Η διαχείριση της ακρίβειας και των αυξήσεων στις τιμές, η επίδραση της πανδημίας στις συμπεριφορές των καταναλωτών, η βιώσιμη ανάπτυξη των ηλεκτρονικών αγορών και ο ανταγωνισμός μεταξύ των διαφορετικών καναλιών και των εταιρειών αποτελούν τις σημαντικότερες προκλήσεις για το οργανωμένο λιανεμπόριο τροφίμων το 2022.
Όπως αναφέρει μιλώντας στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο Γεώργιος Ι. Δουκίδης, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Επιστημονικός σύμβουλος ΙΕΛΚΑ, στις αναδυόμενες προκλήσεις για το οργανωμένο λιανεμπόριο τροφίμων το επόμενο έτος σημαντική αναδεικνύεται η διαχείριση της ακρίβειας και των αυξήσεων στις τιμές. «Το κόστος της ενέργειας είναι από τα πιο σημαντικά στο λιανεμπόριο τροφίμων και η αύξηση του είναι ουσιαστική πρόκληση στην αντιμετώπισή του» αναφέρει ο κ. Δουκίδης.
Είναι χαρακτηριστικό, όπως σημειώνει, ότι τα χρήματα είναι πλέον ο πιο σημαντικός παράγοντας επιλογής στην αγορά τροφίμων για 4 στους 10 καταναλωτές ενώ η ποιότητα είναι πλέον στη δεύτερη θέση αφού αναφέρετε από 3 στους 10 καταναλωτές. Μάλιστα οι 8 στους 10 καταναλωτές θεωρούν ότι αυξήθηκαν οι τιμές στα τρόφιμα τον τελευταίο μήνα με κύριο παράγοντα τις διεθνείς τιμές των πρώτων υλών. Οι άλλοι παράγοντες αφορούν τη πανδημία, τον υψηλό ΦΠΑ και τα κόστη στην παραγωγή των προϊόντων.
Σύμφωνα με τον κ. Δουκίδη, μεταξύ των προκλήσεων στην διαχείριση αυτής της κατάστασης είναι η αξιοποίηση της εξοικονόμησης χρημάτων από τις προσφορές που έφτασε το 2020 τα 1,3 δισ. ευρώ δηλαδή το 13,2% της συνολικής αξίας αγορών. «Με έξυπνους συνδυασμούς προσφορών από τους παραγωγούς και τους λιανέμπορους ανά εξειδικευμένη κατηγορία πελατών θα μπορούσε η εξοικονόμηση κόστους για τους καταναλωτές να κινηθεί σε πιο υψηλά επίπεδα» σημειώνει.
Πόσο όμως έχει αλλάξει η πανδημία του κορονοϊού τις συμπεριφορές των καταναλωτών; Όπως αναφέρει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο κ. Δουκίδης, τα 2/3 των καταναλωτών αξιολογούν θετικά την αντιμετώπιση τους από τα σούπερ μάρκετ κατά τη διάρκεια της πανδημίας που σχετίζεται με την επάρκεια σε προϊόντα, τα υψηλά επίπεδα υγιεινής και την άμεση εξυπηρέτηση της υψηλής ζήτησης στο φυσικό και ηλεκτρονικό δίκτυο.
Οι προκλήσεις όμως είναι πολλαπλές γιατί προδιαγράφεται μια «συνεχώς μεταβαλλόμενη νέα κανονικότητα» αφού υπάρχει συνεχής μεταβολή των καταναλωτικών τάσεων, ένας διπολισμός συμπεριφοράς μεταξύ των εμβολιασμένων και των ανεμβολίαστων, ενώ αρκετές από την πανδημία συμπεριφορές θα συνεχιστούν και μετά την λήξη της. Συγκεκριμένα για τον 1 στους 2 καταναλωτές η απόφαση τους να επισκεφτούν ένα κατάστημα αγορών επηρεάζεται από τα επιδημιολογικά δεδομένα της χώρας και τα επίπεδα εμβολιασμού των εργαζομένων στη λιανεμπορική εταιρία.
