Στα πλαίσια του κύκλου των αναφορών μας σχετικά με το τι συνέβη πριν, τη διάρκεια και μετά την καταστροφή στη Μικρά Ασία που ξεκινήσαμε πριν το Πάσχα, σήμερα θα ασχοληθούμε και θα επιχειρήσουμε να δώσουμε λογική εξήγηση αναφορικά με το γιατί ο Βενιζέλος «διάλεξε» ή έδωσε βαρύτητα στην εκστρατεία και κατάκτηση της Σμύρνης, αντί της Κωνσταντινούπολης.
Κατ’ αρχάς οφείλουμε να πούμε ότι με τέτοια τεράστιας εθνικής αξίας διλήμματα, ήταν γεμάτος ο πολιτικός βίος του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ένα τέτοιο δίλημμα είχε τον Οκτώβριο του 1912, όταν ετέθη το ερώτημα: Μοναστήρι (σημερινή Μπίτολα στα Σκόπια) ή Θεσσαλονίκη; Ο τότε διάδοχος Κωνσταντίνος είχε κατεύθυνση στο Μοναστήρι μα ο Βενιζέλος κατανοώντας περισσότερο τι ιστορική, πολιτισμική και στρατηγική σημασία είχε η Θεσσαλονίκη, έστειλε το περίφημο τηλεγράφημα στο οποίο ανέφερε «σας το απαγορεύω» (Ροντήρης «Η Ελλάς του 1910-1920: Ιστορική μελέτη») αφού είδε κι αποείδε ότι ο Κωνσταντίνος δεν καταλάβαινε το παραμικρό και κατευθυνόταν βόρεια αντί της Θεσσαλονίκης. Τότε λοιπόν, η Ελλάδα πρόλαβε και πήρε με διαφορά λίγων ωρών τη Θεσσαλονίκη από τη Βουλγαρία κι είναι κατανοητό τι σημαίνει αυτό στο διάβα του αιώνα που πέρασε, σήμερα μα και στο μέλλον… Η δε ιστορία, κατέγραψε ως ελευθερωτή της πόλης τον Κωνσταντίνο που την ελευθέρωσε κατόπιν διαταγής κι αρχικά είχε προτιμήσει το… Μοναστήρι! Άλλη μια στρέβλωση της.
Η πορεία του Βενιζέλου λοιπόν ήταν γεμάτη εθνικά και πολιτική διλήμματα. Σχεδόν σε όλα δικαιώθηκαν οι επιλογές του, παρ’ ότι όσο ζούσε συγκέντρωνε την αγανάκτηση των φιλομοναρχικών κύκλων και των φιλικών τους κυβερνήσεων. Δυστυχώς ακόμη και του ευπατρίδη και εξαιρετικού πολιτικού, Δημητρίου Γούναρη. Που αργότερα, έγινε ο πρώτος της δίκης των έξι που καταδικάστηκαν σε θάνατο. Μια άφρων πράξη του ακραίου βενιζελισμού με πρωτεργάτες τους Πλαστήρα και Θεόδωρο Πάγκαλο.
Ένα κορυφαίο δίλημμα που είχε ο Βενιζέλος στο Συνέδριο της Ειρήνης του Παρισιού, το 1919 ήταν αν η Ελλάδα διεκδικήσει την Κωνσταντινούπολη αντί της Σμύρνης. Η απόφαση ήταν δύσκολη. Η επιλογή της Κωνσταντινούπολης θα έκανε πράξη ένα όραμα αιώνων, από τα χρόνια της ακμάζουσας πόλης στο Βυζάντιο. Μα, μπορούσε να γίνει αυτό; Ήταν εφικτό; Κι επιπλέον ήταν δυνατή η προσάρτησή της στην Ελλάδα;
Ο Βενιζέλος, όπως έχει δείξει πια η ιστορία, δεν λάμβανε αποφάσεις εν θερμώ και κυρίως στηριζόμενος σε δοξασίες και συναισθηματικά κριτήρια. Όλες οι μεγάλες αποφάσεις του στηρίχτηκαν στον πολιτικό ρεαλισμό. Κι ο πολιτικός ρεαλισμός εκείνη την περίοδο δεν ευνοούσε τα ελληνικά σχέδια ή επιθυμίες για να εκπληρωθεί το όραμα της «Μεγάλης ιδέας». Την Κωνσταντινούπολη ήθελαν να την ελέγχουν γεωπολιτικά οι Γάλλοι κι οι Άγγλοι, νικητές του Α’ παγκοσμίου πολέμου. Αν ο Βενιζέλος τη ζητούσε ή απαιτούσε για λογαριασμό της Ελλάδας, θα εισέπραττε και το ήξερε, ένα μεγαλοπρεπές «no» και ταυτοχρόνως θα βρισκόταν αντίπαλος με χώρες και δυνάμεις που τις ήθελε φιλικά προσκείμενες κι όχι απέναντι στην Ελλάδα. Με το έμπειρο διπλωματικό του νου, είχε κατανοήσει ότι ακόμη κι αν ζητούσε τον έλεγχο της Κωνσταντινούπολης από την Ελλάδα, ακόμη κι ως ένα άτυπο διεθνές προτεκτοράτο, θα περνούσε τις «κόκκινες» γραμμές των συμμάχων.
