Ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς κλείνει έναν χρόνο στην εξουσία και μέχρι στιγμής έχει καταφέρει να αντεπεξέλθει στο σοκ που προκάλεσε ο πόλεμος στην Ουκρανία στη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία, όμως δεν φαίνεται να έχει μπορέσει να εδραιωθεί ως ηγέτης στη διεθνή σκηνή.
«Με δεδομένα τα δραματικά γεγονότα που σημειώθηκαν φέτος, τα κατάφερε πολύ καλά», εκτίμησε ο Νιλς Ντίντεριχ καθηγητής στο Freie Universitat του Βερολίνου.
Ο Σοσιολδημοκράτης εξελέγη καγκελάριος από τους Γερμανούς βουλευτές στις 8 Δεκεμβρίου 2021, βάζοντας τέλος στην εποχή της Άγγελα Μέρκελ, η οποία παρέμεινε επικεφαλής της κυβέρνησης της Γερμανίας επί 16 χρόνια.
Λίγο αφού ανέλαβε την καγκελαρία, με ένα πρόγραμμα που προωθούσε τη δημοσιονομική αυστηρότητα και μια φιλόδοξη περιβαλλοντική πολιτική, τα σχέδιά του ανατράπηκαν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τις επιπτώσεις της: μετανάστες, ελλείψεις στην ενέργεια και πληθωρισμός.
Η ομιλία του στη Μπούντεσταγκ στις 27 Φεβρουαρίου, τρεις ημέρες μετά τη ρωσική εισβολή, στην οποία ανακοίνωσε σημαντική αύξηση των στρατιωτικών δαπανών της Γερμανίας, εισήγαγε τη χώρα σε μια νέα εποχή, καθώς η Γερμανία μετά την πτώση του Γ’ Ράιχ βασιζόταν στις ΗΠΑ για την ασφάλειά της.
Σημείο καμπής
Εξάλλου «η κυβέρνηση Σολτς αποτελείται από τρία κόμματα με εντελώς διαφορετικούς στόχους. Αυτό δεν διευκολύνει το έργο του», παρατήρησε η Ούρσουλα Μουνχ διευθύντρια της Ακαδημίας Πολιτικής Παιδείας στο Τούτζινγκ.
Ποτέ μέχρι τώρα οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) δεν είναι συμμετάσχει σε κυβέρνηση συνασπισμού με τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους (FDP), δύο κόμματα σχεδόν διαμετρικά αντίθετα.
«Η διακυβέρνηση έχει ακόμη πιο δύσκολη καθώς το πολιτικό σύστημα είναι ακόμη πιο διασπασμένο σε σχέση με αυτό που ήταν υπό τη Χριστιανοδημοκράτισσα Άγγελα Μέρκελ», σημείωσε ο Μουνχ.
Παρ’ όλα αυτά η κυβέρνηση Σολτς κατάφερε να εφαρμόσει κάποιες προεκλογικές της εξαγγελίες, όπως η αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου στα 12 ευρώ – έναντι 9,6 ευρώ που ήταν—και η μεταρρύθμιση του επιδόματος ανεργίας. Δύο ζητήματα σημαντικά για το SPD.
Υπό επεξεργασία βρίσκονται δύο άλλα θέματα: η νομιμοποίηση της χρήσης κάνναβης και ο εκσυγχρονισμός του δικαιώματος απόκτησης της γερμανικής υπηκοότητας. Αντιθέτως, η φιλόδοξη περιβαλλοντική πολιτική, ο βασικότερος στόχος των Πρασίνων, προς το παρόν έχει μπει στον πάγο.
Σε ένα πλαίσιο ενεργειακών ελλείψεων, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο Σολτς δυσαρέστησε τους οικολόγους, που αντιτίθενται στη χρήση της πυρηνικής ενέργειας, παρατείνοντας τη λειτουργία των τριών τελευταίων πυρηνικών σταθμών της Γερμανίας.
Εξάλλου η αυστηρή δημοσιονομική πολιτική, την οποία επιθυμεί το FDP, μεταφέρθηκε για την επόμενη χρονιά.
«Όχι ο Ομπάμα»
Στην διεθνή πολιτική σκηνή, ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Μέρκελ προσπαθεί ακόμη να προσαρμοστεί.
«Είναι δύσκολο να διαδεχθεί μία ηγέτιδα που παρέμεινε στη θέση της επί 16 χρόνια», σχολίασε η Ρέιτσελ Ρίτσο του Atlantic Council.
Εξάλλου ο Σολτς στη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας υιοθέτησε τη στάση και τους τρόπους της Μέρκελ. «Δεν ήθελε να εμφανιστεί ως ο υποψήφιος της αλλαγής. Δεν ήταν ο Ομπάμα της Γερμανίας», πρόσθεσε η Ρίτσο.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο «δυσκολευόμαστε να τον κατανοήσουμε πολιτικά», εκτίμησε ο Ερίκ Μορίς του ιδρύματος Robert Schuman.
Στα τέλη Αυγούστου ο Σολτς τάχθηκε υπέρ της διεύρυνσης της ΕΕ και υπέρ της κατάργησης του δικαιώματος βέτο, το οποίο προκαλεί την παράλυση των θεσμών, σε ομιλία του στην Πράγα. Όμως, σύμφωνα με τον Μορίς, σε αυτή την ομιλία του Σολτς «δεν είδαμε ένα ολοκληρωμένο όραμα για το μέλλον της Ευρώπης».
Εξάλλου το σχέδιο να δαπανηθούν 200 δισεκ. δολαρία προκειμένου να μπορέσουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις της Γερμανίας να αντιμετωπίσουν την ενεργειακή ακρίβεια, το οποίο παρουσίασε ο Γερμανός καγκελάριος στις 29 Σεπτεμβρίου, προκάλεσε αντιδράσεις από κάποιες χώρες της ΕΕ, οι οποίες δεν έχουν τα ίδια μέσα με τη Γερμανία και φοβούνται μια στρέβλωση του ανταγωνισμού.
Οι διαφωνίες μεταξύ Βερολίνου και Παρισιού πρόσφατα ήρθαν στο φως, με τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν να λέει με νόημα στον Σολτς στη διάρκεια συνόδου κορυφής τον Οκτώβριο: «δεν είναι καλό ούτε για τη Γερμανία, ούτε για την Ευρώπη, να απομονώνεται».
ΑΠΕ - ΜΠΕ