Έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2017 ολοκληρώνεται η αναπροσαρμογή των κύριων συντάξεων. Τι ισχύει για την εθνική και την ανταποδοτική σύνταξη

Τη διαδικασία για την αναπροσαρμογή των ήδη καταβαλλόμενων ή καταβλητέων κατά την 12/05/2016 κύριων συντάξεων των φορέων κύριας ασφάλισης, πλην των συντάξεων του ΟΓΑ, καθορίζει εγκύκλιος του υπουργείου Εργασίας, την οποία υπογράφει ο υφυπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Τάσος Πετρόπουλος.

Στην εγκύκλιο καθορίζεται το χρονοδιάγραμμα για τον επανυπολογισμό και την αναπροσαρμογή των καταβαλλόμενων κύριων συντάξεων.

Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι: i) Μέχρι 30/09/2016, έχει ολοκληρωθεί ο επανυπολογισμός του 10% των συντάξεων και η αναπροσαρμογή πρέπει να έχει ολοκληρωθεί, μέχρι 31/12/2016, ii) μέχρι 31/12/2016, θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί ο επανυπολογισμός του 40% των συντάξεων και η αναπροσαρμογή να έχει ολοκληρωθεί, μέχρι 31/03/2017, iii) μέχρι 31/03/2017, θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί ο επανυπολογισμός του 70% των συντάξεων και η αναπροσαρμογή να έχει ολοκληρωθεί, μέχρι 30/06/2017, iv) μέχρι 30/06/2017, θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί ο επανυπολογισμός του 100% των συντάξεων και η αναπροσαρμογή να έχει ολοκληρωθεί, μέχρι 30/09/2017. Συνεπώς, η διαδικασία της αναπροσαρμογής των κύριων συντάξεων θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί έως 30/09/2017, ενώ η αναπροσαρμοσμένη σύνταξη και η προκύπτουσα προσωπική διαφορά θα πρέπει να έχουν αποτυπωθεί στο οικείο πληροφοριακό σύστημα έως 01/01/2018.

Α. Αναπροσαρμογή συντάξεων-προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων

Όπως αναφέρεται στην εγκύκλιο, προβλέπεται η διαδικασία αναπροσαρμογής των ήδη καταβαλλόμενων ή καταβλητέων κατά την 12.05.2016 κύριων συντάξεων των φορέων κύριας ασφάλισης, πλην των συντάξεων του ΟΓΑ, σε εφαρμογή των ενιαίων πλέον κανόνων του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ).

Με τη διαδικασία αυτή, σκοπός είναι αφενός μεν να εναρμονιστούν οι συντάξεις, όσων έχουν καταστεί συνταξιούχοι, πριν την εφαρμογή του νέου ασφαλιστικού νόμου (ν. 4387/2016) με τους ενιαίους κανόνες του ΕΦΚΑ (εθνική και ανταποδοτική σύνταξη) αφετέρου δε να υπάρξει προστασία των συντάξεων αυτών, με την πρόβλεψη χορήγησης προσωπικής διαφοράς, στις περιπτώσεις που το καταβαλλόμενο ποσό συντάξεων είναι μεγαλύτερο από αυτό που θα προκύψει κατά το στάδιο της αναπροσαρμογής τους.

Επομένως, έως 31.12.2018, οι κύριες συντάξεις συνεχίζουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί, σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά την 12.05.2016 διατάξεις. Ειδικά, ο υπολογισμός της κράτησης υπέρ υγειονομικής περίθαλψης διενεργείται, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 30 του άρθρου 1 του ν. 4334/2015, όπως ισχύει με τις διατάξεις του άρθρου 44 του ν.4387/2016. Στις περιπτώσεις που το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης είναι μεγαλύτερο του ποσού που θα προκύψει κατά το στάδιο της αναπροσαρμογής, δηλαδή η διαφορά είναι θετική, το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στο δικαιούχο ως προσωπική διαφορά και μετά την 01.01.2019, συμψηφιζόμενο κατ’ έτος και μέχρι την πλήρη εξάλειψή του, με την εκάστοτε αναπροσαρμογή των συντάξεων. Στις περιπτώσεις που το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης είναι μικρότερο του ποσού που θα προκύψει κατά το στάδιο της αναπροσαρμογής, δηλαδή η διαφορά είναι αρνητική, τότε το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης προσαυξάνεται κατά το ένα πέμπτο της διαφοράς, σταδιακά και ισόποσα, εντός πέντε ετών από την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής (από 01/01/2019).

Η διαδικασία αναπροσαρμογής αφορά τις κύριες συντάξεις (γήρατος, αναπηρίας, θανάτου), φορέων αρμοδιότητας του υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, οι οποίοι εντάσσονται στον ΕΦΚΑ, από 01/01/2017, πλην ΟΓΑ. Από τη διαδικασία αναπροσαρμογής εξαιρούνται και οι συντάξεις που χορηγούνται από το Ταμείο Σύνταξης της Τράπεζας της Ελλάδος. Συγκεκριμένα, αναπροσαρμόζονται οι ήδη καταβαλλόμενες ή καταβλητέες κατά την 12.05.2016 συντάξεις. Συνεπώς, συντάξεις για τις οποίες η συνταξιοδοτική απόφαση εκδόθηκε, μετά την 12/05/2016, όμως η έναρξη συνταξιοδότησης ανατρέχει σε προγενέστερη ημερομηνία και υπολογίζονται με βάση το προγενέστερο νομοθετικό πλαίσιο, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κοινοποιούμενων διατάξεων.

Β. Διαδικασία αναπροσαρμογής καταβαλλόμενων και καταβλητέων κατά την 12.05.2016 συντάξεων

Η διαδικασία αναπροσαρμογής των κύριων συντάξεων περιλαμβάνει δύο διακριτά στάδια, προκειμένου να καθοριστεί, στη συνέχεια, η προσωπική διαφορά της σύνταξης για κάθε συνταξιούχο:

  1. Επανυπολογισμός των συντάξεων ως προϋπόθεση για την αναπροσαρμογή (έλεγχος στοιχείων ηλεκτρονικών αρχείων)

Στο στάδιο αυτό πραγματοποιείται από τον ΕΦΚΑ ή τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, πλην της Τράπεζας της Ελλάδος και του ΟΓΑ, κατ’ αρχήν έλεγχος των στοιχείων, βάσει των οποίων χορηγήθηκε η ήδη καταβαλλόμενη σύνταξη, σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις του οικείου φορέα κοινωνικής ασφάλισης και τις λοιπές γενικές και ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις, προκειμένου να επιβεβαιωθεί η πληρότητα και ορθότητα των απαιτούμενων για την αναπροσαρμογή στοιχείων των ηλεκτρονικών αρχείων.

Επισημαίνεται ότι, κατά το στάδιο αυτό, δεν ελέγχεται η ορθότητα των στοιχείων, βάσει των οποίων εκδόθηκε η σύνταξη, προκειμένου να γίνει αναθεώρηση της συνταξιοδοτικής απόφασης, αλλά σκοπός είναι η δημιουργία ενός ηλεκτρονικού αρχείου στο οποίο θα περιλαμβάνονται όλα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα (χρόνος ασφάλισης, συντάξιμες αποδοχές, ασφαλιστικές κλάσεις ή ασφαλιστικές κατηγορίες, ποσοστό αναπλήρωσης, πιθανή μείωση, λόγω λήψης μειωμένης σύνταξης, κ.λπ.), προκειμένου να εφαρμοστούν οι προβλέψεις των άρθρων 7, 8, 27 και 28 του ν. 4387/2016 στις ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις. Συνεπώς, οι φορείς κύριας ασφάλισης που δεν έχουν ηλεκτρονικά αρχεία που να περιλαμβάνουν τα ανωτέρω στοιχεία θα πρέπει να μεριμνήσουν άμεσα για τη δημιουργία τους, αναζητώντας τον προσφορότερο για το σκοπό αυτό τρόπο (π.χ. χρησιμοποίηση υφιστάμενων ηλεκτρονικών αρχείων που περιλαμβάνουν τις σχετικές πληροφορίες, χρήση στατιστικών στοιχείων από τα οποία θα προκύπτουν με ασφάλεια τα ζητούμενα στοιχεία, αναζήτηση στοιχείων στους συνταξιοδοτικούς φακέλους).

Προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθότητα των στοιχείων που θα καταχωρηθούν στο ηλεκτρονικό αρχείο, οι φορείς κύριας ασφάλισης θα πρέπει, στη συνέχεια να προχωρήσουν σε επανυπολογισμό των συντάξεων με χρήση του ηλεκτρονικού αρχείου, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από το προϊσχύον νομοθετικό πλαίσιο.