Επίσης ο 1 στους 2 καταναλωτές αναμένουν υψηλά ποσοστά εμβολιασμού (πάνω από 70%) για να επιστρέψουν στις κανονικές αγοραστικές τους συνήθειες. Τέλος θα συνεχιστούν αρκετές συνήθειες και μετά την λήξη της πανδημίας αφού οι 6στους 10 θα προσπαθούν να επισκεφθούν τα σουπερμάρκετ σε ώρες χωρίς κίνηση, ο 1 στους 2 να αποφεύγουν ουρές και σημεία συνωστισμού εντός του καταστήματος, ενώ π 1 στους 6 θα συνεχίσει να φορά μάσκα κατά τη διάρκεια των αγορών του.
Το quick e-commerce ήρθε για να μείνει
Μετά την μεγάλη έξαρση των online αγορών στην αρχή της πανδημίας υπάρχει πλέον μια σταθεροποίηση στους ψηφιακούς αγοραστές αφού εδώ και 12 μήνες τα ποσοστά έχουν σταθεροποιηθεί σε 1 στους 4 χρήστες του διαδικτύου να αγοράζουν από ηλεκτρονικά καταστήματα και 1 στους 10 να αγοράζει από ηλεκτρονικά σούπερ-μάρκετ. Σύμφωνα με τον κ. Δουκίδη, το οργανωμένο λιανεμπόριο τροφίμων επέδειξε ουσιαστική ετοιμότητα και υποδειγματική προσαρμογή στην εξυπηρέτηση ώστε να ανταπεξέλθει στον εξαπλάσιασμό των online παραγγελιών αφού αναμένεται το 2021 οι διαδικτυακές πωλήσεις τροφίμων να ξεπεράσουν τα 250 εκατ. ευρώ.
Βέβαια οι προκλήσεις θα ενταθούν το 2022 αφού οι διαδικασίες εξυπηρέτησης συνεχίζουν και έχουν υψηλά κόστη, υπάρχει πίεση για ταχύτερη εξυπηρέτηση (με την εμφάνιση αρκετών νέων εταιριών που ανταγωνίζονται στο «γρήγορο λιανεμπόριο» με την άμεση παράδοση πολλών καταναλωτικών προϊόντων που αφορούν το φαγητό και γενικά τα τρόφιμα) και τέλος η απαίτηση των καταναλωτών για πιο προσωποποιημένη εξυπηρέτηση που ήδη τους προσφέρεται από μεγάλα οργανωμένα ηλεκτρονικά καταστήματα.
Στα δυο χρόνια της πανδημίας τα σούπερ-μάρκετ λόγω της οργανωτικής τους ετοιμότητας και των οικονομιών κλίμακος λόγω μεγέθους ενίσχυσαν την θέση τους σε σχέση με τα ανταγωνιστικά κανάλια. Τελευταία όμως το κανάλι της λαϊκής αγοράς αξιολογείται ιδιαίτερα θετικά από τους καταναλωτές όσον αφορά την προϊοντική γνώση από τους πωλητές, την φιλικότητα προς το περιβάλλον, την εύρεση χορτοφαγικών ειδών και γενικά υγιεινών προϊόντων. Εξ ίσου θετικά αξιολογείται το κανάλι «food to go», ιδιαίτερα στην άμεση εξυπηρέτηση που θα ενταθεί λόγω των πρόσφατων επενδύσεων και της εισόδου νέων παικτών.
Παράλληλα εν μέσω της πανδημίας παρατηρήθηκαν σημαντικές μετακινήσεις καταναλωτών εντός του κλάδου, αφού ο 1 στους 4 άλλαξε βασικό κατάστημα σούπερ-μάρκετ και κατά πάσα πιθανότητα δεν θα επιστρέψει στο παλιό κατάστημα όταν επανέλθουμε στην προ-Covid κανονικότητα. Μάλιστα υπάρχει υψηλή μεταβλητότητα των παραγόντων που επηρεάζουν την αλλαγή σουπερμάρκετ που πέρα από τις τιμές/προσφορές περιλαμβάνουν την ταχύτητα των αγορών, τις μικρότερες ουρές και γενικά την ασφάλεια από άποψη υγιεινής.
Όλα τα παραπάνω, σύμφωνα με τον κ. Δουκίδη, σε μια αγορά που πιθανόν θα παραμείνει στάσιμη, προδιαγράφουν ένα έντονο ανταγωνισμό προς όφελος του τελικού καταναλωτή.
ΑΠΕ-ΜΠΕ / Μαρία Τσιβγέλη