Την πεποίθησή του ότι η βασική φιλοσοφία του νομοσχεδίου του Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη για την Αναμόρφωση και τον Εκσυγχρονισμό του Σωφρονιστικού Κώδικα αποτελεί οπισθοχώρηση διατύπωσε κατά την αγόρευσή του από το βήμα της Ολομέλειας στη Βουλή ο αρμόδιος κοινοβουλευτικός υπεύθυνος, βουλευτής Επικρατείας Γιώργος Καμίνης.
«Δεν εισφέρει κάτι πραγματικά καινούριο το νομοσχέδιο. Αποτελεί στη βασική του φιλοσοφία οπισθοχώρηση σε σχέση με το παρελθόν, κι αυτό παρά το γεγονός ότι το Υπουργείο προσπάθησε να βρεθεί μια κοινή βάση. Παρ’ όλα αυτά στη βασική του φιλοσοφία δυστυχώς δεν μας πείθει», είπε χαρακτηριστικά ενώ επανέλαβε τη θέση του ότι η σωφρονιστική πολιτική δεν βρίσκεται στον φυσικό της χώρο στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Ο κ. Καμίνης τόνισε ότι απαραίτητοι πυλώνες για ένα σωφρονιστικό σύστημα είναι: Αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, ασφάλεια, μείωση του εγκλεισμού, εναλλακτικά της κράτησης μέτρα με στόχο την ομαλή επανένταξη. «Αυτοί είναι οι άξονες μίας σύγχρονης αντεγκληματικής πολιτικής ενός ευρωπαϊκού κράτους Δικαίου και υπό αυτό το πρίσμα λοιπόν εμείς σήμερα αντιμετωπίζουμε το νομοσχέδιο του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη» πρόσθεσε.
Επανέλαβε επίσης ότι, «η σωφρονιστική πολιτική σήμερα πρώτα απ’ όλα δεν βρίσκεται στον φυσικό της χώρο, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και γι αυτό το λόγο οι λύσεις απαιτούν το πολύ δύσκολο εγχείρημα για την ελληνική δημόσια διοίκηση, να υπάρχει συχνά σύμπραξη πολλών Υπουργείων».
Σύμφωνα με τον ειδικό αγορητή του ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής, τα προβλήματα του σωφρονιστικού συστήματος στη χώρα μας παραμένουν τα ίδια εδώ και τουλάχιστον δύο δεκαετίες και πως ουσιαστικά αυτό που θα περίμενε κανείς σήμερα θα ήταν η από κοινού χάραξη ενός μακροπρόθεσμου και αποτελεσματικού σχεδιασμού που δεν θα έφερνε τη χώρα αντιμέτωπη με τις ταπεινωτικές αποφάσεις της Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων του Συμβουλίου της Ευρώπης (CPT).
«Υπάρχουν εμβληματικές διατάξεις στο σχέδιο νόμου για τις οποίες έχουμε έντονες επιφυλάξεις στο κατά πόσον συνάδουν με τον στόχο της ομαλής επανένταξης και της μείωσης του εγκλεισμού», είπε αναφερόμενος μεταξύ άλλων στην κατάργηση της κοινωφελούς εργασίας και εξέφρασε την πρόθεσή του να καταθέσει Ερώτηση προς τον αρμόδιο Υπουργό κ. Πέτσα καθώς εκκρεμεί η υπογραφή της Κοινής Υπουργικής Απόφασης από το Υπουργείο Εσωτερικών με την οποία ενεργοποιείται και πάλι ο θεσμός της κοινωφελούς εργασίας..
«Θα έρθει ο κ. Πέτσας ή ο κ. Βορίδης στη Βουλή να μας βεβαιώσει πότε έχουν την πρόθεση να υπογράψουν την Κοινή Υπουργική Απόφαση, η οποία έχει φύγει από το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη; Ή απλώς μας ρίχνουν στάχτη στα μάτια ότι εκκρεμεί η υπογραφή μιας υπουργικής απόφασης την οποία θα αφήσουν ουσιαστικά μετά τις εκλογές, παραπέμποντάς την δηλαδή στις ελληνικές καλένδες;», διερωτήθηκε για να προσθέσει: «Δυστυχώς, η κυβέρνηση δεν φαίνεται να διαθέτει μια κουλτούρα ομαλής επανένταξης στην ποινική και σωφρονιστική μεταχείριση παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις».