Τα μεικτά ποσά σύνταξης (ακαθάριστο ποσό), που θα προκύψουν με τη χρήση του ηλεκτρονικού αρχείου, συγκρίνονται με τα μεικτά ποσά σύνταξης (ακαθάριστο ποσό) που οι φορείς χορηγούν στους συνταξιούχους. Εάν η διαφορά που προκύπτει για κάθε συνταξιούχου μεταξύ των δύο αυτών ποσών συντάξεων είναι μικρότερη, κατ’ απόλυτη τιμή, του 5%, θεωρείται ότι τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο ηλεκτρονικό αρχείο είναι ορθά. Εάν, όμως, η διαφορά είναι κατ’ απόλυτη τιμή μεγαλύτερη του 5%, τότε οι φορείς θα πρέπει να ανατρέξουν στο συνταξιοδοτικό φάκελο ή σε οποιαδήποτε άλλη πηγή κρίνεται πρόσφορη, για παράδειγμα με τη χρήση στατιστικών στοιχείων για όμοια χαρακτηριστικά συντάξεων, προκειμένου να επαληθευτεί η ορθότητα των στοιχείων που έχουν καταχωρηθεί στο ηλεκτρονικό αρχείο και να γίνουν οι αναγκαίες διορθώσεις, ώστε η απόκλιση να μην υπερβαίνει κατ’ απόλυτη τιμή το 5%.

Δεδομένου ότι για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης θα ληφθεί υπόψη το σύνολο του χρόνου ασφάλισης, είναι πιθανόν να προκύψουν διαφορές σε σχέση με το χρόνο ασφάλισης, βάσει του οποίου υπολογίστηκε η ήδη καταβαλλόμενη σύνταξη. Για παράδειγμα, εάν ο συνταξιούχος είχε συνολικό χρόνο ασφάλισης 45 ετών, όμως, η σύνταξή του με βάση το ισχύον κατά τη συνταξιοδότησή του νομοθετικό πλαίσιο υπολογίστηκε για 40 έτη ασφάλισης, στο ηλεκτρονικό αρχείο θα πρέπει να καταχωρηθεί η πρόσθετη πληροφορία ότι ο συνολικός χρόνος ασφάλισης είναι 45 έτη. Αντίστοιχα, εάν ο συνταξιούχος, για παράδειγμα, είχε συνολικό χρόνο ασφάλισης 15 ετών, όμως, η σύνταξή του με βάση το ισχύον κατά τη συνταξιοδότησή του νομοθετικό πλαίσιο υπολογίστηκε για 20 έτη ασφάλισης και στην περίπτωση αυτή στο ηλεκτρονικό αρχείο θα πρέπει να καταχωρηθεί και η πρόσθετη αυτή πληροφορία ότι ο συνολικός χρόνος ασφάλισης είναι 15 έτη.

Ειδική μέριμνα θα πρέπει να υπάρξει για τις περιπτώσεις συνταξιοδότησης, λόγω αναπηρίας ή λόγω θανάτου, συνεπεία εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας, καθώς στις εν λόγω περιπτώσεις προβλέπεται η χορήγηση κατωτάτου ορίου ίσο με το διπλάσιο ποσό της εθνικής σύνταξης που αντιστοιχεί στα 20 έτη ασφάλισης. Στους φορείς κύριας ασφάλισης που δεν υφίσταται η εν λόγω διάκριση και, ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί, εάν η αναπηρία ή ο θάνατος οφείλεται σε εργατικό ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια, οι περιπτώσεις αυτές θα αντιμετωπίζονται, όπως η συνταξιοδότηση για κοινή νόσο. Αντίστοιχα, δεδομένου ότι για τις συντάξεις που χορηγούνται, βάσει του ν. 612/1977, προβλέπονται ειδικές ρυθμίσεις ως προς το ύψος της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης, οι περιπτώσεις υφιστάμενων συνταξιούχων με το ν.612/1977 θα πρέπει να υπάρξει διάκρισή τους σε σχέση με τους λοιπούς συνταξιούχους.

