* Η ομιλία μου στην ολομέλεια
Κύριε Υπουργέ, αγαπητοί συνάδελφοι,
Ανεβαίνω στο Βήμα με ανάμεικτα συναισθήματα, έχοντας από τη μια, το νομοσχέδιο και τις προσδοκίες που δημιουργεί σε ανθρώπους που δημιούργησαν υποχρεώσεις κάτω από τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν στην πατρίδα μας τα τελευταία χρόνια, κι από την άλλη, το αίσθημα αγανάκτησης απέναντι σε αυτούς που είχαν στα χέρια τους την τύχη της χώρας για πάρα πολλά χρόνια, οι οποίοι θα μπορούσαν να προβλέψουν, να πάρουν μέτρα, ώστε η χώρα να μη φτάσει σε αυτό το σημείο σήμερα.
Ώστε να είμαστε αναγκασμένοι να ψηφίζουμε ένα νόμο που αφορά – όπως εκτιμά το νομοσχέδιο – τουλάχιστον σε τετρακόσιες χιλιάδες υπερχρεωμένες επιχειρήσεις.
Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι, αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι που δημιούργησαν αυτές τις προϋποθέσεις, που ωρίμαζαν για πάρα πολλά χρόνια στην πατρίδα μας και έσκασαν το 2010, να θέλουν να αναλάβουν και πάλι τις τύχες αυτής της χώρας.
Για την πρωτόγνωρη, λοιπόν, οικονομική ύφεση των τελευταίων ετών μετά το 2010, σε συνδυασμό με τον υπερβολικό δανεισμό που είχε δημιουργηθεί τις προηγούμενες δεκαετίες, αποκλειστικά υπεύθυνο είναι το τραπεζικό, αλλά και το πολιτικό μας σύστημα, το οποίο όχι μόνο δεν το ήλεγχε, αλλά συμμετείχε. Βρισκόταν σε αγαστή συνεργασία, θα έλεγε κανείς, αφού διαχρονικά αντλούσε πόρους, είτε άμεσα από το τραπεζικό σύστημα, είτε έμμεσα, μέσω μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, που τροφοδοτούσαν το πολιτικό σύστημα, ενώ οι ίδιοι οι επιχειρηματίες αντλούσαν δισεκατομμύρια – χρεώνοντας από κοινού τους πολίτες.
Οι «τρύπες» που δημιούργησαν στην οικονομία καλύπτονταν με δανεικά, που σωρευτικά δημιούργησαν το χρέος. ‘Έφεραν την υπέρμετρη φορολόγηση, τις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών σε βάρος του εργαζόμενου λαού, το εγκληματικό «κούρεμα» των αποθεματικών των Ταμείων και τα χαράτσια, τα οποία – όπως όλοι πια κατάλαβαν – αποδείχθηκαν εντελώς καταστροφικά για την οικονομία.
Οι επιχειρήσεις που επί σειρά ετών στήριζαν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας και δημιουργούσαν θέσεις εργασίας, βρέθηκαν ξαφνικά με δυσανάλογα χρέη, σε σχέση με τις δυνατότητές τους.
Έπρεπε λοιπόν να στηριχθούν με τρόπο αποτελεσματικό, χωρίς γραφειοκρατία κι επιπλέον κόστος. Αυτό επιχειρείται με το υπόψη νομοσχέδιο. Επιχειρείται εξυγίανση επιχειρήσεων με «κούρεμα» ή επιμήκυνση υποχρεώσεων σε βάθος δεκαετίας, διαμέσου ενός εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης των οφειλών με ένα και μόνο κριτήριο, την προ φόρων, τόκων, δόσεων – βιωσιμότητά τους.
Το νομοσχέδιο δεν είναι συγχωροχάρτι και δεν αφορά επιχειρηματίες οι οποίοι καταστρατήγησαν προηγούμενους νόμους. Ο οφειλέτης προτείνει στους πιστωτές του μία πρόταση βασισμένη σε δική του μελέτη σχετικά με τη δυνατότητα αποπληρωμής που εκτιμά ότι διαθέτει. Κανείς δε γνωρίζει καλύτερα από τον επιχειρηματία τις δυνατότητές της δικής του επιχείρησης.
Ο οφειλέτης και οι πιστωτές ελεύθερα μπορούν να βρουν πλέον συμφέρουσα λύση στο κοινό τους πρόβλημα, τη μείωση της ζημιάς – περί αυτού πρόκειται..
