Η νίκη των δυνάμεων του Κεμάλ ουσιαστικά μα και τυπικά κατέστησε ανενεργή της συνθήκη των Σεβρών, που ούτως ή άλλως δεν είχε επικυρωθεί από όλες τις χώρες που αναφερόντουσαν σ’ αυτή. Ήδη, από την 1η Νοεμβρίου 1922, ο Κεμάλ είχε καταλύσει το σουλτανάτο κι εκθρονίσει τον Μεχμέτ ΣΤ΄ κι ουσιαστικά είχε ιδρύσει τη νέα Τουρκία. Ενώ 20 ημέρες μετά ξεκίνησε στη Λωζάννη η συνδιάσκεψη ειρήνευσης, που είχε άμεση σχέση με τις αναδιατάξεις που δημιούργησε ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος. Η Τουρκία βρέθηκε εκεί με θέση στρατιωτικής ισχύος.
Από την άλλη μεριά, στη Λωζάννη οι μεγάλες δυνάμεις επικεντρώθηκαν στο καθεστώς του διάπλου του Βοσπόρου- θάλασσας Μαρμαρά και Δαρδανελλίων αλλά και στην ρήξη οιασδήποτε σχέσης της Τουρκίας με το κομμουνιστικό καθεστώς της Σοβιετικής Ένωσης. Οι Βρετανοί, επιπλέον, είχαν μεγάλο ενδιαφέρον για τη ενσωμάτωση της περιοχής της Μοσούλης (λόγω πετρελαίων) κι οι Ιταλοί στον έλεγχο της Δωδεκανήσων.
Αναφορικά με τα ελληνοτουρκικά, υπήρχαν σημαντικά ζητήματα προς διευθέτηση. Ήταν οι πολεμικές αποζημιώσεις, η τύχη των αιχμαλώτων πολέμου, η τύχη των μειονοτήτων και πρωτίστως η χάραξη των συνόρων.
Πρέπει να τονίσουμε αυτό: Σημαντικό ρόλο για τις ελληνικές θέσεις/διεκδικήσεις έπαιξε η δημιουργία, η οργάνωση και κυρίως η ισχύς της Στρατιάς του Έβρου. Δημιουργήθηκε σε ελάχιστο χρόνο, υπό την αυστηρότητα και κυρίως τον επιτελικό νου του στρατηγού Θεόδωρου Πάγκαλου. Μπορεί στις σελίδες της ιστορίας να μην υπάρχουν κολακευτικές αναφορές στο πρόσωπό του αναφορικά με τον πολιτικό του βίο και τις ακραίες του θέσεις, αλλά ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει τις στρατιωτικές του ικανότητες. Όπως ουδείς μπορεί ν’ αμφισβητήσει ότι χωρίς την παρουσία και δράση του Πάγκαλου δεν θα γινόταν το θαύμα, όπως αποκαλέστηκε, του Έβρου.
Αυτό ήταν το σημαντικότερο όπλο στα χέρια του Βενιζέλου, που ήταν ο εκπρόσωπος/διαπραγματευτής της Ελλάδας. Κι είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκεια της διάσκεψης στη Λωζάννη, ο Βενιζέλος αγωνιούσε για την κατάσταση του στρατού στον Έβρο. Εξ ου κι είχε στείλει τηλεγράφημα στην δικτατορική κυβέρνηση της Αθήνας, όπου ανέφερε: «Λύσις τρομερού προβλήματος εξαρτάται από την κατάστασιν στρατού μας. Δύναται ούτος σε εντός μιας εβδομάδος να φθάση όχι Βόσπορον, τουλάχιστον εις Τσατάλζαν;».
Προσέξτε: Ο Βενιζέλος είχε στο μυαλό του να συμπράξει με τη Γιουγκοσλαβία, ούτως ώστε να προφυλάξει μια πιθανή ελληνική επιχείρηση στην Τουρκία, μέσω Ανατολικής Θράκης. Τη σύμπραξη αρνήθηκε ο Γιουγκοσλάβος πρωθυπουργός, ο Πάσιτς, αφού δεν ήθελε να ανοίξει εκ νέου μέτωπο με τους Βούλγαρους, που θα αντιδρούσαν σε πιθανή πολεμική επιχείρηση της Ελλάδας προς την Τουρκία, μέσω Ανατολικής Θράκης. Τότε, μάλιστα, υπήρξαν κι αδιάλλακτοι Έλληνες αξιωματικοί που ζητούσαν την αντικατάσταση του Βενιζέλου στη Λωζάννη, επειδή η χώρα δεν επιτέθηκε στην Τουρκία. Όπως, ο εξαιρετικά ακραίος –στα όρια του ιδιόρρυθμου- αρχηγός του Στόλου, Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος αλλά κι ο στρατηγός Πάγκαλος που θεωρούσαν ότι θα δοξάζονταν στην ιστορία αν η Ελλάδα είχε επιτεθεί τότε μέσω Ανατολικής Θράκης.