Ακόμη έδωσε έμφαση και στον θεσμό της ηλεκτρονικής επιτήρησης, ο οποίος δεν εφαρμόζεται, στις τραγικές ελλείψεις στις Υπηρεσίες Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής, στην αυστηροποίηση των φοιτητικών αδειών και στις άδειες ημιελεύθερης διαβίωσης. «Ο κυβερνητικός απολογισμός σήμερα», είπε ο κ. Καμίνης, «είναι οι εκ νέου αυστηροποιήσεις των ποινών, η επ’ αόριστον αναστολή της κοινωφελούς εργασίας από το 2019, οι μισοάδειες αγροτικές φυλακές -όταν υπάρχει υπερπληθυσμός στις κλειστές φυλακές- και η εφαρμογή του θεσμού της ηλεκτρονικής επιτήρησης σε μόνο 5 κρατουμένους σε σύνολο κρατουμένων στη χώρα πάνω από δέκα χιλιάδες. Αυτή είναι η αντίληψη της κυβέρνησης για τα εναλλακτικά μέτρα της ποινής».
Τέλος, υποστήριξε ότι καθώς υπάρχει έλλειψη σημαντικών στοιχείων «δεν μπορούμε να συνηγορήσουμε στον περιορισμό κάποιων επιτυχημένων θεσμών ομαλής επανένταξης γιατί με αυτό τον τρόπο οδηγούμαστε μαθηματικά στην αδιέξοδη αύξηση του εγκλεισμού, στον γνωστό φαύλο κύκλο όπου η διαχείριση της σωφρονιστικής πραγματικότητας θα εξαντληθεί στην εκ νέου αναζήτηση βαλβίδων αποσυμπίεσης, όπως είναι οι νέες φυλακές, η υπέρμετρη χρήση του ευεργετικού υπολογισμού της ποινής, της υφ΄όρον απόλυσης και της αναστολής της ποινής».
Ολόκληρο το κείμενο της αγόρευσης
«Τα προβλήματα που εμφανίζει το σωφρονιστικό σύστημα παραμένουν ουσιαστικά τα ίδια εδώ και δύο τουλάχιστον δεκαετίες.
Θα περίμενε λοιπόν κανείς ότι θα έχουμε επιτέλους εντοπίσει τις αστοχίες και το αδιέξοδο του παρελθόντος, ότι θα έχουμε πια αξιολογήσει τη λειτουργία του σωφρονιστικού συστήματος προκειμένου να χαράξουμε -στο μέτρο του δυνατού- από κοινού ένα μακροπρόθεσμο και αποτελεσματικό σχεδιασμό.
Πυλώνες αυτού του σχεδιασμού, της επανεκκίνησης δηλαδή που χρειάζεται το σωφρονιστικό σύστημα, δεν μπορεί να είναι άλλοι από εκείνους που μας υποδεικνύουν οι ευρωπαϊκές αξίες και οι ευρωπαϊκοί κανόνες όπως δυστυχώς μας το υπενθυμίζει με ταπεινωτικό για τη χώρα τρόπο η Επιτροπή για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων του Συμβουλίου της Ευρώπης, η γνωστή CPT.
Η δημόσια δήλωση στην οποία -δυστυχώς- κατά πάσα πιθανότητα θα προβεί η CPT, δεν σημαίνει απλώς μία επιπλέον ταπεινωτική για τη χώρα δήλωση ενός οργάνου αυτού του κύρους. Η δήλωση θα έχει πολύ σημαντικές συνέπειες, γιατί ουσιαστικά εμμέσως αλλά και σαφώς θα επηρεάσει και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Θα χρησιμεύσει στην κατάστρωση του δικανικού συλλογισμού ειδικά στην ελάσσονα πρόταση όπου ακριβώς οι ελλείψεις του σωφρονιστικού συστήματος θα βαρύνουν στις αποφάσεις του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο προβλέπεται ότι θα αναφέρεται συστηματικά στη δήλωση της CPT, άρα δεν είναι μόνο ένα θέμα μείωσης του κύρους της χώρας διεθνώς, έχει πολύ συγκεκριμένες έννομες συνέπειες στη νομολογία του Δικαστηρίου που αφορά τις υποθέσεις της χώρας μας.