Η ρύθμιση των οφειλών στοχεύει στη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, σε νέες θέσεις εργασίας, στην αύξηση της παραγωγής, αλλά και στην τακτοποίηση του τραπεζικού συστήματος, αφού έτσι δημιουργείται η αναγκαία συνθήκη για την ανταπόκριση των επιχειρήσεων. Μένει να αποδειχθεί και ικανή!
Προϋπόθεση για να μπει επιτέλους σειρά, στο καθεστώς που βιώνει η χώρα τα τελευταία χρόνια, ώστε να εισρεύσει χρήμα στην αγορά, είναι να δημιουργηθεί προοπτική ανάπτυξης. Μόνον έτσι βλέπω το νομοσχέδιο να ευδοκιμεί. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να κινηθούμε όλοι προς αυτήν την κατεύθυνση.
Σε σχέση με τις προηγούμενες προσπάθειες ρύθμισης οφειλών, ο προτεινόμενος τρόπος είναι προφανώς πιο ρεαλιστικός και εφαρμόσιμος, αφού έχει ήδη δοκιμαστεί στο πρόσφατο παρελθόν σε χώρες με παραπλήσια προβλήματα, όπως η Πορτογαλία και έχει αποδώσει.
Το νομοσχέδιο, αν μπορούσε κανείς να το πει σε πέντε σημεία, αφορά, κατά την εκτίμησή μου, στα παρακάτω κύρια σημεία:
Αφορά στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη χώρα και σωστά.
Θεσπίζει αντικειμενικά κριτήρια για την επιλεξιμότητα των επιχειρήσεων. Κυρίαρχο είναι η βιωσιμότητα.
Η Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους υποστηρίζει τους ενδιαφερόμενους και δεν τους αντιμετωπίζει όπως συνήθως αντιμετωπίζονται οι ιδιώτες από το Δημόσιο.
Τέταρτον, η αίτηση ένταξης διαβιβάζεται σε συντονιστή ο οποίος αναλαμβάνει την οργάνωση της διαπραγμάτευσης.
Πέμπτον, το δημόσιο και οι ασφαλιστικές εισφορές συμμορφώνονται σε πλαίσιο συγκεκριμένων κανόνων, ώστε η όλη διαδικασία να ολοκληρώνεται σύντομα.
Για να είναι, λοιπόν, αποτελεσματικό και ωφέλιμο το νέο νομοσχέδιο που αφορά, επιχειρηματίες, ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες, θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένο στη σημερινή πραγματικότητα. Οι συνθήκες της αγοράς είναι βέβαιο ότι για αρκετό χρονικό διάστημα ια παραμείνουν εξαιρετικά δύσκολες. Μαγικά ραβδιά δεν υπάρχουν.
Το Υπ’ όψιν νομοσχέδιο δεν αποτελεί μία ακόμη ρύθμιση οφειλών, όπως ο νόμος των εκατό δόσεων που αφορούσε τη διμερή σχέση του πολίτη και του Δημοσίου. Αφορά στη δυνατότητα, στον τρόπο που οφείλει να σχεδιάσει η πολιτεία, ώστε να δοθεί η ευκαιρία σε επιχειρήσεις να ανακάμψουν. Οι επιχειρηματίες οφειλέτες από τη μεριά τους, οφείλουν να μελετήσουν τους όρους επιβίωσης των επιχειρήσεων τους και να προτείνουν μία βιώσιμη και κυρίως ειλικρινή λύση, ειδάλλως, θα τη βρουν μπροστά τους.
Οι πιστωτές από τη δική τους πλευρά, τράπεζες, δημόσιο, ιδιώτες, οφείλουν να σεβαστούν την πραγματικότητα και να αντιπροτείνουν ρεαλιστικές λύσεις , ώστε να διασφαλίσουν τον περιορισμό επισφαλών απαιτήσεών τους.
Είναι γνωστό ότι κανείς δεν περνάει καλά, εάν και ο γείτονας δεν περνά καλά. Είναι παλιά παροιμία που κρύβει αλήθειες. Κάποια στιγμή, θα έρθει η κρίση και στην πόρτα του γείτονα.
Οι λόγοι που συνηγορούν στην εξεύρεση κοινού τόπου για τη δημιουργία προϋποθέσεων επιβίωσης των επιχειρήσεων είναι γνωστοί και αποδεκτοί απ’ όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Και εξηγούμαι . Η μακρόχρονη κρίση έχει καταστήσει σαφές, ότι όταν μια επιχείρηση καταθέτει λουκέτο και εκπλειστηριάζεται, η περιουσία της δεν συνεπάγεται έναν κερδισμένο πιστωτή, αλλά αντίθετα λόγω κατάρρευσης της αγοράς ακινήτων, λόγω του περιορισμού του αγοραστικού ενδιαφέροντος και λόγω του υψηλού νομικού και δικαστικού κόστους ουσιαστικά δημιουργεί επιπλέον πρόβλημα στους πιστωτές.
