Στο νέο επενδυτικό χάρτη της χώρας μας, όπως αυτός έχει αρχίσει να διαμορφώνεται μετά την πολιτική αλλαγή της 7ης Ιουλίου, προβάλλει μοναδική ευκαιρία να πάρουν τη θέση, που τους αξίζει, δύο τομείς του αγροδιατροφικού τομέα με ευοίωνες προοπτικές.
Πρόκειται για την υδατοκαλλιέργεια και την ορεινή αιγοπροβατοτροφία, δύο τομείς με διαφορετικά μεν διαρθρωτικά χαρακτηριστικά και σε διαφορετική φάση ωρίμανσης αλλά με πολύ μεγάλη εξωστρέφεια (στο 80% το ποσοστό εξαγωγών στο σύνολο της παραγωγής στις υδατοκαλλιέργειες, στο 25-27% στα τυριά) και σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης και διείσδυσης τόσο στην εσωτερική όσο και – κυρίως – την ευρωπαϊκή και ευρύτερα τη διεθνή αγορά.
Η δυναμική των δύο τομέων είναι ήδη εμφανής. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο η Ελλάδα κατατάσσεται
-δεύτερη ως προς τον όγκο και την αξία παραγωγής ιχθυοκαλλιέργειας,
-τρίτη στην προβατοτροφία με 15,9% του συνόλου της ευρωπαϊκής παραγωγής,
-και πρώτη στην αιγοτροφία με 35%.
Το 2018 η αξία των εξαγωγών των αλιευτικών προϊόντων άγγιξε τα 688,9 εκ Ευρώ ενώ το 2017 τα αλιευτικά προϊόντα κατέκτησαν την πρώτη θέση στις συνολικές εξαγωγές τροφίμων υπερβαίνοντας ακόμη και την αξία των εξαγωγών, του διαχρονικά σημαντικότερου ελληνικού αγροτικού προϊόντος, του ελαιολάδου. Σημαντική αύξηση κατέγραψαν και οι εξαγωγές της φέτας – το «βαρύ πυροβολικό» των ελληνικών τυριών – που ανήλθαν σε 343,9 εκατ. ευρώ το 2017.
Οι επιδόσεις αυτές επιτεύχθηκαν χάρη στο μεράκι, τον επαγγελματισμό και τον πείσμα των επιχειρηματιών και των παραγωγών, κόντρα στην αντιαναπτυξιακή, φοροληστρική και αναποτελεσματική πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, με την παροιμιώδη ανεπάρκεια στην απορρόφηση των ευρωπαϊκών πόρων και την προστασία της ελληνικής παραγωγής από τον αθέμιτο ανταγωνισμό και κυρίως τις ελληνοποιήσεις.
Η νέα Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, μια Κυβέρνηση με καθαρά αναπτυξιακό προσανατολισμό και δόγμα την ουσιαστική μείωση της φορολογίας και το γενναίο άνοιγμα στην επιχειρηματικότητα, θέτει τους δύο αυτούς τομείς στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντός της, όπως το έχει καταστήσει απολύτως σαφές, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
Κι αυτό γιατί υδατοκαλλιέργεια και αιγοπροβατοτροφία εκτός του ότι μπορούν να προσελκύσουν σημαντικές, αν και διαφορετικής οικονομικής κλίμακας, επενδύσεις, συμβάλλουν στη διατήρηση και τη δημιουργία χιλιάδων θέσεων εργασίας και μάλιστα σε απομακρυσμένες και δυσπρόσιτες περιοχές ενδυναμώνοντας την κοινωνική συνοχή ενώ έχουν -και συγκεκριμένα η αιγοπροβατοτροφία- θετικό αποτύπωμα στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι ο περιορισμός της κλιματικής αλλαγής είναι ένας από τους 9 απαιτούμενους στόχους της νέας ΚΑΠ για την εξασφάλιση των κοινοτικών κονδυλίων, η σημασία του κλάδου επιτείνεται.
Για την υδατοκαλλιέργεια γνώμονας της πολιτικής μας, είναι το Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο με στόχους ως το 2030, μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 5%, διπλασιασμό της παραγωγής στους 220.000 τόνους και αύξηση των εξαγωγών στους 200.000 τόνους με την αξία τους στο 1 δις ευρώ και την εξωστρέφεια στο 85% – 90%. Στις προτεραιότητές μας, εκτός από τις αναγκαίες παρεμβάσεις σε θεσμικό και ιδίως χωροταξικό επίπεδο με την ίδρυση των ΠΟΑΥ, είναι ο «αγώνας δρόμου» για την υλοποίηση του Επιχειρησιακού Προγράμματος Αλιείας και Θάλασσας (απορρόφηση αρχές Ιουλίου μόλις στο 15%!!) και η αξιοποίηση των αναπτυξιακών μέτρων του Προγράμματος, που αγγίζει σήμερα το τραγικό 4%.
Βούλησή μας και η κατάρτιση Στρατηγικού Σχεδίου για την αιγοπροβατοτροφία σε συνεργασία με τους κτηνοτρόφους, την επιχειρηματική και την επιστημονική κοινότητα, αξιοποιώντας καλές πρακτικές, όπως της Ιρλανδίας, όπου εφαρμόστηκε συγκεκριμένο πλάνο για την ανάπτυξή της, με θετικά αποτελέσματα: αύξηση του αριθµού των ζώων, δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, προστιθέμενη αξία λόγω της τάσης προώθησης των ευεργετικών ιδιοτήτων του γίδινου γάλακτος, ενίσχυση των περιθωρίων κέρδους του κλάδου. Παράλληλα, θέτουμε σε εφαρμογή ολοκληρωμένη δέσμη μέτρων για την αντιμετώπιση των ελληνοποιήσεων και την επίλυση χρόνιων διαρθρωτικών προβλημάτων.