Με ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του που εν προκειμένω δημοσιεύθηκε στην ενημερωτική ιστοσελίδα ‘Project Syndicate,’ ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο πανεπιστήμιο Georgetown και πρώην μέλος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών (επί προεδρικής θητείας Μπιλ Κλίντον και Μπαράκ Ομπάμα), Charles Kupchan, αναφέρεται επισταμένως στο ζήτημα της ένοπλης σύγκρουσης μεταξύ του Ισραήλ και της τρομοκρατικής οργάνωσης της ‘Χαμάς’.[1]
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως κάποιες εκ των βασικών εκτιμήσεων στις οποίες προβαίνει ο συγγραφέας του συγκεκριμένου άρθρου που εν προκειμένω αναδημοσιεύει η εφημερίδα ‘Τα Νέα Σαββατοκύριακο,’ είναι πολύ ορθές.
Και έχουμε κατά νου αφενός μεν τις σχετικές εκτιμήσεις του για το ‘τέλος’ της κυριαρχίας της Ισλαμιστικής-Τζιχαντιστικής οργάνωσης της ‘Χαμάς’ στη Λωρίδα της Γάζας, λόγω της χερσαίας στρατιωτικής επιχείρησης των Ισραηλινών ‘αμυντικών δυνάμεων’ που ήδη έχει προκαλέσει πολλά πλήγματα στην ‘Χαμάς’ (ο Kupchan προσθέτει εδώ και την παράμετρο που ακούει στο όνομα «αυξανόμενη δυσαρέσκεια του τοπικού πληθυσμού»)[2] και, αφετέρου δε, την εκτίμηση του πως η Παλαιστινιακή Αρχή του Μαχμούντ Αμπάς στη Δυτική Όχθη, δεν διαθέτει σημαντική κοινωνική υποστήριξη.[3]
Τι αποδεικνύουν όσα σημειώσαμε πιο πάνω; Πρωτίστως ό,τι ο Charles Kupchan είναι ένας βαθύς γνώστης της πραγματικότητας στα Παλαιστινιακά εδάφη (Δυτική Όχθη & Λωρίδα της Γάζας). Δεύτερον, ό,τι μπορεί και ‘βλέπει’ πέραν του πολέμου (πολύ σημαντικό στοιχείο), πράγμα που φανερώνει εκτός από αναλυτική ικανότητα, και αναλυτική διαύγεια. Ή αλλιώς, διαύγεια σκέψης.
Και το ερώτημα με το οποίο καλούμαστε να αναμετρηθούμε θεωρητικά, είναι αυτό του τίτλου: «Θα μπορούσε ο πόλεμος Ισραήλ-Χαμάς να οδηγήσει στην ειρήνη»;[4] Υπό αυτό το πρίσμα, δεν θα διστάσουμε να τονίσουμε πως καθίσταται εν τοις πράγμασι δύσκολο (όχι όμως και αδύνατο), να οδηγηθούμε, με γραμμικούς όρους και ‘αυτόματα’, σε μία κατάσταση βιώσιμης και μόνιμης ειρήνης, η οποία να έχει προκύψει ως αποτέλεσμα της συνειδητοποίησης του «εύρους και της έντασης»[5] της τωρινής σύγκρουσης μεταξύ του Ισραήλ και της ‘Χαμάς.’
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε την ένοπλη σύρραξη ενός οργανωμένου και δημοκρατικού κράτους με έναν ένοπλο και μη-κρατικό δρώντα, ως ‘μήτρα’ η οποία παράγει τέτοια ‘συγκρουσιακή δυναμική,’ για να παραφράσουμε τον Παναγιώτη Κονδύλη,[6] ώστε να απαιτείται αρκετός καιρός μετά το πέρας του πολέμου, όποτε κι αν έρθει αυτό, ώστε να καταλαγιάσουν τα πνεύματα, να εκτονωθεί συναισθηματικά η συσσωρευμένη ένταση και να τεθεί επί τάπητος το ενδεχόμενο επίλυσης του Παλαιστινιακού.
Άλλως πως, η δυναμική που παραγάγει αυτή η σύγκρουση το ξέσπασμα της οποίας οφείλεται αποκλειστικά στην ‘Χαμάς,’ δεν έχει κάποια σχέση με την ειρήνη και με την εκκίνηση διαπραγματεύσεων που θα οδηγήσουν στην επίλυση του Παλαιστινιακού.