Η υπόψη ρύθμιση των οφειλών δεν αφορά – ξαναλέω – τη ρύθμιση του τύπου των εκατό δόσεων. Είναι άλλη η φιλοσοφία της και πρέπει να τη σεβαστούν όλα τα μέρη.
Τέλος, δεν μπορώ παρά να αναφερθώ σε αυτό που βίωσα στη διαδικασία προετοιμασίας του νομοσχέδιου. Ήρθαν οι φορείς και κατέθεσαν απόψεις. Ο κ. Καραμούζης, Πρόεδρος της Ένωσης Ελληνικής Τραπεζών καταθέτει, ότι η Ένωση Τραπεζών είναι σύμφωνη με την κοινή ρύθμιση σε εξωδικαστική διαδικασία των επιχειρηματικών οφειλών. «Είμαστε δηλαδή, υπέρ του θεσμού, αλλά έχουμε μία σειρά από ενστάσεις». Και είναι πολύ λογικό να υπάρχουν ενστάσεις. Ο κ. Κανελλόπουλος, Γενικός Γραμματέας του ΟΠΕΜΕΔ, Οργανισμός Προώθησης Εναλλακτικών Μεθόδων Επίλυσης Διαφορών, αναφέρει: «Πρόκειται αναμφίβολα για μία πολύ σημαντική νομοθετική πρωτοβουλία που αποσκοπεί ευθέως στην ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και την παροχή δεύτερης ευκαιρίας». Αυτή είναι η φιλοσοφία του νόμου.
Ο κ. Αντώνιος Μεγγούλης, Διευθύνων Νομικός Σύμβουλος της ΕΣΕΕ αναφέρει: «Το κριτήριο αφορά στη ρύθμιση για οφειλές από την 1η Ιουλίου, καταθέτει ενστάσεις και προτείνει βελτιώσεις».
Ο κ. Καββαθάς Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών βιοτεχνών, Εμπόρων Ελλάδος –το 99% της αγοράς, 1.700.000 εργαζόμενοι ασχολούνται σε αυτές τις επιχειρήσεις- δηλώνει: « Ο εξωδικαστικός μηχανισμός αποτελεί ασφαλώς ένα σημαντικό εργαλείο στα χέρια των αντισυμβαλλόμενων μερών και της πολιτείας που μειώνει σημαντικά το διοικητικό κόστος και βελτιώνει σημαντικά τους επιχειρηματικούς κινδύνους».
Ο κ. Βασίλης Αλεξανδρής– που εκπροσωπεί και εμένα έμμεσα- μπορεί να είναι δικηγόρος, αλλά εκπροσωπεί όλους τους ελεύθερους επαγγελματίες- δηλώνει: «Εισήχθη διάταξη του αρθ. 15 παρ.21 του Νομοσχεδίου για τη δυνατότητα κατ’ εξαίρεσης ρύθμισης οφειλών ελευθέρων επαγγελματιών προς το δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία στην περίπτωση που δεν υπάρχουν οφειλές προς τους ιδιώτες πιστωτές. Αν και αμφίβολα θετική η πρόβλεψη αυτή, υπολείπεται του τέλειου, να το πούμε έτσι απλά».
Ολοκληρώνω με την πρότασή μου, Κύριε Πρόεδρε:
Ο κ. Μιτογλίδης λέει τα ίδια. Η κ. Κουμπούλη– που είναι διαπιστευμένη μεσολαβήτρια, άνθρωπος της αγοράς, που κατέχει καλά το αντικείμενο- δηλώνει: «Δεν μπορούμε παρά να υποδεχόμαστε θετικά το υπό ψήφιση νομοσχέδιο για πρώτη φορά στην Ελληνική επιχειρηματικότητα. Η ελληνική κοινωνία επιβάλλει τη διαπραγμάτευση μεταξύ των χρεωμένων επιχειρήσεων και των πάσης φύσεως πιστωτών τους».
Εάν λοιπόν δεν ακούσουμε αυτούς τους ανθρώπους που ζουν μέσα στην αγορά, ποιους πρέπει να ακούσουμε; Αυτούς που απέχουν χιλιόμετρα από την αγορά, που δεν έχουν υποστεί τις συνέπειες της κρίσης;;
Σας Ευχαριστώ.
Ουρσουζίδης Ν. Γιώργος
Βουλευτής Ημαθίας του ΣΥΡΙΖΑ