Η σύγκρουση στην Συρία συνεχίζεται σχεδόν αδιάλειπτα από τον Μάρτιο του 2011, με πολιτικά και στρατιωτικά κέρδη και ζημίες για όλους τους εμπλεκομένους. Η Ρωσική Ομοσπονδία από την ημερομηνία της ενεργής συμμετοχής της στην κρίση, στις 30 Σεπτεμβρίου 2015, έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό τα δεδομένα υπέρ του καθεστώτος του Άσσαντ. Το ποσοστό και το μέγεθος της ανάμειξης της Μόσχας στην Συρία αποφασίζεται από αυτήν, ανάλογα με τα στρατηγικά της συμφέροντα και τις διαμορφούμενες εκάστοτε συμμαχίες στην περιοχή.
Πρόσφατα παρακολουθούμε από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης την κάθοδο ενός ρωσικού στόλου στην Αν. Μεσόγειο, ο οποίος αποτελείται από τις ισχυρότερες μονάδες του ρωσικού ναυτικού. Συγκεκριμένα ο στολίσκος αυτός απέπλευσε από τη ναυτική βάση του Severomorsk, που βρίσκεται ανατολικά της Νορβηγίας και κινείται μέσω της Βόρειας Θάλασσας, του Στενού της Μάγχης προς το Γιβραλτάρ και από εκεί στην Αν. Μεσόγειο. Η αρμάδα αποτελείται από το αεροπλανοφόρο Admiral Kuznetsov, που είναι και το μοναδικό που διαθέτει η Ρωσία, το πυρηνοκίνητο βαρύ καταδρομικό «Μέγας Πέτρος», που διαθέτει κατευθυνομένους πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς, δύο αντιτορπιλικά κλάσεως Udalay, ένα πυρηνοκίνητο υποβρύχιο, ένα τάνκερ και ένα μεγάλο ρυμουλκό.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ένας άλλος μικρός στολίσκος, αποτελούμενος από δύο αντιτορπιλικά, ένα τάνκερ και ένα ρυμουλκό, έχει ήδη αποπλεύσει από το Βλαδιβοστόκ προς τον Ινδικό Ωκεανό και πιθανόν να ενισχύσει το ρωσικό στόλο ανοικτά της Συρίας. Δηλαδή ένα μεγάλο μέρος του Ρωσικού Βόρειου Στόλου, όπως εκτιμάται, θα συναντηθεί με ένα στολίσκο του Ρωσικού Στόλου του Ειρηνικού, στην Αν. Μεσόγειο. Εάν υπολογίσουμε και τις ναυτικές δυνάμεις που ήδη είναι αναπτυγμένες στη περιοχή, η συγκέντρωση των ρωσικών πολεμικών πλοίων είναι πραγματικά εντυπωσιακή.
Η κίνηση αυτή της Μόσχας εισάγει νέα δεδομένα, όχι μόνο στη συριακή κρίση, αλλά κυρίως στον ρόλο που επιθυμεί να διαδραματίσει η Ρωσία στο «γεωστρατηγικό παιχνίδι» στην ευρύτερη περιοχή. Ο Βλαδίμηρος Πούτιν φαίνεται πως αποφάσισε να προβεί σε επίδειξη της ρωσικής ναυτικής, και όχι μόνο ισχύος, στις δυτικές χώρες και κυρίως στο ΝΑΤΟ. Το Κρεμλίνο επιδιώκει να παίξει ένα ρόλο υπερδύναμης, η οποία μπορεί επάξια να συναγωνιστεί τη Δύση. Με το πλου της ρωσικής αρμάδας ο Πούτιν θέλει να αποδείξει ότι η Μόσχα έχει τις δυνατότητες να μετακινήσει ισχυρότατες μονάδες σε μεγάλες αποστάσεις από τις μητροπολιτικές ακτές της Ρωσίας και να υποστηρίξει τα συμφέροντά της. Το ίδιο ακριβώς που και οι ΗΠΑ πραγματοποιούν με τις ομάδες των αεροπλανοφόρων τους. Άρα η Μόσχα με την πρωτοβουλία της αυτή, αποδεικνύει ότι είναι το ίδιο ικανή, αν όχι καλύτερη, από την Ουάσιγκτον.
Η «προβολή της ναυτικής ισχύος» στη ρωσική γεωστρατηγική, ουσιαστικά την εισήγαγε ο Τσάρος Μεγάλος Πέτρος με την δημιουργία ισχυρού ναυτικού και την ίδρυση ναυστάθμων. Την ίδια αντίληψη και πολιτική σκέψη φαίνεται ότι ακολουθεί και ο σημερινός ηγέτης της Ρωσίας, ο οποίος σταδιακά προσδίδει και μια άλλη διάσταση και βαρύτητα στη ρωσική γεωπολιτική αξία. Η κίνηση του ρωσικού στόλου, αλλά και το γιγαντιαίο πρόγραμμα ενίσχυσης και εκσυγχρονισμού του ρωσικού ναυτικού, είναι ισχυρές ενδείξεις ότι η κυβέρνηση στη Μόσχα δεν επιθυμεί μόνο να είναι μια μεγάλη ευρασιατική χερσαία δύναμη, αλλά ταυτόχρονα και μια χώρα με ναυτική ισχύ και παρουσία, απειλώντας άμεσα και έμμεσα τα συμφέροντα της Δύσης.