Πολλοί από τη μοναρχική πλευρά του καταλόγισαν ότι θα μπορούσε να διεκδικήσει τόσο την Κωνσταντινούπολη, όσο και τη Σμύρνη. Μα είναι προφανές ότι ο Βενιζέλος κατανοούσε –αν όχι γνώριζε- ότι αυτό δεν μπορούσε να συμβεί. Κι αν επέμενε περνώντας τις «κόκκινες» γραμμές, ίσως να συνέβαινε ότι συνέβη τελικά στους Βούλγαρους. Διεκδίκησαν την Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη (1912) και τελικά δεν πήραν τίποτα.
Είναι και κάτι ακόμη: Στη συνδιάσκεψη της ειρήνης στο Παρίσι, ο Βενιζέλος κατέθεσε ως βασικό μοχλό των διεκδικήσεων της Ελλάδας, την κλασσική φιλελεύθερη «αρχή των εθνοτήτων». Αυτή έλεγε μεν για την αυτοδιάθεση των λαών αλλά με βασικές αρχές πλειοψηφίας στους πληθυσμούς. Επομένως, ήταν δύσκολο να επικαλεστεί ο Έλληνας πρωθυπουργός την ύπαρξη ελληνικής πλειοψηφίας στην Κωνσταντινούπολη, ούτως ώστε πειστικά να τη διεκδικήσει. Οι Έλληνες δεν είχαν πληθυσμιακή υπεροχή, στις καλύτερες εκτιμήσεις ήταν το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού της πόλης.
Συνεπώς, αν ο Βενιζέλος διεκδικούσε την Κωνσταντινούπολη θα κινδύνευε αφενός να έρθει αντιμέτωπος με δυνάμεις που επ ουδενί συνέφερε την Ελλάδα κι αφετέρου θα υπέσκαπτε τα ελληνικά επιχειρήματα για προσάρτηση άλλων περιοχών που θα διεκδικούνταν κι είχαν πλειοψηφία οι ελληνικοί πληθυσμοί.
Ο Βενιζέλος κατηγορήθηκε από τον τεράστιο σε ποσοστό ελληνικού λαού αλυτρωτισμό. Μα η απόφασή του, όσο σκληρή κι αν ήταν άλλο τόσο ήταν και σωστή.
Λίγο μετά τη συνδιάσκεψη ειρήνης στο Παρίσι, ο Βενιζέλος πήρε πολλά. Παραχωρήθηκε στην Ελλάδα η Θράκη, η Δυτική και η Ανατολική, ενώ αναγνωρίστηκε η ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου, εκτός από τα Δωδεκάνησα. Ανατέθηκε επίσης στην Ελλάδα η προσωρινή διοίκηση της περιοχής της Σμύρνης.
Όσο για την Κωνσταντινούπολη; Έγινε αυτό που σκεφτόταν κι είχε προβλέψει ο Βενιζέλος, δηλαδή η πόλη και τα Στενά αποτέλεσαν ουδέτερη ζώνη υπό τον έλεγχο συμμαχικής επιτροπής. Αυτή ήταν η Ελλάδα των δυο ηπείρων και πέντε θαλασσών που έφτιαξε ο Βενιζέλος. Ανεξαρτήτως αν αργότερα, ενταφιάστηκε κάτω από τα ερείπια της Μικρασιατικής καταστροφής. Για την οποία σοβαρή ευθύνη έχουν κι οι Έλληνες που καταψήφισαν τον Βενιζέλο στις εκλογές του 1920 κι επανέφεραν στο θρόνο το «κόκκινο» πανί των συμμάχων βασιλιά Κωνσταντίνο.