Άλλες είναι οι παράμετροι που έχουν σημασία εν όψει του νέου έτους που βρίσκεται ‘προ των πυλών.’ Και ποιοι είναι αυτές οι παράμετροι; Η ‘επούλωση’ των πολλών και σημαντικών ‘πληγών’ που έχουν προκληθεί εντός της Ισραηλινής κοινωνίας ως απόρροια της τρομοκρατικής επίθεσης.
Η πλήρης εξουδετέρωση της ‘Χαμάς’[7] (και της ‘Παλαιστινιακής Τζιχάντ’), εξέλιξη που θα μπορούσε να συντελέσει ώστε να διαφανεί κάποια προοπτική. Και, σε περίπτωση όπου συμβεί αυτό, η αναζήτηση αξιόπιστης πολιτικής εναλλακτικής στη Λωρίδα της Γάζας.[8] Η δημιουργία ‘ζωνών ασφαλείας’ εντός της Λωρίδας της Γάζας, από τον Ισραηλινό στρατό. Η εκκίνηση της διαδικασίας ανοικοδόμησης της στην οποία πρέπει να εμπλακούν και εταιρείες από το Ισραήλ.
Η συστηματικότερη ενασχόληση της Διεθνούς Κοινότητας με το Παλαιστινιακό και κυρίως, όταν η συγκυρία είναι κατάλληλη, η διατύπωση πρότασης επίλυσης του. Και κυρίως, το να απαντήσουν οι Παλαιστίνιοι ανοιχτά και με ειλικρίνεια στο ερώτημα περί ‘του τι θέλουν’,[9] κάτι που υπό προϋποθέσεις μπορεί να συμβάλλει στη δημιουργία κλίματος αλληλοκατανόησης. Πρώτα και κύρια όμως, απαιτείται χρόνος. Που είναι πολύτιμος μετά από ό,τι συνέβη. Χρόνος που μπορεί να λειτουργήσει ‘θεραπευτικά.’
Είναι πολύ σημαντικό για την Ισραηλινή πολιτική και στρατιωτική ηγεσία και τους Ισραηλινούς πολίτες, να ακούσουν πως Παλαιστίνιοι καταδικάζουν ρητά και απερίφραστα τις δολοφονίες, τους βιασμούς και τους ξυλοδαρμούς εκατοντάδων Ισραηλινών πολιτών και στρατιωτών από τρομοκράτες της ‘Χαμάς’. Τις απαγωγές Ισραηλινών πολιτών.
[1] Βλέπε σχετικά, Kupchan, Charles., ‘Θα μπορούσε ο πόλεμος Ισραήλ-Χαμάς να οδηγήσει στην ειρήνη’; ‘Project Syndicate’, Εφημερίδα ‘Τα Νέα Σαββατοκύριακο,’ 23-24/12/2023, σελ. 8-9. Σύμφωνα με τον γλωσσολόγο Georges Mounin, η μετάφραση είναι «μία πράξη με επιτυχία σχετική με το επίπεδο επικοινωνίας στο οποίο κατορθώνει να φτάσει». Ίσως αυτός ο ορισμός βέβαια, να μην μας βοηθά να προσεγγίσουμε βαθύτερα την μεταφραστική ‘εργασία’ των δημοσιογράφων της εφημερίδας ‘Τα Νέα’ που καταπιάνονται με το διεθνές ρεπορτάζ και κλήθηκαν να μεταφέρουν από την «γλώσσα πηγή στη γλώσσα στόχο», για να παραπέμψουμε στην θεώρηση της Σοφίας Χρηστίδου, αναλύσεις διαφόρων στοχαστών σχετικά με τα διεθνή θέματα που είναι πολύ πιθανό να μας απασχολήσουν και το 2024. Παραπέμποντας στην έννοια της «μεταφραστικής μονάδας» των Vinay & Darbernet, θα υποστηρίξουμε πως οι δημοσιογράφοι (η μεταφραστική τους ‘εργασία’ εδώ δεν συνιστά έναυσμα για την μετατροπή του σε κατ’ επάγγελμα μεταφραστές), επενδύουν γλωσσικούς και μεταφραστικούς πόρους προς την κατεύθυνση της «κατά λέξη μετάφρασης», δίχως όμως κάτι τέτοιο να αποβαίνει εις βάρος του προς μετάφραση κειμένου και του νοήματος του. Αντιθέτως, η «κατά λέξη μετάφραση» τους επιτρέπει να αποδώσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και όσο το δυνατόν πιστότερα τις σκέψεις του συγγραφέα. Δεύτερον, τους ‘βοηθά’ ή αλλιώς, τους προσανατολίζει ώστε να μην ‘χαθούν’ σε κανένα σημείο του