Με το θάνατο του βασιλιά Κωνσταντίνου, κλείνει ο κύκλος μοναρχών στην Ελλάδα που ξεκίνησε από τον Όθωνα και τέλειωσε με την έκπτωση του Κωνσταντίνου B’, το 1974. Κλείνει ένας ιστορικός κύκλος γεμάτος γεγονότα. Μ’ ένα κράτος που ουσιαστικά ήταν η Πελοπόννησος και σήμερα συνορεύει με τα Βαλκάνια, την Τουρκία, την Μεσόγειο, την Αδριατική.
Το παλάτι, δεν υπάρχει πια ιστορική αμφιβολία, έπαιξε κάκιστα τον ρόλο του. Αρχής γενομένης από τον παππού του εκλιπόντος Κωνσταντίνο Α΄, που ουσιαστικά ήταν ο «πατέρας» του εθνικού διχασμού, αρνούμενος ν’ αποδεχτεί τις αποφάσεις της νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου. Στη συνέχεια, τόσο με την συμμετοχή του βασιλιά Γεωργίου στη διδακτορία Μεταξά, όσο και των καταστροφικών παρεμβάσεων της βασιλομήτορος Φρειδερίκης, συζύγου του βασιλιά Παύλου, το παλάτι κατέστη γάγγραινα για τον τόπο. Με κορύφωση την περίοδο βασιλείας του νεαρού Κωνσταντίνου Β’, στην περίοδο 1965 -1967.
Ένα ερώτημα που επαναλαμβάνεται συχνά, είναι αν ο Κωνσταντίνος ήταν ένα «τέρας». Η απάντηση αβίαστα είναι ότι δεν ήταν.
Αντιθέτως ήταν ένας ευχάριστος νέος. Ολυμπιονίκης στην ιστιοπλοΐα (1960 στη Ρώμη), έφερε στην Ελλάδα το πρώτο χρυσό μετάλλιο από το 1912. Τον θεωρούσαν κλασικό playboy της αθηναϊκής νύχτας, με τους έρωτές του με επώνυμες ενζενί της εποχής, να απασχολούν τα κουτσομπολιά της Αθήνας, Παλαιότεροι δημοσιογράφοι ισχυρίζονταν ότι μια συγκεκριμένη σχέση του με επιτυχημένη και κορυφαία ηθοποιό, είχε απασχολήσει έντονα την αυλή του παλατιού κι είχε δημιουργήσει δυσαρέσκεια στην βασιλική οικογένεια.
Ταυτοχρόνως, ο ίδιος ήταν στενά συνδεδεμένος με τη μητέρα του, βασίλισσα Φρειδερίκη. Η επήρειά της ήταν τεράστια, λέγεται ότι του προκαλούσε τεράστιο βάρος. Πριν ανέλθει άλλωστε στον θρόνο ο ίδιος, η μητέρα του είχε ουσιαστικά
προβοκάρει την κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή, οδήγησε στην πτώση του και την άνοδο του εκλεκτού του παλατιού, εκείνη την περίοδο Γεωργίου Παπανδρέου. Ήταν εκείνη που απαιτούσε ν’ ασκεί εξωτερική πολιτική και να είναι αρχηγός του Στρατού, νοοτροπία που «πέρασε» και στον γιο της.
Ο Κωνσταντίνος λοιπόν, ήταν η κλασική περίπτωση του γιου της μαμάς. Κι η ιστορία δεν έχει αγγίξει ακόμη αυτή την πτυχή της ζωής και της βασιλείας του. Είναι βέβαιο ότι θα το πράξει, αφού θα δοθούν πολλές αφορμές επανεξέτασης ιστορικών δεδομένων και γεγονότων.
Ένα άλλο ερώτημα που πλανάται, είναι αν η κρίση του 1965 ανάμεσα στον νεαρό 25χρονο βασιλιά και τον 80χρονο πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, μπορούσε να αποσοβηθεί.