Οι πυλώνες τους οποίους εμείς θεωρούμε απαραίτητους για ένα σωφρονιστικό σύστημα είναι: Αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, ασφάλεια, μείωση του εγκλεισμού, εναλλακτικά της κράτησης μέτρα με στόχο την ομαλή επανένταξη.
Αυτοί είναι οι άξονες μίας σύγχρονης αντεγκληματικής πολιτικής ενός ευρωπαϊκού κράτους Δικαίου και υπό αυτό το πρίσμα λοιπόν εμείς σήμερα αντιμετωπίζουμε το νομοσχέδιο του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη. Εχοντας δηλαδή κατά νου ότι η σωφρονιστική πολιτική σήμερα πρώτα απ’ όλα δεν βρίσκεται στον φυσικό της χώρο, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και γι αυτό το λόγο οι λύσεις απαιτούν το πολύ δύσκολο εγχείρημα για την ελληνική δημόσια διοίκηση, να υπάρχει συχνά σύμπραξη πολλών Υπουργείων.
Υπάρχουν πολλά παράλληλα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν, όπως ποιο σύστημα ποινών χρειαζόμαστε. Εδώ, μελέτες του Συμβουλίου της Ευρώπης καταθέτουν ότι στην Ελλάδα υπάρχουν σχετικά ακόμη χαμηλά ποσοστά εγκληματικότητας όμως πολύ υψηλές ποινές.
Για παράδειγμα, τον Ιανουάριο του 2021, το 84% των καταδικασθέντων κρατουμένων στην χώρα μας εξέτιε μακροχρόνιες ποινές κάθειρξης άνω των πέντε ετών σε σύγκριση με το μέσο όρο του Συμβουλίου της Ευρώπης που είναι 35%.
Και όμως διαβάζω σήμερα μια έρευνα στην οποία πάνω από το 70% των ερωτηθέντων ζητά αύξηση των ποινών. Είναι πάρα πολύ εύκολο να υποκύπτει κανείς στις διαθέσεις της κοινής γνώμης, έτσι όπως διαμορφώνεται μέσα από τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων, μέσα από τον εντυπωσιασμό των εγκλημάτων που προσλαμβάνουν πάρα πολύ συχνά μια υπέρμετρη δημοσιότητα. Δεν υπάρχει τίποτα πιο εύκολο από το να αυξάνεις τις ποινές. Φυσικά, το εγκληματικό φαινόμενο και το σωφρονιστικό σύστημα απαιτούν πιο σύνθετες προσεγγίσεις. Η υπέρμετρη αύξηση των ποινών δεν οδηγεί σε τίποτε άλλο παρά σε αύξηση του πληθυσμού στις φυλακές, το οποίο ως φαινόμενο δεν προκαλεί απλώς έναν συνωστισμό σε έναν κλειστό χώρο. Δεν είναι μόνο ένα ζήτημα το ότι πέφτει η ποιότητα της ζωής. Μειώνει την ποιότητα ζωής σε όλα τα επίπεδα του σωφρονιστικού συστήματος, είτε σε ό,τι αφορά τις σχέσεις των κρατουμένων μεταξύ τους είτε σε ό,τι αφορά τις σχέσεις των κρατουμένων με το διοικητικό προσωπικό.
Η επικαιροποιημένη μελέτη σχετικά με τη Μείωση του Υπερπληθυσμού των Καταστημάτων Κράτησης στην Ελλάδα του Συμβουλίου της Ευρώπης είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αναθεώρηση του Ποινικού Κώδικα το 2019 φαινόταν να λαμβάνει υπόψη τα πρότυπα του Συμβουλίου της Ευρώπης για τον μετριασμό των ποινών για ορισμένα εγκλήματα.
Τόνισε βεβαίως ότι η επιτυχία των μεταρρυθμίσεων θα εξαρτιόταν από την αποτελεσματική εφαρμογή των ποινών και των μέτρων που εκτίονται στην κοινότητα μέσα από μια επαρκώς στελεχωμένη και με επαρκείς πόρους υπηρεσία κοινωφελούς εργασίας.
Τι κάναμε εμείς με την υπηρεσία κοινωφελούς εργασίας; Καθιερώθηκε ως εναλλακτικό μέτρο της ποινής, ως ποινή αυτοτελής, λειτούργησε όπως λειτούργησε, αλλά ένα από τα πρώτα -στην κυριολεξία πρώτα μέτρα της κυβέρνησης που ήρθε στην εξουσία το 2019 ήταν να αναστείλει την εφαρμογή του μέτρου.
Τώρα περιμένουμε -όπως μάθαμε χθες στην Επιτροπή- από το Υπουργείο Εσωτερικών, από τον καθ’ ύλην αρμόδιο υπουργό τον κ. Πέτσα να υπογράψει κι αυτός την Κοινή Υπουργική Απόφαση με την οποία τίθεται ένα τέρμα σε αυτή την αναστολή. Επειδή είχαμε πληροφορηθεί παλαιότερα και από τον κ. Τσιάρα τον Υπουργό Δικαιοσύνης ότι στο μέτρο αντιδρούσαν οι δήμαρχοι, αναρωτιέμαι τώρα παραπέμπουμε ουσιαστικά το θέμα στις ελληνικές καλένδες; Θα έρθει ο κ. Πέτσας ή ο κ. Βορίδης ακόμα στη Βουλή να μας βεβαιώσει πότε έχουν την πρόθεση να υπογράψουν την Κοινή Υπουργική Απόφαση, η οποία έχει φύγει από το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη; Ή απλώς μας ρίχνουν στάχτη στα μάτια ότι εκκρεμεί η υπογραφή μιας Υπουργικής Απόφασης την οποία θα αφήσουν ουσιαστικά μετά τις εκλογές, παραπέμποντάς την δηλαδή στις ελληνικές καλένδες;
Εγώ προτίθεμαι και θα το κάνω, να καταθέσω ερώτηση προς τον κ. Πέτσα να μας δώσει ένα σαφές χρονοδιάγραμμα πότε προτίθεται να υπογράψει την ΚΥΑ.
Δυστυχώς, η κυβέρνηση δεν φαίνεται να διαθέτει μια κουλτούρα ομαλής επανένταξης στην ποινική και σωφρονιστική μεταχείριση παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις.
Ο κυβερνητικός απολογισμός σήμερα είναι οι εκ νέου αυστηροποιήσεις των ποινών, η επ’ αόριστον αναστολή της κοινωφελούς εργασίας από το 2019, οι μισοάδειες αγροτικές φυλακές -όταν υπάρχει υπερπληθυσμός στις κλειστές φυλακές- και η εφαρμογή του θεσμού της ηλεκτρονικής επιτήρησης σε μόνο 5 κρατουμένους σε σύνολο κρατουμένων στη χώρα πάνω από δέκα χιλιάδες. Αυτή είναι η αντίληψη της κυβέρνησης για τα εναλλακτικά μέτρα της ποινής.
Στην ακρόαση των φορέων ο εκπρόσωπος του Συλλόγου Κοινωνικών Λειτουργών μας μίλησε για τις τραγικές ελλείψεις στις Υπηρεσίες Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής. Είναι οι επιμελητές που έχουν την αρμοδιότητα να εποπτεύουν την άδεια την οποία λαμβάνει ο κρατούμενος και επίσης να εποπτεύουν τους κρατούμενους όταν αποφυλακίζονται. Τι μάθαμε; Στην Στερεά Ελλάδα δεν υπάρχει ούτε ένας, στην Φθιώτιδα υπάρχουν δύο, στην Εύβοια δύο και στη Βοιωτία ένας. Αυτή είναι η κοινωνική υπηρεσία.
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι το να περιμένουμε από πέντε ανθρώπους να επιτηρούν κρατουμένους που παίρνουν άδεια ή που έχουν αποφυλακιστεί για να τους συνδράμουν στην ομαλή επανένταξή τους, είναι μάλλον εκτός πραγματικότητας.
Υπάρχουν εμβληματικές διατάξεις στο σχέδιο νόμου για τις οποίες έχουμε έντονες επιφυλάξεις στο κατά πόσον συνάδουν με τον στόχο της ομαλής επανένταξης και της μείωσης του εγκλεισμού.
Όπως είπαμε, καταργείται η κοινωφελής εργασία αντί να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα και περιμένουμε να δούμε τι θα γίνει από το Υπουργείο Εσωτερικών.