Όσον αφορά στους διπλοσυνταξιούχους (παράλληλη λήψη δύο ή περισσότερων συντάξεων από ίδιο δικαίωμα), θα πρέπει να υπάρξει διάκρισή τους σε σχέση με τους δικαιούχους μίας σύνταξης, καθώς στην περίπτωσή τους θα πρέπει να εφαρμοστούν τα προβλεπόμενα στο άρθρο 36 του ν. 4387/2016 περί παράλληλης ασφάλισης. Ειδικά, οι υπηρεσίες του ΕΤΑΑ-ΤΣΑΥ, δεδομένου ότι η αναπροσαρμογή των κύριων συντάξεων αφορά και τη λήψη παροχής από τον κλάδο μονοσυνταξιούχων, θα πρέπει να καταχωρήσουν στο ηλεκτρονικό αρχείο το χρόνο ασφάλισης που πραγματικά έχει διανυθεί στην ασφάλιση του κλάδου, καθώς η αναπροσαρμογή της παροχής θα γίνει με βάση το χρόνο παραμονής στον κλάδο και όχι με βάση τα έτη ασφάλισης που λήφθηκαν υπόψη κατά τη συνταξιοδότηση. Επισημαίνεται ότι οι φορείς κύριας ασφάλισης που διαθέτουν ελεγμένα τα απαραίτητα για την αναπροσαρμογή των κύριων συντάξεων στοιχεία σε ηλεκτρονική μορφή, δεν χρειάζεται να προχωρήσουν στις ανωτέρω ενέργειες και μπορούν να προχωρήσουν στο δεύτερο στάδιο της αναπροσαρμογής των κύριων συντάξεων.

  1. Αναπροσαρμογή των κύριων συντάξεων

Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας επανυπολογισμού (επανελέγχου) των καταβαλλόμενων συντάξεων και τη δημιουργία κατάλληλου ηλεκτρονικού αρχείου, εφόσον δεν υφίσταται ήδη σχετικό αρχείο, οι φορείς κύριας ασφάλισης προχωρούν στη διαδικασία αναπροσαρμογής των κύριων συντάξεων.

Με βάση τις προβλέψεις του ν. 4387/2016 (άρθρα 7, 8, 27 και 28), η χορηγηθείσα σύνταξη αποτελεί το άθροισμα της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης. Συνεπώς, για κάθε συνταξιούχο (γήρατος, αναπηρίας, θανάτου) θα υπολογιστεί, με βάση το συνολικό χρόνο ασφάλισης, η δικαιούμενη εθνική και ανταποδοτική σύνταξη. Όσον αφορά στην αναπροσαρμογή των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων, λόγω θανάτου, αναπροσαρμόζεται το ποσό της σύνταξης, λόγω θανάτου, σύμφωνα με την παρακάτω διαδικασία, όμως το νέο ποσό της σύνταξης, λόγω θανάτου, που προκύπτει, μετά την αναπροσαρμογή και η προσωπική διαφορά επιμερίζεται μεταξύ των δικαιοδόχων, σύμφωνα με τα ποσοστά που προβλέπονται από το προγενέστερο νομοθετικό πλαίσιο.

Ι. Εθνική σύνταξη

Η εθνική σύνταξη υπολογίζεται με βάση τα έτη ασφάλισης και, συνεπώς, κυμαίνεται από 345,60 ευρώ (για χρόνο ασφάλισης, μέχρι 15 έτη) έως 384,00 ευρώ (για χρόνο ασφάλισης 20 και πλέον έτη). Για τους συνταξιούχους, λόγω γήρατος, η εθνική σύνταξη δεν μειώνεται με βάση τα έτη διαμονής στην Ελλάδα, συνεπώς θεωρείται ότι σε όλες τις περιπτώσεις αποδεικνύεται διαμονή 40 ετών στην Ελλάδα από το 15ο έτος της ηλικίας έως την ηλικία συνταξιοδότησης.