Κορυφαία μορφή της συνδιάσκεψης ήταν ο υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας, λόρδος Γεώργιος Ναθαναήλ Κώρζου, που εκτός άλλων πίεσε σθεναρά την τουρκική αντιπροσωπεία σε σειρά θεμάτων και ειδικά όταν οχυρωνόταν πίσω από αδιάλλακτες θέσεις. Οι Τούρκοι εκπροσωπήθηκαν από τον στρατιωτικό Ισμέτ πασά, άνθρωπο που δεν διέθετε την παραμικρή διπλωματική εμπειρία και συνεχώς ζητούσε οδηγίες από την Άγκυρα.
Προσέξτε: Η βρετανική αντικατασκοπεία υπέκλεπτε τις συνομιλίες του Ισμέτ πασά με την Άγκυρα και γνώριζε ανά πάσα στιγμή τις σκέψεις και προτάσεις της Τουρκίας, πριν ακόμη διατυπωθούν στη συνδιάσκεψη.
Στις 24 Ιουλίου 1923 υπογράφηκε ένα σύνολο κειμένων που ονομάστηκε συνθήκη της Λωζάννης. Ήταν η κυρίως συνθήκη με 143 άρθρα, 17 συμβάσεις και πολλά πρωτόκολλα και δηλώσεις.
Ουσιαστικά ήταν το τέλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, χώριζε τη Μέση Ανατολή σε κράτη και όριζε τα σύνορα της Τουρκίας με τους γείτονές της και ΔΕΝ αναφερόταν αποκλειστικά σε ελληνοτουρκικά ζητήματα. Η κύρωσή τη, εορτάζεται σήμερα στην Τουρκία αφού συνδέεται με την γένεση κι οριοθέτηση της σύγχρονης Τουρκικής δημοκρατίας.
Προσέξτε: Με τη συνθήκη της Λωζάννης έγινε πράξη η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών. Υποχρεωτική, όχι προαιρετική. Έτσι οι Έλληνες της Τουρκίας (αναφερόμενοι ως Τούρκοι υπήκοοι, ελληνικού ορθοδόξου θρησκεύματος) και οι μουσουλμάνοι της Ελλάδας (αναφερόμενοι ως Έλληνες υπήκοοι μουσουλμανικού θρησκεύματος) άλλαξαν υποχρεωτικά χώρα.
Προσέξτε κι αυτό: Από την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών εξαιρούνταν οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου. Κι από την άλλη πλευρά οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.
Η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών αποτελεί μια από τις πιο ανήθικες πράξεις στην ιστορία και ουσιαστικά επιβλήθηκε στην Ελλάδα από τον Κεμάλ που ζητούσε εθνοκαθαρμένα κράτη και την αποχώρηση των «εχθρικών» πληθυσμών από κάθε κράτος.
Ο Βενιζέλος αναγκαστικά προσχώρησε κι αποδέχτηκε αυτή τη θέση των Τούρκων, παρά το γεγονός ότι πάντα τασσόταν υπέρ των προαιρετικών ανταλλαγών πληθυσμών. Το είχε κάνει πράξη το 1914 με την Οθωμανική αυτοκρατορία, το είχε κάνει πράξη το 1919 με τη Βουλγαρία, ενώ με την υποχρεωτική επιστροφή των Ελλήνων μουσουλμάνων στην Τουρκία. Από την άλλη πλευρά, έτσι εξασφάλισε χώρο για τις εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες πρόσφυγες της Μικράς Ασίας.
Πρέπει να τονίσουμε κι αυτό: Η συνθήκη της Λωζάννης κατέστησε την Ελλάδα ομοιογενέστερη εθνολογικά και θρησκευτικά, ενώ η Τουρκία παρέμεινε η χώρα των πολλών πληθυσμών κι εθνοτήτων. Όμως ήταν επιτυχία των Τούρκων το γεγονός ότι κατάφεραν ν’ αποφύγουν την σαφή καταγραφή των εθνοτήτων και των θρησκευτικών/γλωσσικών μειονοτήτων. Καμιά αναφορά σε Κούρδους, Κιρκάσιους, Λαζούς, Άραβες, Ασσύριους, Πομάκους.
Κι όσες εκκρεμότητες παρέμειναν ανοικτές στη Λωζάννη, αντιμετωπίστηκαν με το περίφημο ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας του 1930, όπου Βενιζέλος και Κεμάλ επέδειξαν ισχυρά διπλωματικά αντανακλαστικά και οδηγήθηκαν στις τελευταίες σημαντικές τους πράξεις. Σ΄ αυτό το σύμφωνο, θα αναφερθούμε την επόμενη εβδομάδα, στο 14ο κεφάλαιο αυτής της ιστορικής αναφοράς.