κειμένου. Από την στιγμή μάλιστα όπου το προς μετάφραση κείμενο δεν είναι λογοτεχνικό, η «κατά λέξη μετάφραση» μπορεί να αποτελέσει την βασική επιλογή ενός μεταφραστή. Τρίτον, τους επιτρέπει να προσπελάσουν με γλωσσική ‘ασφάλεια’ το περιεχόμενο του κειμένου, διατηρώντας έτσι ακέραιο το βασικό του χαρακτηριστικό που είναι η ανάλυση-πρόβλεψη. Βλέπε και, Mounin, Georges., ‘Les problemes theoretiques de la traduction,’ Paris, Gallimard, 1963. Βλέπε επίσης, Vinay, Jean-Paul., & Dalbernet, Jean., ‘Stylistique comparee du Francais et de l’ anglais: Methode de traduction,’ Paris, Didier, 1977. Και, Χρηστίδου, Σοφία., ‘Στρατηγικές μετάφρασης με εφαρμογή στα ειδικά πεδία της γλώσσας και των τηλεπικοινωνιών,’ Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, 2014, Διαθέσιμη στο: Στρατηγικές μετάφρασης με εφαρμογή στα ειδικά πεδία της γλώσσας και των τηλεπικοινωνιών (didaktorika.gr)
[2] Βλέπε σχετικά, Kupchan, Charles., ‘Θα μπορούσε ο πόλεμος Ισραήλ-Χαμάς να οδηγήσει στην ειρήνη’…ό.π., σελ. 8. Ουσιαστικά, ο Kupchan θεωρεί πως οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των Ισραηλινών ‘αμυντικών δυνάμεων,’ συνιστούν εκείνη την ‘θρυαλλίδα’ που συμβάλλει στην ‘απελευθέρωση’ της δυσαρέσκειας μεγάλου μέρους των κατοίκων της Λωρίδας της Γάζας εναντίον της ‘Χαμάς’. Όμως, οφείλουμε να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί σε αυτό το σημείο, καθότι, ναι μεν υπάρχει συσσωρευμένη δυσαρέσκεια η οποία αναδεικνύεται στην επιφάνεια λόγω του πολέμου που έχει ως αποτέλεσμα την διάλυση των κατασταλτικών μηχανισμών που είχε συγκροτήσει η ‘Χαμάς’ (ας θυμηθούμε την καταστολή των κινητοποιήσεων διαμαρτυρίας το 2019), από την άλλη όμως δε, αυτή η δυσαρέσκεια δεν έχει προσλάβει μαζικό χαρακτήρα, κάτι που σημαίνει πως καθίσταται περισσότερο μεμονωμένη. Οπότε, ένα από τα πλέον βασικά ερώτημα είναι το αν μετά το πέρας της ένοπλης σύγκρουσης των Ισραηλινών ‘αμυντικών δυνάμεων’ με τις δυνάμεις της ‘Χαμάς’ αυτή θα μπορέσει να εκφραστεί, διευκολύνοντας σε σημαντικό βαθμό και τις κινήσεις του Ισραήλ.
[3] Θεωρητικώ τω τρόπω, θα επισημάνουμε πως η τρέχουσα σύγκρουση δεν έχει διαμορφώσει τις προϋποθέσεις ώστε η Παλαιστινιακή Αρχή να αυξήσει την επιρροή και την δημοφιλία της, τουλάχιστον στη Δυτική Όχθη. Οι συναντήσεις πολλών ηγετών, και όχι μόνο Δυτικών, με τον πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής Μαχμούντ Αμπάς, το μόνο που καταφέρνουν είναι να ικανοποιούν την ‘ματαιοδοξία’ του και να συντελούν στην εμπέδωση της προδήλως εσφαλμένης πεποίθησης πως ‘αυτός και οι συνεργάτες του έχουν ακόμη πράγματα να δώσουν στο Παλαιστινιακό’. Το μόνο στοιχείο που εντός αυτής της ιδιαίτερης όσο και δύσκολης συγκυρίας θα μπορούσε να αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον γύρω από την Παλαιστινιακή Αρχή, θα ήσαν η κατάθεση ενός σχεδίου επίλυσης του Παλαιστινιακού προβλήματος από τους ιθύνοντες της Παλαιστινιακής Αρχής. Όμως, οι ιθύνοντες αυτοί, δεν διαθέτουν δυνατότητες για να πράξουν κάτι τέτοιο.
[4] Βλέπε σχετικά, Kupchan, Charles., ‘Θα μπορούσε ο πόλεμος Ισραήλ-Χαμάς να οδηγήσει στην ειρήνη’…ό.π., σελ. 8. Θεωρούμε πως είναι πρόωρη και βιαστική η εκτίμηση του συγγραφέα πως η πολιτική καριέρα του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου «έχει πιθανότατα επίσης τελειώσει». Πως συνάγεται ένα τέτοιο συμπέρασμα; Συνιστά η αποτυχία της Ισραηλινής κυβέρνησης και των Ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών να αποτρέψουν την εκδήλωση της βάρβαρης τρομοκρατικής επίθεσης της ‘Χαμάς’ επί Ισραηλινού εδάφους, το Σάββατο 7 Οκτωβρίου, επαρκή δείκτη που μας ‘δείχνει’ πως η παραίτηση του Μπενιαμίν Νετανιάχου μετά τον πόλεμο και, σε ένα δεύτερο επίπεδο, το τέλος της πολιτικής του καριέρας, είναι αναπότρεπτα γεγονότα; Δεν θα διστάσουμε να απαντήσουμε λέγοντας πως Όχι, αυτή η ‘αποτυχία’ που θα μπορούσε να συμβεί και σε άλλα κράτη, όπως έχει δείξει το ιστορικό παρελθόν, δεν συνιστά επαρκή δείκτη μέσω του οποίου μπορούμε να προβλέψουμε το ‘τέλος’ της πολιτικής καριέρας του πιο γνωστού στη Δύση (ας μην ξεχνάμε βέβαια κάτι πολύ σημαντικό: Πως και το Ισραήλ ανήκει στον εν ευρεία εννοία ‘Δυτικό κόσμο’), Ισραηλινού πολιτικού. Εν είδει υποθέσεως εργασίας, θα υποστηρίξουμε πως ο Charles Kupchan, ως προς αυτό το σημείο, είναι επηρεασμένος από τις πολιτικές εξελίξεις που ‘πυροδότησε’ στην Ισπανία η τρομοκρατική επίθεση σε σιδηροδρομικούς σταθμούς στη Μαδρίτη, το 2004, στο εγκάρσιο σημείο όπου αυτές ακριβώς οι πολύνεκρες επιθέσεις έθεσαν τις βάσεις για την νίκη του Σοσιαλιστικού κόμματος του Χοσέ Λουίς Θαπατέρο στις βουλευτικές εκλογές, και για το ‘τέλος’ της πολιτικής καριέρας του μέχρι τότε Ισπανού πρωθυπουργού και επικεφαλής του Λαϊκού Κόμματος, Χοσέ Μαρία Αθνάρ. Μπορούμε να δούμε την ενδιαφέρουσα όσο και διαλεκτικού τύπου αντίθεση-αντίστιξη που συγκροτήθηκε: Από την μία πλευρά η πολιτική καριέρα του Σοσιαλιστή Θαπατέρο έφθασε στο ‘peak’ της με την νίκη του ιδίου και του κόμματος του στις βουλευτικές εκλογές, και, από την άλλη, η καριέρα του κυριότερου πολιτικού του αντίπαλου, μετά την ήττα του στις εκλογές, βάδιζε προς την λήξη της. Όμως, οι συνθήκες δεν είναι ίδιες. Παράγοντες που μας αποτρέπει από το να συμφωνήσουμε με την εκτίμηση του Charles Kupchan, είναι η έκβαση της σύγκρουσης, πολλώ δε μάλλον η επιτυχημένη, για το Ισραήλ, έκβαση της σύγκρουσης (και ήδη έχουν τεθεί οι βάσεις για κάτι τέτοιο) γεγονός αυτό καθαυτό που θα ενισχύσει την δημοτικότητα του Μπενιαμίν Νετανιάχου. Η απελευθέρωση, δίχως άλλα προβλήματα, των περίπου 130 ομήρων που κρατούν η ‘Χαμάς’ και η επίσης αντι-Εβραϊκή και τρομοκρατική ‘Ισλαμική Τζιχάντ’. Τρίτον, η συμβολή του στην ‘επούλωση’ του συναισθηματικού ‘τραύματος’ που βιώνει η Ισραηλινή κοινωνία μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου. Τέταρτον, η πραγματοποίησης μίας ανοιχτής και ειλικρινούς αυτοκριτικής εκ μέρους του, για τα γεγονότα της 7ης Οκτωβρίου. Πέμπτον, η άμεση προκήρυξη εκλογών με τον ίδιο εκ νέου υποψήφιο.