Σήμερα, θεωρείται αδιανόητο πώς ένας πεπειραμένος πολιτικός, όπως ο Γεώργιος Παπανδρέου, έπεσε στην όποια παγίδα έστησε ο Κωνσταντίνος. Μπορούσε, όμως, να στήσει παγίδα ο Κωνσταντίνος που όλοι γνωρίσαμε; Με ποιες ικανότητες;
Μήπως λοιπόν κι ο Παπανδρέου θεώρησε ότι έτσι θα βγάζουν οι κάλπες εσαεί το όνομά του και οδήγησε τα πράγματα στα άκρα; Διαφορετικά, γιατί επέτρεψε στον γιο του Ανδρέα να δημιουργήσει ολόκληρη ομάδα μέσα στην ΕΚ και να εκβιάζει πράγματα και καταστάσεις; Ήθελε τελικά να προστατέψει τον γιο του για την υπόθεση «Ασπίδα» ή το κόμμα του και τον εαυτό του; Ήταν πρόφαση ή όχι η διαμάχη για τον υπουργό Άμυνας; Πολύ περισσότερο όταν υπήρχαν πρόσωπα κοινής αποδοχής για να ξεπεραστεί η διαμάχη;
Ήταν αυτή η διαμάχη το μεγαλύτερο λάθος του Κωνσταντίνου, που καθόρισε τη βασιλεία του και τελικά φορτώθηκε ο ίδιος όλες τις θλιβερές παρεμβάσεις των προγόνων του;
Όλα αυτά, ίσως και πολλά άλλα, πρέπει να τοποθετηθούν πάλι στο τραπέζι για την τελική, ψύχραιμη ετυμηγορία της ιστορίας.
Εκεί, όμως που η ιστορία έχει αποφασίσει, είναι η στάση του το μοιραίο βράδυ του πραξικοπήματος των συνταγματαρχών, στις 21 Απριλίου 1967. Η φωτογράφισή του μαζί τους ήταν το μοιραίο λάθος του. Δημιούργησε τετελεσμένα. Ίσως ήταν μικρός μπροστά στην ιστορία της Ελλάδας, ακόμη κι αν κινδύνευε η ζωή του. Που δεν κινδύνευε, δεν θα τολμούσαν κάτι τέτοιο οι πραξικοπηματίες… Αυτή η φωτογραφία δεν ξεπεράστηκε ποτέ στις συνειδήσεις των Ελλήνων. Ούτε καν όταν προχώρησε στο αποτυχημένο «αντικίνημα» του Δεκεμβρίου, που οργάνωσε η …μητέρα του με κάποιους αξιωματικούς που είχαν να πιάσουν όπλο από την εποχή του Γράμμου… Όπως ο στρατηγός Κωνσταντίνος Δόβας κι ο αντιστράτηγος Ι. Μανέτας, που κατάρτισαν ένα ατελές –αστείο θα το αποκαλούσαμε σήμερα- σχέδιο κινήματος εναντίον της χούντας.
Η φυγή του τότε στην Ιταλία, κυνηγημένος από χωριό σε χωριό από τις δυνάμεις της δικτατορίας, αποτέλεσε το κύκνειο άσμα του. Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, το 1974, ήταν ολοφάνερο ότι ο Κωνσταντίνος δεν θα μπορούσε ποτέ να παίξει τον ρόλο του συμβόλου ενότητας της ελληνικής κοινωνίας. Εξ ου και ο ελληνικός λαός έκλεισε οριστικά τον κύκλο της μοναρχίας στην Ελλάδα. Με το «αδιόρατο νεύμα» του Κωνσταντίνου Καραμανλή και της ΝΔ.
Από εκεί και μετά ο Κωνσταντίνος δαιμονοποιήθηκε για όλα. Κυρίως από την Αριστερά που του προσέδωσε υποτιμητικά κι επώνυμο, τον τόπο καταγωγής της οικογένειάς του , στη Δανία. Επί κυβερνήσεως ΠαΣοΚ (Ανδρέας Παπανδρέου 1994) του αφαιρέθηκε εκδικητικά η ιθαγένεια και δημεύθηκε η περιουσία του! Τελικά διευθετήθηκε το ζήτημα στα ευρωπαϊκά δικαστήρια, με αποζημίωσή του το 2003.
Δυστυχώς, μερίδα της κοινωνίας αλλά και το ίδιο το κράτος και πολλοί πολιτικοί τον διαπόμπευσαν συστηματικά. Ακόμη και στα γεράματά του και στις τελευταίες του στιγμές, πολλοί ήταν εκείνοι που δεν έδειξαν μεγαθυμία…
Η ουσία πια είναι ότι ένας ιστορικός κύκλος που άνοιξε στις 6 Φεβρουαρίου 1932 με την ενθρόνιση του Όθωνα, έκλεισε μεν το 1974, αλλά τυπικά προχθές, με το θάνατο του τελευταίου βασιλιά, στις 11 Ιανουαρίου 2023.
Την ίδια ακριβώς ημέρα που πέθανε κι ο παππούς του Κωνσταντίνος Α’, στις 11 Ιανουαρίου 1923… Παιγνίδι της μοίρας….