Με το σχέδιο νόμου αυστηροποιούνται εκ νέου οι τυπικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση των τακτικών αδειών με κριτήριο τη φύση του αδικήματος in abstracto, γενικά, κριτήριο που παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης των κρατουμένων και της αναλογικότητας ενώ σε κάποιες περιπτώσεις οι περιορισμοί που έχουν τεθεί είναι εξοντωτικοί. Στις διατάξεις αυτές δεν υπάρχει έστω μία πρόβλεψη, ένα κίνητρο, με βάση τη διαγωγή του κρατουμένου, να δίνεται η άδεια μετά από σχετική εισήγηση.
Αυστηροποιούνται επίσης για πρώτη φορά οι τυπικές προϋποθέσεις για τις φοιτητικές άδειες αλλά ακόμη και ο θεσμός της ημιελεύθερης διαβίωσης, χωρίς να έχει δοκιμασθεί έστω πιλοτικά μέχρι σήμερα και συρρικνώνονται περαιτέρω οι προϋποθέσεις μεταγωγής σε αγροτική φυλακή με κριτήριο τη φύση του αδικήματος. Και φυσικά μέσα σε αυτή τη λογική όπου αυτά τα μέτρα λειτουργούν ως μια δεύτερη τιμωρία, παρά τη συνταγματική απαγόρευση, δημιουργούνται φυλακές αυξημένης ασφαλείας, όπου θα κρατούνται κρατούμενοι με βάση και πάλι το αδίκημα που τέλεσαν και για το οποίο τιμωρήθηκαν και όχι την εξατομικευμένη κρίση για την συμπεριφορά τους και την επικινδυνότητά τους. Όλα αυτά αποκαλύπτουν μια εμμονή και ταυτόχρονα μια διαφορετική προσέγγιση της αντεγκληματικής πολιτικής από εκείνη που υποδεικνύει ο ευρωπαϊκός νομικός πολιτισμός.
Έχουμε σήμερα τις ίδιες έντονες επιφυλάξεις με εκείνες που μας οδήγησαν στην καταψήφιση του νόμου 4760/2020, με τον οποίο διατηρήθηκε ο υπερπληθυσμός, περιορίστηκε η επικοινωνία των κρατουμένων με το οικογενειακό περιβάλλον, ερήμωσαν οι αγροτικές φυλακές και εν τέλει υπήρξε μια σταθερή, συστηματική απομάκρυνση από την ομαλή επανένταξη των κρατουμένων.
Υπάρχουν διατάξεις στις οποίες έχουμε προτείνει τροποποιήσεις προκειμένου να ψηφίσουμε θετικά, όπως για παράδειγμα το άρθρο 8 για το ένδικο βοήθημα το οποίο όπως προβλέπεται δυναμιτίζεται την αποτελεσματικότητά του. Αυτό κάπως μετριάστηκε ουσιαστικά από τη στιγμή που προβλέφθηκε ότι μπορεί να υπάρχει δυνατότητα όταν προσβάλλεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, γιατί όπως είχε η διάταξη πριν ουσιαστικά δημιουργούσε ένα βάρος στον κατηγορούμενο να μπορεί να αποδείξει ότι είτε έχει βλαβεί η υγεία του είτε κινδυνεύει να βλαβεί.
Αλλά επίσης υπάρχει μια υπέρμετρη προθεσμία σαράντα ημερών προκειμένου να εκδώσει την απόφαση το δικαστήριο εκτέλεσης των ποινών και επίσης δεν προβλέπεται ένα συγκεκριμένο χρονικό περιθώριο εφαρμογής της δικαστικής απόφασης.
Λείπει επίσης η πρόβλεψη του ευεργετικού υπολογισμού της ποινής, όπως συμπεριλαμβανόταν στην πρόταση που εκπόνησε το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους αλλά και η Επιτροπή της Βουλής για την συμμόρφωση με τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, που σχεδόν ομόφωνα είχε καταλήξει σε αυτή την πρόταση.