[5] Βλέπε σχετικά, Kupchan, Charles., ‘Θα μπορούσε ο πόλεμος Ισραήλ-Χαμάς να οδηγήσει στην ειρήνη’…ό.π., σελ. 8. Πιο μπορεί να είναι το σημαντικότερο μειονέκτημα της ανάλυση του Kupchan; Η έλλειψη μίας σαφούς και συνεκτικής πρότασης για την επίλυση της Ισραηλινοπαλαιστινιακής διένεξης. Η έλλειψη μάλιστα, μεγεθύνεται ακόμη περισσότερο, εάν συνυπολογίσουμε στην ανάλυση μας, πως ουσιαστικά η ‘λέξη-κλειδί’ του κειμένου, είναι η λέξη ‘ειρήνη.’ Εάν ήσαν στη θέση του ο Αυστραλός διεθνολόγος και θεωρητικός της επίλυσης συγκρούσεων John Burton, κατά πάσα πιθανότητα θα μας προσέφερε και μία ειρηνευτική πρόταση. Επ’ ουδενί όμως η έλλειψη αυτή δεν μας ωθεί στο να κατατάξουμε το κείμενο ενός έγκριτου διεθνολόγου (ενός επιστήμονα κύρους) και συμβούλου δύο πρόεδρων των Ηνωμένων Πολιτειών, στην κατηγορία του ‘κακού κειμένου’. Από την αρχή έως το τέλος του κειμένου του, ο Charles Kupchan γράφει ως ‘dreamer,’ και όχι ως ένας θεωρητικός των Διεθνών Σχέσεων που ομνύει στη θεωρία του ‘επιθετικού ρεαλισμού.’
[6] Βλέπε σχετικά, Ευαγγελόπουλος, Λ. Γιώργος., ‘Παναγιώτης Κονδύλης και Alexandre Kojeve. Όταν η Πολιτική Φιλοσοφία Συναντά τη Διεθνή Πολιτική,’ Εκδόσεις Ευρασία, Αθήνα, 2023. Για μία εμπεριστατωμένη κριτική του συγκεκριμένου βιβλίου, βλέπε και, Σιακαντάρης, Γιώργος, ‘Γιώργος Λ. Ευαγγελόπουλος. Ο Κονδύλης, ο Φουκουγιάμα, ο Κοζέβ,’ Ένθετο ‘Βιβλιοδρόμιο,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα Σαββατοκύριακο…ό.π., σελ. 4-5. Ο κοινωνιολόγος Γιώργος Σιακαντάρης, κλείνει το σημείωμα του, γράφοντας τα εξής: «Αν και έχω μια επιφύλαξη πως, παρ’ όλα αυτά, μπορούμε να μη θεωρούμε τον Κονδύλη ως εκπρόσωπο του νεοσυντηρητισμού, παρά ή ίσως και λόγω του μεγάλου βάθους των φιλοσοφικών στοχασμών του». Θεωρούμε αυτή την άποψη αρκούντως απλοϊκή και ‘στενή,’ ακριβώς διότι το ένα στοιχείο (ο Παναγιώτης Κονδύλης εκπρόσωπος του νεο-συντηρητικού ρεύματος), δεν αποκλείει το άλλο (το «μεγάλο βάθος των φιλοσοφικών στοχασμών του»). Αυτά τα δύο στοιχεία κάλλιστα μπορούν να συνυπάρξουν και συνυπάρχουν στη σκέψη και στο έργο του Έλληνα Φιλοσόφου ο οποίος μας έχει προσφέρει μερικές από τις διαυγείς και εμβριθείς μελέτες για το φαινόμενο του πολέμου. Εάν λειτουργώντας αντι-επιστημονικά, ‘τραβούσαμε από τα μαλλιά’ την άποψη του Γιώργου Σιακαντάρη, τότε θα ‘ταυτίζαμε’ το ίδιο εσφαλμένα, τα θεωρητικά ‘ρεύματα’ του συντηρητισμού και του νεο-συντηρητισμού με την υπεραπλούστευση, την συνθηματολογία και την ρηχή σκέψη. Είναι όμως έτσι; Μπορεί για παράδειγμα, να θεωρηθεί ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, αυτός ο ευρυμαθής κοινωνιολόγος, ως επιστήμονας που δεν έχει παρά ‘ρηχή σκέψη’; Όχι βέβαια.
