Θα προσεγγίσουμε σήμερα, στο 9ο μέρος του «φακέλου 1922», τα δυο πολιτικά στρατόπεδα του «διχασμού» σε διπλωματικό και στρατηγικό επίπεδο.
Α. Βασιλικό/ αντιβενιζελικό στρατόπεδο
Στο στρατόπεδο αυτό και μετά τον θάνατο του συνετού βασιλιά Γεωργίου Α’, πήρε τα ηνία ο γιος του Κωνσταντίνος , με αυλή όλες τις πολιτικές δυνάμεις της εποχής. Έμπειροι πολιτικοί, μα με περιορισμένους ή ανύπαρκτους διεθνείς ορίζοντες, που αποτελούσαν «ουρά» των θελήσεων του βασιλιά. Ο οποίος, εκτός των μέτριων δυνατοτήτων του, είχε έντονες επιρροές με το γερμανικό περιβάλλον (λόγω συζύγου και δικών του σπουδών στη Γερμανία) που ήταν σαφές ότι είχε αρχίσει να καθίσταται μέγα πρόβλημα για την Ευρώπη της εποχής. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν τους ενοχλούσε διόλου η διεθνής απομόνωση της Ελλάδας, προκειμένου ο θρόνος ν’ ασκεί την εξουσία.
Εξ ου και την κρίσιμη χρονική στιγμή, μετά τις εκλογές του 1920 που βρέθηκαν νικητές στις κάλπες, επέμειναν και τελικά επανέφεραν στον θρόνο τον Κωνσταντίνο που αποτελούσε «κόκκινο» πανί για τους συμμάχους της χώρας, παρά τις διεθνείς προειδοποιήσεις να μη το πράξουν.
Προσέξτε: Η λύση που θα μπορούσε να δοθεί – μάλλον την ευνοούσαν και διπλωματικοί κύκλοι των μεγάλων δυνάμεων- ήταν να επαναφέρουν στον θρόνο τον Κωνσταντίνο κι εκείνος, θεωρητικά δικαιωμένος, να παραιτηθεί αμέσως, παραδίδοντας τον θρόνο σε κάποιον από τους γιους του. Μα ο απύθμενος εγωισμός του και η υπέρμετρη συναισθηματική υποχωρητικότητα κι υποταγή των πολιτικών του φίλων, δεν το κατέστησε εφικτό. Κι όπως όλοι μαζί –παλάτι και κυβέρνηση- έπρεπε να εφαρμόσουν στρατιωτικά τη συνθήκη των Σεβρών, τα βρήκαν μπαστούνια. Με συμμάχους που άλλαξαν πολιτική κι άρχισαν –πρωτίστως για δικούς τους λόγους, όπως έχουμε αναφέρει σε προηγούμενες δημοσιεύσεις- να στηρίζουν τον Κεμάλ, που όλο και δυνάμωνε στρατιωτικά. Κι ενώ η Ελλάδα πήγε στην Ιωνία με τις πλάτες των συμμάχων, τελικά έμεινε μόνη.
Προσέξτε κι αυτό: Είναι σαφές ότι ο βασιλιάς Κωνσταντίνος κι η κυβέρνησή του, φοβόντουσαν τις συγκρίσεις με τον Βενιζέλο. Έτσι, αφρόνως αποφάσισαν να φτάσουν στην Άγκυρα χωρίς καμιά υποστήριξη και στρατιωτική δυνατότητα. Θεωρούσαν ότι δεν πρέπει να αμυνθούν αλλά να επιτεθούν, μιμούμενοι τον Βενιζέλο που έτσι είχε κάνει πράξη το όραμα της μεγάλης Ελλάδας. Ο Βασιλιάς κι η κυβέρνησή του, δεν κατάλαβαν ποτέ ότι όσο μεγάλωναν οι γραμμές εφοδιασμού κι επικοινωνίας του Στρατού, τόσο η ήττα κι η καταστροφή είχε περισσότερες πιθανότητες να συμβεί. Πολύ περισσότερο με μοναχική δράση και χωρίς υποστηρικτές. Ακολούθησαν αδιέξοδη πολιτική και στρατηγική επιλογή. Χωρίς πολιτικό ρεαλισμό, χωρίς δυνατότητα κατανόησης αναφορικά με το τι συμβαίνει στη διεθνή σκηνή. Ο Κωνσταντίνος κι οι πολιτικοί του επιτελείς δεν ήταν φτιασμένοι για τόσο μεγάλα πράγματα με τα οποία σε γράφει η ιστορία. Μα εκείνοι νόμιζαν ότι είναι…
Β. Βενιζελικό/αντιβασιλικό στρατόπεδο
Ο Βενιζέλος, από τη στιγμή ακόμη που εκλήθη στην Ελλάδα από τον συνταγματάρχη Ζορμπά, επικεφαλής του κινήματος στο Γουδί, έδειξε ξεκάθαρα ότι οι πολιτικοί του ορίζοντες ήταν μικροί για τη μικρή τότε Ελλάδα. Η δε φράση που πάντοτε συνόδευε τις πολιτικές και τη διπλωματική του δράση, ήταν μια: «Ποτέ μόνοι μας»! Εξ ου και πάντοτε σε ότι έκανε, σε ότι αποφάσιζε φρόντιζε να βρίσκεται μαζί/κοντά σε ισχυρές δυνάμεις και απέφευγε κάθε ρήξη με αντιπάλους που διέθεταν μεγαλύτερες στρατιωτικές ή διπλωματικές δυνάμεις.
