Εδώ το δίλημμα, αν και καθ’ όλα απλοϊκό και σχηματικό, υπήρξε στοχευμένο και επιδραστικό: ‘Τι θέλετε; Μικρά projects που θα αναμορφώσουν την πόλη μας προς το καλύτερο, προσαρμόζοντας την στο πρότυπο της βιώσιμης αστικής κινητικότητας ή Φαραωνικά projects καταδικασμένα να αποτύχουν όπως ο ‘Μεγάλος Περίπατος’; Όσο περισσότερο έχανε σε ηγετικότητα ο Κώστας Μπακογιάννης, που άδικα σαφώς, ‘φορτώθηκε’ όλο το ‘βάρος’ των διαχρονικών παθογενειών της Αθήνας, τόσο περισσότερο κέρδιζε σε ηγετικό προφίλ και πυγμή, ο Χάρης Δούκας.
[7] Ένας έκτος παράγοντας, αφορά το ότι αρκετοί δημότες θεώρησαν πως ειδικά μετά το πέρας της καραντίνας, ο Κώστας Μπακογιάννης όχι δεν ‘θέλει’, αλλά δεν ‘μπορεί να προσφέρει τίποτε άλλο ουσιαστικό στην πόλη,’ ‘πράττοντας τα ίδια και τα ίδια.’
[8] Η δημοσιογράφος Τζίνα Μοσχολιού, σε ένα κατατοπιστικό της άρθρο σχετικά με τα 9+1 πράγματα που ξεχώρισαν σε αυτές τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές, υπογραμμίζει πως η «ψήφος στους μεγάλους δήμους, έχει, κυρίως, πολιτικά χαρακτηριστικά» εν αντιθέσει με ότι συμβαίνει με τους μικρότερους, πληθυσμιακά, δήμους. Η Τζίνα Μοσχολιού παραγνωρίζει το ότι η εκλογική ήττα του Κώστα Μπακογιάννη οφείλεται και στο γεγονός πως αρκετοί δημότες του ‘χρέωσαν’ λάθη και παραλείψεις σχετικά με τον ‘Μεγάλο Περίπατο’. Συνάγουμε οπότε, πως η παράμετρος ‘έργο-αποτελεσματικότητα’ υπήρξε ισχυρή. Βλέπε σχετικά, Μοσχολιού, Τζίνα, ‘9+1 πράγματα που μάθαμε από τις εκλογές,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 16/10/2023, σελ. 16. Εσφαλμένη υπήρξε και η επιλογή του πρωθυπουργού και της Νέας Δημοκρατίας να ‘πολιτικοποιήσουν’ τις εκλογές σε μεγάλους δήμους και σε περιφέρειες. Για τον Κώστα Γιαννακίδη, ο Χάρης Δούκας και η εκλογή του απηχούν τα νέα «ρεύματα της εποχής» ή αλλιώς, τις επικρατούσες τάσεις: Αμεσότητα στην επικοινωνία και αρκούντως χαλαρό στυλ, επιλεγμένες εμφανίσεις, συγκρότηση παράλληλων δικτύων συνεργατών και όχι μόνο ενός, κατοχή εξειδικευμένης ή επιστημονικής γνώσης, η οποία εκλαϊκεύεται χωρίς αυτό να σημαίνει πως παύει να είναι επιστημονική, επιμονή στη μετριοπάθεια και στην ίση αντιμετώπιση των συνυποψηφίων του, άρνηση πρόσληψης του αντιπάλου ως ‘εχθρού’ (ας θυμηθούμε τις εποχές παρόξυνσης του εθνικολαϊκισμού) κοσμοπολίτικος αέρας, έμφαση στην λεγόμενη Αθηναϊκή ταυτότητα (ο Χάρης Δούκας ήσαν ο μόνος εκ των υποψηφίων που το έπραξε), αποστασιοποίηση από το κόμμα προέλευσης. Βλέπε και, Γιαννακίδης, Κώστας, ‘Η αποχή…ό.π., σελ. 3.
[9] Ο Ηλίας Κανέλλης, μαζί με την απαρίθμηση των λόγων της ήττας Μπακογιάννη (η «αισθητική μονομέρεια» των παρεμβάσεων ορθώς τονίζεται) επισημαίνει ρητά αυτό που δεν λένε πολλοί πολιτικοί επιστήμονες. Πως δηλαδή, η «αποχή δεν είναι απαραιτήτως κακό πράγμα» για μία Δυτική, φιλελεύθερη, αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Η πραγματοποίηση δύο εθνικών εκλογών μέσα σε διάστημα ενός μήνα, με ότι συνεπάγεται κάτι τέτοιο, η μετά από λίγο καιρό διεξαγωγή δημοτικών και περιφερειακών εκλογών που είχε ως αποτέλεσμα την πολύ συχνή παρουσία κομματικών στελεχών σε τηλεοπτικούς δέκτες και στο δημόσιο χώρο, προκάλεσε έναν «κομματικό κορεσμό», όπως τον αποκαλεί ο Ηλίας Κατσούλης, στον οποίο οφείλεται κατά ένα μέρος η υψηλή αποχή. Αρκετοί πολίτες ‘κουράστηκαν’ από την έντονη κομματική παρουσία και τις κομματικές αντεγκλήσεις, όπως και από τον ανταγωνισμό μεταξύ υποψηφίων για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, επιλέγοντας να ‘αποφορτιστούν’. Και τι σημαίνει ‘αποφόρτιση’; Μη συμμετοχή στις εκλογές. Άρνηση οποιασδήποτε συζήτησης για τα κόμματα και για τις εκλογές. Η πολιτική-δημοσιογραφική «γκρίνια», κατά τον Losche, είναι υπερβολική και αδικαιολόγητη. Βλέπε και, Κατσούλης, Ηλίας., ‘Η Απαξίωση των πολιτικών κομμάτων και το «παράδοξο της ανάπτυξης»,’ στο: Κατσούλης, Ηλίας., (επιμ.), ‘Νέα Σοσιαλδημοκρατία. Περιεχόμενα πολιτικής, θεσμοί, οργανωτικές δομές,’ Εκδόσεις Σιδέρης Ι., Αθήνα, 2002, σελ. 36. Και, Κανέλλης, Ηλίας, ‘Κυριάκος, Αντικυριάκος, Μπακογιάννης…ό.π., σελ. 47.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.Εντάξει