Στο πλαίσιο των άστοχων ενεργειών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ εντάσσεται και η επίσκεψη Ερντογάν στην Ελλάδα. Άστοχη και επικίνδυνη ενέργεια γιατί αυτή η επίσημη επίσκεψη πραγματοποιείται ενώ οι σχέσεις των δύο χωρών δεν βρίσκονται και στο καλύτερο επίπεδο. Το Κυπριακό έχει βαλτώσει, τα διμερή θέματα παραμένουν άλυτα (Υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ, εναέριος χώρος, κλπ) και την ίδια στιγμή καθημερινά η Τουρκία συνεχίζει με αμείωτο ρυθμό τις παραβάσεις και παραβιάσεις του εναερίου και θαλασσίου χώρου, τις στρατιωτικές ασκήσεις και την μετακίνηση των μεταναστών προς τα ελληνικά νησιά.
Γιατί λοιπόν η Αθήνα προσκάλεσε τον Σουλτάνο; Για να τον παρακαλέσει να είναι πιο φιλικός; Να τον εξευμενίσει; Να φανεί πιο διαλεκτική; Θα έπρεπε να γνωρίζουν οι Έλληνες πολιτικοί και λοιποί «φωστήρες» ότι το «θηρίο» δεν εξευμενίζεται , καθόσον η μόνη γλώσσα που καταλαβαίνει είναι η γλώσσα της δυνάμεως και της ισχύος. Όσο περισσότερο υποχωρητικοί και αδύναμοι γινόμαστε, τόσο πιο επιθετικοί και απαιτητικοί γίνονται οι αντίπαλοί μας. Η πολιτική του κατευνασμού, που έχει επιλέξει η ελληνική κυβέρνηση, λόγω κυρίως της παντελούς στρατιωτικής και οικονομικής αδυναμίας της, είναι καταδικασμένη σε οικτρή αποτυχία.
Το πλέον επικίνδυνο της εν λόγω επίσκεψης είναι ότι τη δεύτερη ημέρα θα επισκεφτεί την Ελληνική ή Δυτική Θράκη. Ενέργεια εξαιρετικά επικίνδυνη για τα ελληνικά συμφέροντα. Στη Δυτική Θράκη ο Σουλτάνος θα πάει ως «μεσσίας», ως «γαζής» και ως «ελευθερωτής». Οι Έλληνες μουσουλμάνοι τον περιμένουν με ανοικτές αγκάλες, ως τον μεγάλο ηγέτη της μητέρας πατρίδας, που κάποτε θα τους απελευθερώσει από τους «κακούς Έλληνες-Ρωμιούς» και θα τους ενώσει με την μητέρα πατρίδα. Η επίσκεψη Ερντογάν στην πολύπαθη και ξεχασμένη από το ελληνικό κράτος περιοχή θα είναι το επιστέγασμα της προηγούμενης προκλητικής επίσκεψης του Τούρκου αντιπροέδρου Χακάν Τσαούσογλου, ο οποίος φρόντισε να δημιουργήσει ήδη ένα φορτισμένο κλίμα στη Δ. Θράκη. Οι αποφάσεις της κυβέρνησης να επιτρέπει σε κάθε Τούρκο επίσημο να αλωνίζει στη Θράκη και να προπαγανδίζει εναντίον του ελληνισμού είναι τουλάχιστον ανεύθυνη. Η κατάσταση στην περιοχή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη για τον ελληνισμό, καθόσον οι μουσουλμάνοι αυξάνονται και συσπειρώνονται κάτω από τη μητέρα πατρίδα Τουρκία και οι χριστιανοί περιθωριοποιούνται.
Αντίθετα με την ελληνική κυβέρνηση, η Τουρκία έχει να κερδίσει πολλά. Πρώτα θα ενισχύσει τους δεσμούς της με τους μουσουλμάνους της Ελλάδος, (αλύτρωτους αδελφούς κατά την Άγκυρα) και δεύτερο η διεθνώς απομονωμένη Τουρκία να προσπαθήσει να ξανακτίσει τις γέφυρες επικοινωνίας της με το Δυτικό κόσμο, την ΕΕ και τις ΗΠΑ. Το μόνο που ίσως αποκομίσει η χώρα μας είναι μήπως μας λυπηθεί ο Σουλτάνος και μειώσει για κανένα μήνα τις ροές των μεταναστών προς τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Αλλά και αυτό θα είναι παροδικό γιατί μετά θα τις αυξήσει για να καλύψει και το κενό.
Στο διεθνές περίγυρο, την επίσκεψη αυτή δεν την βλέπουν με «καλό μάτι», ούτε το Ισραήλ, ούτε η Αίγυπτος, που διαδραματίζουν ένα σοβαρότατο ρόλο στην περιοχή μας και λειτουργούν ως αντίβαρο στην τουρκική επεκτατικότητα και στον Οθωμανικό ηγεμονισμό της Άγκυρας. Με τις χώρες αυτές η πατρίδα μας έχει υπογράψει σύμφωνα συνεργασίας, κυρίως όσον αφορά στην εκμετάλλευση και μεταφορά υδρογονανθράκων στην Ευρώπη. Η Ελλάδα προσπαθεί να δημιουργήσει άξονες φιλίας και συνεργασίας (πολιτικής, στρατιωτικής και οικονομικής) με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και δευτερευόντως με τη Σαουδική Αραβία. Οι τρείς αυτές χώρες μαζί με την Κύπρο αποτελούν το ανάχωμα και την απάντησή μας στην επεκτατική και φαραωνική πλέον Τουρκία, καθόσον μόνοι μας δεν μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε. Επομένως δεν θα ήταν η σοφότερη πράξη να τις προκαλούμε με αυτή την επίσκεψη.
Προς τι λοιπόν η σπουδή που έδειξε ο κ. Τσίπρας να καλέσει τον Σουλτάνο; Τον φοβάται τόσο πολύ ή εκτελεί κάποιες «άνωθεν εντολές»; Μην ξεχνάμε ότι όλη η ρητορική περί επισκέψεως Ερντογάν στην Αθήνα άρχισε αμέσως μετά την επίσκεψη Τσίπρα στις ΗΠΑ. Μήπως η Ουάσιγκτον προσπαθεί μέσω Αθηνών να προσελκύσει τον απρόβλεπτο Ερντογάν προς το μέρος της και να τον απομακρύνει από την αγκαλιά της Ρωσίας; Είδομεν. Όπως και να έχει η επίσκεψη αυτή θα είναι επωφελής για την Άγκυρα και ίσως για την Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες, αλλά όχι για την Αθήνα.