Προσέξτε:
Το 1912, στον Α’ Βαλκανικό πόλεμο δημιούργησε μια τετραπλή συμμαχία των Χριστιανικών λαών απέναντι στους Οθωμανούς, που ήδη βρίσκονταν σε «κωματώδη» πολιτική και στρατιωτική κατάσταση μετά τον πόλεμό τους με την Ιταλία, την περίοδο 1911-1912.
Το 1913, στον Β’ Βαλκανικό πόλεμο, όταν αποφάσισε να αντιμετωπίσει την απειλητική Βουλγαρία, δημιούργησε πάλι τετραπλή συμμαχία εναντίον της. Με Σερβία (αυτή ήταν η κυριαρχική του κίνηση), Ρουμανία και Τουρκία.
Λίγο μετά τους νικηφόρους βαλκανικούς πολέμους από τους οποίους μεγάλωσε η Ελλάδα, ο Βενιζέλος κατανόησε πλήρως το διεθνές περιβάλλον που όδευε σε παγκόσμιο πόλεμο. Κι αποφάσισε ότι την Ελλάδα την εξυπηρετεί να μπει στον πόλεμο ως μέλος ενός κορυφαίου συνασπισμού χωρών. Κι από εκεί να καρπωθεί η χώρα τα μέγιστα οφέλη της. Κάτι που ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και το περιβάλλον του δεν μπορούσαν καν να διανοηθούν. Μοιραία ήρθε ο εθνικός διχασμός.
Μα η πολιτική Βενιζέλου «ποτέ μόνοι», εκφράστηκε και στο συνέδριο της ειρήνης , στο Παρίσι. Όταν κατάλαβε ότι μπορεί η Ελλάδα να φτάσει στην Ιωνία (για την Κωνσταντινούπολη έχουμε αναφέρει για ποιον λόγο ήταν ανέφικτο), το έκανε πράξη βασισμένος στη διεθνή υποστήριξη Αγγλίας και Γαλλίας.
Η ήττα του στις εκλογές του 1920, άλλαξε όλο το πολιτικό και διπλωματικό τοπίο. Η απόφαση των Ελλήνων με την ψήφο τους –συναισθηματική μα και υποταγμένη στον λαϊκισμό και στην ουτοπία της εποχής, σε συνδυασμό με την κούραση από δεκαετή συνεχή πόλεμο- ήταν η αφετηρία της καταστροφής του 1922.
Εδώ τίθεται το κλασικό ερώτημα: Τι θα είχε συμβεί αν δεν είχε χάσει ο Βενιζέλος το 1920 και δεν επέστρεφε ο Κωνσταντίνος;
Ουδείς μπορεί να απαντήσει κατηγορηματικά. Είναι άγνωστο αν παρόντος Βενιζέλου οι σύμμαχοι θα στρέφονταν στον Κεμάλ. Η απάντηση ότι αυτό δύσκολα θα συνέβαινε ή και το αντίθετο είναι επισφαλής.
Το βέβαιο είναι ότι η Ελλάδα εκείνης της εποχής είχε έναν ηγέτη με διεθνή αναγνώριση και παραδοχή που ενέπνεε εμπιστοσύνη και έναν βασιλιά με κοντόφθαλμη θεώρηση των δεδομένων που δεν είχε ούτε την εμπιστοσύνη ούτε την εκτίμηση των συμμάχων. Βασιλιά της …ψωροκώσταινας…