Ως γνωστόν, ένα από τα μέτρα της συνολικής εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας είναι το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ), ήτοι το τελικό προϊόν που παράγεται από τους εγχώριους παραγωγικούς συντελεστές (εργασία και κεφάλαιο) σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο (π.χ. τρίμηνο, έτος). Βάσει του συστήματος των εθνικών λογαριασμών υπάρχουν 3 προσεγγίσεις μέτρησής του.
Αυτές είναι: η προσέγγιση της δαπάνης, της παραγωγής και του εισοδήματος.[1] Στο δελτίο 7 Ημέρες Οικονομία της προηγούμενης εβδομάδας παρουσιάσαμε τα στοιχεία του πραγματικού ΑΕΠ της Ελλάδας το 1ο τρίμηνο 2022 υπό το πρίσμα της προσέγγισης της δαπάνης.[2] Παρά το δυσμενές διεθνές οικονομικό περιβάλλον λόγω της ενεργειακής κρίσης και των γεωπολιτικών διαταραχών, η κατανάλωση και οι επενδύσεις παγίων ενισχύθηκαν ισχυρά, οδηγώντας τον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης στο 2,3% QoQ / 7,0% YoY, αρκετά υψηλότερα από τον αντίστοιχο μέσο όρο των χωρών της Ευρωζώνης (0,3% QoQ / 5,1% YoY).
Ρυθμός ο οποίος ωστόσο συνοδεύτηκε από υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, δηλαδή από εξωτερικό δανεισμό.[3] Στο παρόν δελτίο παραθέτουμε τα ίδια στοιχεία υπό το πρίσμα της προσέγγισης της παραγωγής, εστιάζοντας στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία που παρήχθη σε 10 συγκεντρωτικούς κλάδους της οικονομίας το 1ο τρίμηνο 2022.
Σύμφωνα με τα εποχικά διορθωμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η πραγματική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία που παρήχθη στην ελληνική οικονομία το 1ο τρίμηνο 2022 ανήλθε στα €41,0 δισεκ. σε βασικές τιμές, ενισχυμένη κατά 2,4% QoQ / 6,1% YoY, ξεπερνώντας τα προ πανδημίας επίπεδα κατά 2,2%.[1]
Ποιοι κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας οδήγησαν σε αυτό το αποτέλεσμα;
Προτού απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, είναι χρήσιμο για τον αναγνώστη να γνωρίζει τη βαρύτητα των επί μέρους κλάδων οικονομικής δραστηριότητας στο σύνολο της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας που παράγεται στην ελληνική οικονομία. Όπως παρουσιάζεται στον Πίνακα 1, το μερίδιο του κλάδου των υπηρεσιών ήταν στο 77,3% το 2021 (73,2% στην Ευρωζώνη), της βιομηχανίας και των κατασκευών στο 18,3% (25,1% στην Ευρωζώνη), ενώ της γεωργίας, δασοκομίας και αλιείας στο 4,5% (1,7% στην Ευρωζώνη).
Ο κλάδος του εμπορίου, μεταφοράς και αποθήκευσης, υπηρεσιών παροχής καταλύματος και εστίασης είχε το υψηλότερο μερίδιο με 26,5% επί του συνόλου της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας και ακολούθησαν: δημόσιος τομέας (20,1%), διαχείριση ακίνητης περιουσίας (14,5%), βιομηχανία (16,3%, μεταποίηση 10,5%), επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες, διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες (5,5%), γεωργία, δασοκομία και αλιεία (4,5%), χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες (4,2%), ενημέρωση και επικοινωνία (3,4%), τέχνες, διασκέδαση και ψυχαγωγία, επισκευές ειδών νοικοκυριού και άλλες υπηρεσίες (3,1%) και κατασκευές (1,9% από 9,4% το 2006).
[1] Το εν λόγω μέγεθος παρουσιάζεται σε βασικές τιμές. Προσθέτοντας τους φόρους επί των προϊόντων και αφαιρώντας τις επιδοτήσεις επί των προϊόντων καταλήγουμε στο ΑΕΠ σε αγοραίες τιμές.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου.