Επιστολή στην υφυπουργό Οικονομικών, Κατερίνα Παπανάτσιου, σχετικά με το ζήτημα της επιβολής αυξημένου ΕΦΚ στα καπνικά προϊόντα από 1/1/2017 απέστειλε την προηγούμενη εβδομάδα η Ομοσπονδία Επαγγελματιών Ενοικιαστών Περιπτέρων Και Καπνοπωλών Ελλάδας.
Στην επιστολή εκτίθενται αναλυτικά τα επιχειρήματα της Ομοσπονδίας για τις επώδυνες συνέπειες του μέτρου για τις χιλιάδες οικογένειες που απασχολούνται στην καπνική αλυσίδα, αλλά και την αναποτελεσματικότητά του σε ό,τι αφορά την ενίσχυση των δημοσίων εσόδων. Με την επιστολή αυτή, η Ομοσπονδία ζητάει από την Υφυπουργό συνάντηση για περαιτέρω συζήτηση επί του θέματος το συντομότερο δυνατό.
Συγκεκριμένα στην επιστολή, την οποία υπογράφει ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Θεόδωρος Μάλλιος, επισημαίνονται τα εξής:
«Με την ευκαιρία της επιστολής αυτής θα ήθελα καταρχάς, εκ μέρους της Ομοσπονδίας μας, να σας συγχαρώ θερμά για την ανάληψη των υπουργικών σας καθηκόντων και να ευχηθώ καλή δύναμη και επιτυχία στο, ομολογουμένως, δύσκολο έργο σας.
Ο λόγος, ωστόσο, που ως Ομοσπονδία απευθυνόμαστε σήμερα σε εσάς είναι η απόφαση της κυβέρνησης να αυξήσει τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης στα καπνικά προϊόντα από 1/1/2017, κάτι που για τον κλάδο μας, αλλά και για ολόκληρη την καπνική αλυσίδα, αποτελεί τη χαριστική βολή. Θα πρόκειται ουσιαστικά για την ένατη κατά σειρά φορολογική επιβάρυνση στον καπνό μέσα σε διάστημα 7 ετών, με τα μισά περίπτερα της χώρας και πάνω από 12.000 σημεία λιανικής συνολικά να έχουν ήδη κλείσει, και με σοβαρές κοινωνικές επιπτώσεις για χιλιάδες οικογένειες καπνοκαλλιεργητών, μεταποιητών, διανομέων και λιανεμπόρων.
Γνωρίζουμε την ευαισθησία σας, την πολιτική και τις θέσεις σας στο συγκεκριμένο ζήτημα. Είναι, επίσης, γνωστό ότι ο κλάδος των προϊόντων καπνού αποτελεί ανέκαθεν τον εύκολο στόχο για την άντληση κρατικών εσόδων, ωστόσο πρόκειται για έναν από τους πιο παραγωγικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, που πλέον αγγίζει τα όρια της εξάντλησής του. Την ίδια στιγμή, οι απανωτές αυξήσεις στο κόστος των τσιγάρων έχουν μόνο το αντίθετο του προσδοκώμενου αποτέλεσμα για τα κρατικά έσοδα, ενώ παράλληλα επιφυλάσσουν και κινδύνους για την υγεία των καταναλωτών.
Έχει αποδειχθεί ότι τέτοιου είδους μέτρα δεν μειώνουν τα ποσοστά ή τη δημοφιλία του καπνίσματος στη χώρα μας. Αντιθέτως, αυτό που νομοτελειακά συνεπάγονται είναι η έξαρση του λαθρεμπορίου και της παραοικονομίας. Οι καπνιστές παραδοσιακά επιδεικνύουν γρήγορα αντανακλαστικά στην εξεύρεση εναλλακτικών λύσεων, οι οποίες πληθαίνουν και γίνονται όλο και πιο εύκολα προσβάσιμες όσο οι τιμές ανεβαίνουν.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, οι συνεχείς αυξήσεις στα τσιγάρα έχουν οδηγήσει τη νόμιμη αγορά να χάσει το 50% του όγκου της. Την ίδια στιγμή, η διείσδυση των παράνομων καπνικών στην Ελλάδα, από το 3% που ήταν το 2009, ξεπερνά σήμερα το 22%, με τον ευρωπαϊκό μ.ο. να βρίσκεται στο 9,8%, ενώ, σύμφωνα με σχετικά στοιχεία του ΙΟΒΕ, η χώρα χάνει ετήσια έσοδα 670 εκατ. ευρώ από το λαθρεμπόριο 4 δισ. λαθραίων τσιγάρων. Μόνο από τα καπνικά προϊόντα, τα δημόσια έσοδα μειώθηκαν κατά 212 εκ. ευρώ την 6ετία 2009-15, από 3,247 δισ. ευρώ το 2009 σε 3,035 δισ. ευρώ το 2015, με την μισή νόμιμη αγορά. Η δε δρομολογούμενη νέα αύξηση του ΕΦΚ, αντί να φέρει επιπλέον έσοδα 120 εκατ. ευρώ στα κρατικά ταμεία, υπολογίζεται ότι θα προκαλέσει απώλειες που θα ξεπερνούν τα 200 εκατ. ευρώ. Τα παραπάνω στοιχεία επιβεβαίωσε και η παραδοχή του προκάτοχού σας, Υπουργού, κ. Τρ. Αλεξιάδη, ο οποίος είχε δηλώσει πέρυσι το Δεκέμβριο ότι «κάθε φορά που αυξάνουμε τη φορολογία στα καπνικά προϊόντα, χάνουμε περισσότερους φόρους από ό,τι εισπράττουμε».
Επιπλέον, εάν η ψηφισθείσα αύξηση εφαρμοστεί, η συνολική φορολογία στα καπνικά θα φτάσει στο 90%, με οδυνηρές συνέπειες για περισσότερες από 60.000 οικογένειες που εργάζονται σε ολόκληρη την εφοδιαστική αλυσίδα του καπνού. Στην ουσία τιμωρούνται χιλιάδες μικροί και μικρομεσαίοι βιοπαλαιστές. Αυτό ακριβώς είναι που σας ζητάμε να επανεξετάσετε και να αναστείλετε ένα μέτρο που θα επιφέρει τελειωτικό πλήγμα σε έναν από τους λίγους εναπομείναντες παραγωγικούς και εξωστρεφείς κλάδους της ελληνικής οικονομίας.
Κλείνοντας, με την επιστολή αυτή, θα ήθελα να σας απευθύνω, εκ μέρους της Ομοσπονδίας μας, αίτημα συνάντησης με την πρώτη ευκαιρία, προκειμένου να έχουμε έναν γόνιμο διάλογο μαζί σας και να αναπτύξουμε εκτενέστερα τις θέσεις μας».