Για τους συνταξιούχους, λόγω γήρατος, με μειωμένη σύνταξη, η εθνική σύνταξη καταβάλλεται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 7 του ν.4387/2016. Για τους συνταξιούχους, λόγω αναπηρίας, που έχουν συνταξιοδοτηθεί από φορείς κύριας ασφάλισης που προβλέπουν την καταβολή μειωμένης σύνταξης ανάλογα με το βαθμό αναπηρίας (για παράδειγμα το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ), η εθνική σύνταξη καταβάλλεται μειωμένη ανάλογα με το βαθμό αναπηρίας. Σε περίπτωση, όμως, που η σύνταξη καταβάλλεται από φορέα κύριας ασφάλισης που δεν προβλέπει την καταβολή μειωμένης σύνταξης ανάλογα με το βαθμό αναπηρίας (για παράδειγμα ΟΑΕΕ και ΕΤΑΑ για τους παλαιούς ασφαλισμένους), η εθνική σύνταξη καταβάλλεται χωρίς μείωση, θεωρώντας ότι ο συνταξιούχος έχει αναπηρία άνω του 80%. Για τους συνταξιούχους, λόγω γήρατος, με τις ειδικές διατάξεις του ν. 612/1977, καταβάλλεται το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης (384,00 ευρώ), ανεξαρτήτως του χρόνου ασφάλισης, χωρίς καμία μείωση, λόγω διαμονής ή ανάλογα με το βαθμό αναπηρίας, όπως άλλωστε προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 7 και 27 του ν. 4387/2016. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται αντίστοιχα και για τον υπολογισμό εθνικής σύνταξης σε συνταξιούχους, λόγω θανάτου, ανάλογα με το εάν ο θανών ήταν συνταξιούχος λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή γήρατος, με τις ειδικές διατάξεις του ν. 612/1977. Εάν ο χρόνος ασφάλισης, όπως αποτυπώνεται στο ηλεκτρονικό αρχείο, δεν είναι σε ακέραια έτη, αλλά υπάρχει και πλεονάζον χρόνος, για τον επιπλέον αυτό χρόνο οι συνταξιούχοι λαμβάνουν αναλογία της εθνικής σύνταξης, σύμφωνα με τις οδηγίες που έχουν δοθεί για τον υπολογισμό της εθνικής σύνταξης.

ΙΙ. Ανταποδοτική σύνταξη

Για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης εφαρμόζονται τα ποσοστά αναπλήρωσης που προβλέπονται στο άρθρο 8 του ν. 4387/2016, με το τελικό ποσοστό αναπλήρωσης να προκύπτει κλιμακωτά ανάλογα με τα έτη ασφάλισης που είχε ο συνταξιούχος κατά τη συνταξιοδότησή του (και τα οποία μπορεί να διαφοροποιούνται, όπως προαναφέρθηκε, από τα έτη ασφάλισης, βάσει των οποίων υπολογίστηκε η σύνταξη με βάση το προγενέστερο ανά φορέα κύριας ασφάλισης νομοθετικό πλαίσιο). Και στην περίπτωση αυτή, εάν ο χρόνος ασφάλισης, όπως αποτυπώνεται στο ηλεκτρονικό αρχείο, δεν είναι σε ακέραια έτη, αλλά υπάρχει και πλεονάζον χρόνος, για τον επιπλέον αυτό χρόνο υπολογίζεται αναλογία του ποσοστού αναπλήρωσης, σύμφωνα με τις οδηγίες που έχουν δοθεί για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης).

Σε περίπτωση θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος με συνυπολογισμό πλασματικού χρόνου ασφάλισης χωρίς εξαγορά (χρόνος επιδοτούμενης ανεργίας, λήψης σύνταξης αναπηρίας κ.λπ.), ο χρόνος αυτός λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό μόνο της εθνικής σύνταξης, σύμφωνα με τις οδηγίες που έχουν δοθεί για τον υπολογισμό της εθνικής σύνταξης. Για τους συνταξιούχους, λόγω γήρατος, με τις ειδικές διατάξεις του ν. 612/1977, η ανταποδοτική σύνταξη υπολογίζεται για 35 έτη ασφάλισης και όχι με βάση τον πραγματικό χρόνο ασφάλισης, εκτός και εάν ο πραγματικός χρόνος είναι μεγαλύτερος των 35 ετών.

Στην περίπτωση της αναπροσαρμογής των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων, δεν αναζητούνται οι συντάξιμες αποδοχές, αλλά ως βάση για την αναπροσαρμογή της κύριας σύνταξης λαμβάνεται ο συντάξιμος μισθός επί του οποίου υπολογίστηκε η ήδη χορηγηθείσα σύνταξη. Για τις περιπτώσεις συνταξιοδότησης με βάση τις διατάξεις της διαδοχικής ασφάλισης, βάση αποτελεί ο συντάξιμος μισθός που προέκυψε στον απονέμοντα φορέα.