Η κίνηση του ρωσικού στόλου είναι μια στρατηγική κίνηση, που σκοπός της είναι να προκαλέσει τη Δύση και να μετατρέψει τη Μόσχα σε ένα ισότιμο συνομιλητή και διαπραγματευτή με τις ΗΠΑ. Αυτή η προβολή ισχύος έχει ενοχλήσει ιδιαίτερα το ΝΑΤΟ και για αυτό το λόγο πολεμικά του πλοία παρακολουθούν συνεχώς τις κινήσεις των Ρώσων (Νορβηγία, Ηνωμένο Βασίλειο κλπ).
Βέβαια, η πρωτοβουλία αυτή του Πούτιν έχει αποδέκτες και εντός Ρωσίας. Η κοινή γνώμη στην ομόδοξη Ρωσία επιθυμεί γρήγορα αποτελέσματα στη Συρία και φυσικά ονειρεύεται το ένδοξο παρελθόν της παλαιάς τσαρικής Ρωσίας ή της άλλοτε πανίσχυρης Σοβιετικής Ένωσης.
Όσον αφορά στο καθαρά στρατιωτικό και επιχειρησιακό επίπεδο, εκτιμάται από τους περισσότερους αναλυτές, ότι η αρμάδα αυτή θα συμβάλει σε ικανό βαθμό στην επίτευξη των στρατιωτικών στόχων του κυβερνητικού συνασπισμού στη Συρία. Φυσικά, η όποια σημαντική νίκη του Άσσαντ στο Χαλέπι ή αλλού, θα επιτευχθεί από τις χερσαίες δυνάμεις, τις οποίες υποστηρίζουν τα ρωσικά μαχητικά από την αεροπορική βάση της Λαττάκειας. Τα μαχητικά του Admiral Kuznetsov απλώς θα ενισχύσουν την όλη προσπάθεια και θα συμβάλουν στον έλεγχο της θαλάσσιας περιοχής ανοικτά των συριακών ακτών.
Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν είναι η πρώτη φορά που το Admiral Kuznetsov εισέρχεται στην Αν. Μεσόγειο. Όμως σε καμιά από τις προηγούμενες δεν χρησιμοποιήθηκε στρατιωτικά. Εκτιμάται ότι θα είναι η πρώτη φορά που θα χρησιμοποιηθεί για το σκοπό αυτό. Είναι ενδιαφέρουσες οι απόψεις ορισμένων στρατιωτικών αναλυτών, κυρίως δυτικών χωρών, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι οι επιχειρησιακές δυνατότητες του ρωσικού στόλου είναι περιορισμένες. Συγκεκριμένα τονίζουν ότι οι κύριες μεγάλες μονάδες του είναι σχετικά παλαιές, από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ παρουσιάζουν προβλήματα τεχνικά και επιχειρησιακά (έχουν εκδηλωθεί στο παρελθόν μικρής εκτάσεως πυρκαγιές στο Admiral Kuznetsov, ο αριθμός των εκπαιδευμένων πιλότων των μαχητικών είναι περιορισμένος κλπ). Οι απόψεις αυτές θα αποδειχθούν εάν είναι ορθές ή όχι στο άμεσο μέλλον, εάν και θα πρέπει να τις θεωρήσουμε τουλάχιστον υπερβολικές. Όμως σαφώς τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα είναι μεγαλύτερα, πιο σύγχρονα και το προσωπικό τους περισσότερο εκπαιδευμένο, αλλά ταυτόχρονα δεν θα πρέπει να παραγνωρίζουμε και τις δυνατότητες των Ρώσων. Βέβαια, στην παρούσα φάση, η οποιαδήποτε σύγκριση μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, στο στρατιωτικό τομέα, γέρνει υπέρ της πρώτης (Οι ΗΠΑ διαθέτουν 10 αεροπλανοφόρα κλάσεως Nimitz, που το καθένα έχει διπλάσιο εκτόπισμα από το ένα και μοναδικό αεροπλανοφόρο της Ρωσίας).
Συνοψίζοντας θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι η Ρωσία μπαίνει γοργά σε ένα νέο στάδιο και μετατρέπεται από περιφερειακή σε παγκόσμια δύναμη, αυξάνοντας τη γενικότερη ναυτική ισχύ της και προβάλλοντάς την στις ανοικτές θάλασσες (blue waters). Ο πλους του ρωσικού στόλου και το πρόγραμμα εκμοντερνισμού του, είναι κινήσεις που σίγουρα προβληματίζουν τη Δύση και ίσως διαφοροποιήσουν τη γενικότερη κατάσταση στη Μέση Ανατολή.