Υπάρχουν μερικές διατάξεις που θα τις υπερψηφίσουμε. Κάποιες όμως από αυτές μεταθέτουν την υλοποίησή τους στο μέλλον όπως η τηλειατρική στις απομακρυσμένες φυλακές, η ψυχιατρική φροντίδα των γυναικών, αλλά και τα οδοντιατρεία στις φυλακές. Είναι σημαντικό ότι προβλέπονται αυτές οι διατάξεις, αλλά επειδή ζούμε στην Ελλάδα και ξέρουμε πόσο δύσκολο είναι να περάσουμε από τη θεωρία στην πράξη, επειδή η εφαρμογή τους προϋποθέτει πολύ συγκεκριμένες υποδομές επιτρέψτε μου να είμαι σχετικά απαισιόδοξος. Μόλις πριν μίλησα για τους Επιμελητές Κοινωνικής Αρωγής.
Για τις αλλαγές που προτείνει η κυβέρνηση στο θέμα των αδειών, στις προϋποθέσεις μεταγωγής στις αγροτικές φυλακές, δεν υπάρχει καμία απολύτως επιστημονική τεκμηρίωση. Δεν υπάρχουν στατιστικά στοιχεία να δούμε. Αν υπήρχαν και αν οι αριθμοί αυτοί επιβεβαίωναν την κυβερνητική πολιτική που προβαίνει σε περιορισμούς στα δικαιώματα, τότε να τις υπερψηφίσουμε αυτές τις διατάξεις. Τι συμβαίνει με τις άδειες; Έχουμε ένα υπουργείο που δεν μετράει. Θα μου πείτε, τώρα θα αρχίσουμε να μετράμε; Η απάντηση είναι “ναι, τώρα!” θα αρχίσουμε να μετράμε. Χωρίς στοιχεία δεν μπορεί πια να χαραχθεί πολιτική.
Για τις άδειες έχουμε μόνο το στοιχείο του Συνηγόρου του Πολίτη. Για το 2020-2021 προκύπτει ότι κατά την περίοδο 2015 έως 2020 τηρήθηκαν σε συντριπτικό ποσοστό (98%) οι όροι των αδειών που είχαν χορηγηθεί. Από τις 18.525 άδειες διαπιστώθηκαν μόνο 316 παραβιάσεις ή κακή χρήση των όρων της άδειας. Γιατί προβαίνουμε λοιπόν σε αυστηροποίηση; Εχουμε αριθμούς που μας βεβαιώνουν για το αντίθετο; Να τους δούμε και να το συζητήσουμε. Γιατί θυμίζω ότι η άδεια βρίσκεται στη βάση μιας αλυσίδας. Είναι προϋπόθεση για τη μεταγωγή σε αγροτική φυλακή, είναι προϋπόθεση για την υφ’ όρον απόλυση. Είναι ένας συνεκτικός κρίκος στην αλυσίδα της ομαλής επανένταξης.
Δεν φαίνεται να υπάρχει μέριμνα για την πρόληψη και την αντιμετώπιση, της υποτροπής, βασικό χαρακτηριστικά του πληθυσμού των ελληνικών φυλακών.
Δεν μπορούμε λοιπόν με αυτά τα δεδομένα, με την έλλειψη στοιχείων, να συνηγορήσουμε στον περιορισμό κάποιων επιτυχημένων θεσμών ομαλής επανένταξης γιατί με αυτό τον τρόπο οδηγούμαστε μαθηματικά στην αδιέξοδη αύξηση του εγκλεισμού, στον γνωστό φαύλο κύκλο όπου η διαχείριση της σωφρονιστικής πραγματικότητας θα εξαντληθεί στην εκ νέου αναζήτηση βαλβίδων αποσυμπίεσης, όπως είναι οι νέες φυλακές, η υπέρμετρη χρήση του ευεργετικού υπολογισμού της ποινής, της υφ΄όρον απόλυσης και της αναστολής της ποινής,
Δεν εισφέρει κάτι πραγματικά καινούριο το νομοσχέδιο. Αποτελεί στη βασική του φιλοσοφία οπισθοχώρηση σε σχέση με το παρελθόν, κι αυτό παρά το γεγονός ότι το Υπουργείο προσπάθησε όσο μπορούσε περισσότερο να βρούμε μια κοινή βάση. Θεωρώ σημαντικό ότι το συζητήσαμε διεξοδικά και στην Επιτροπή παρ’ όλα αυτά στη βασική του φιλοσοφία δυστυχώς δεν μας πείθει».