[7] Ας μην ξεχνάμε άλλωστε, πως το συγκρουσιακό παρελθόν, πρόσφατο και μη, δεν προοιωνίζεται κάποια ιδιαίτερη αισιοδοξία. Οι συγκρούσεις που έλαβαν χώρα μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινίων, δεν καλλιέργησαν το έδαφος, τη εξαιρέσει της πρώτης ‘Ιντιφάντα’ που είχε εκδηλωθεί προς τα τέλη της δεκαετίας του 1980, για την επίτευξη μίας βιώσιμης ειρήνης μέσω της δημιουργίας ενός ανεξάρτητου Παλαιστινιακού κράτους δίπλα στο Ισραηλινό. Είναι θετικό και ελπιδοφόρο το γεγονός πως μόνο ένα 20% του πληθυσμού στη Λωρίδα της Γάζας, ενστερνίζεται το καθαυτό αντι-Εβραϊκό κάλεσμα της ‘Χαμάς’ περί ‘καταστροφής του Ισραήλ,’ όπως κατέδειξαν δημοσκοπικά ευρήματα λίγο πριν την βάρβαρη τρομοκρατική επίθεση. Σαφώς, το 20% δεν είναι ένα μικρό ποσοστό. Τι αποδεικνύει η αποδοχή αυτού του καλέσματος; Το πόσο πολύ έχει επηρεάσει την σκέψη των ατόμων που αποτελούν αυτό το 20%, η τζιχαντιστική και θανατηφόρα ιδεολογία της ‘Χαμάς’. Από την άλλη όμως, η πλειοψηφία του πληθυσμού αντιτάσσεται σε ένα τέτοιο κάλεσμα, πράγμα που σημαίνει πως πολλοί κάτοικοι της Λωρίδας της Γάζας αποδέχονται την λογική ή την ‘αναγκαιότητα’ της συνύπαρξης με το Ισραήλ. Πάνω ακριβώς σε αυτή την αποδοχή, μπορεί να οικοδομηθεί κάτι καλό και δυνάμει εξελίξιμο. Υπό την προϋπόθεση πως ο πόλεμος δεν θα τα έχει αλλάξει όλα. Βλέπε και, Βλέπε σχετικά, Kupchan, Charles., ‘Θα μπορούσε ο πόλεμος Ισραήλ-Χαμάς να οδηγήσει στην ειρήνη’…ό.π., σελ. 9. Ο συγγραφέας φαίνεται να ξεχνά πως ενίοτε ο πόλεμος με την δυναμική που αποκτά, μπορεί να μεγεθύνει την απόσταση και όχι να φέρει εγγύτερα. Πολύ ορθά ο Ισραηλινός πρωθυπουργός θέτει το ζήτημα της απο-ριζοσπαστικοποίησης της Παλαιστινιακής κοινωνίας. Και η ‘μαγιά’ για κάτι τέτοιο, ήδη υπάρχει.
[8] Μία νέα Παλαιστινιακή πολιτική ηγεσία, οφείλει να ξεκινήσει αποδεχόμενη την ύπαρξη του Ισραήλ.
[9] Οι Παλαιστίνιοι χρειάζονται μία σειρά γενναίων αποφάσεων και παραδοχών, όπως ότι είναι δύσκολο έως πολύ δύσκολο να διαλυθούν όλοι οι Εβραϊκοί οικισμοί που βρίσκονται εντός Παλαιστινιακών εδαφών.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.Εντάξει