Σε περίπτωση που ο συντάξιμος μισθός συνδέεται με ασφαλιστικές κατηγορίες ή ασφαλιστικές κλάσεις ή τεκμαρτά ποσά, ο συντάξιμος μισθός υπολογίζεται, αφού ληφθεί υπόψη η τρέχουσα τιμή τους κατά την 13/05/2016. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ως συντάξιμος μισθός υπολογίζεται σε τρέχουσες τιμές με τη χρήση των ποσοστών αναπροσαρμογής των συντάξεων που έχουν μεσολαβήσει από την ημερομηνία συνταξιοδότησης έως την 13/05/2016. Συνεπώς, στην περίπτωση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, όπου οι συνταξιούχοι κατά τον υπολογισμό της σύνταξής τους είχαν καταταγεί με βάση τις αποδοχές τους σε ασφαλιστικές κλάσεις, ως συντάξιμος μισθός για την αναπροσαρμογή της σύνταξης λαμβάνεται το 25πλάσιο του τεκμαρτού ημερομισθίου της ασφαλιστικής κλάσης, όπως έχει διαμορφωθεί από 01/10/2008. Για παράδειγμα, εάν ο συνταξιούχος του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ έχει καταταχθεί στην 26η ασφαλιστική κλάση, έχοντας συμπληρώσει 35 έτη ασφάλισης, ως συντάξιμος μισθός για την αναπροσαρμογή της σύνταξης θεωρείται το ποσό των 2.198,25 ευρώ (25 x 87,93 ευρώ). Συνεπώς, η ανταποδοτική σύνταξη για 35 έτη ασφάλισης ανέρχεται σε 2.198,25 ευρώ x 33,81% = 743,23 ευρώ.

  1. Προσωπική διαφορά

Μετά την αναπροσαρμογή της κύριας σύνταξης, συγκρίνεται το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης με βάση το προγενέστερο νομοθετικό πλαίσιο με το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης.

Η διαφορά που προκύπτει αποτελεί την προσωπική διαφορά του συνταξιούχου. Εάν η προσωπική διαφορά είναι θετική, εξακολουθεί να καταβάλλεται στο συνταξιούχο και μετά την 01/01/2019, μέχρι την οριστική εξάλειψή της και το συμψηφισμό της με μελλοντικές αυξήσεις των συντάξεων. Εάν είναι αρνητική, δηλαδή το ποσό της σύνταξης με το νέο καθεστώς είναι υψηλότερο σε σχέση με εκείνο που έχει υπολογιστεί, βάσει του προγενέστερου νομοθετικού πλαισίου, τότε, προσαυξάνεται το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης σταδιακά.

Για τον καθορισμό της προσωπικής διαφοράς, συγκρίνεται το καθαρό προ φόρου ποσό σύνταξης με βάση το προγενέστερο νομοθετικό πλαίσιο, (δηλαδή το ακαθάριστο ποσό σύνταξης, αφαιρουμένων των κρατήσεων για την Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων, της εισφοράς του άρθρου 44 παρ. 11 του ν. 3986/2011, της εισφοράς του ν. 4024/2011 (άρθρο 2 παρ. 1 και 2), του ν. 4051/2012 (άρθρο 6 παρ. 1), της ΥΑ 476/2012 (ΦΕΚ 499, Β’) και του ν. 4093/2012 (άρθρο πρώτο παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ5 περ. 1 και παρ. Β υποπαρ. Β3 περ. α) και της εισφοράς για υγειονομική περίθαλψη, όπως αυτή υπολογίζεται με τις ρυθμίσεις του ν. 4387/2016), με το καθαρό προ φόρου ποσό με βάση το νέο νομοθετικό πλαίσιο, (δηλαδή το ακαθάριστο ποσό της σύνταξης, αφαιρουμένων της εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων, της εισφοράς του άρθρου 44 παρ. 11 του ν. 3986/2011 και της εισφοράς για υγειονομική περίθαλψη, όπως αυτή υπολογίζεται με τις ρυθμίσεις του ν. 4387/2016).

Επιπλέον, θα πρέπει οι φορείς να προχωρήσουν στον καθορισμό προσωπικής διαφοράς ανά συνταξιούχο που αφορά στην εισφορά υπέρ ΑΚΑΓΕ και στην εισφορά ασθενείας. Στις περιπτώσεις που στο συνταξιούχο καταβάλλεται οικογενειακό επίδομα ή έχει λάβει μειωμένη σύνταξη, μετά την ισχύ του ν. 4336/2015 και υπόκειται στην προβλεπόμενη από το νόμο αυτό πρόσθετη μείωση, ύψους 10%, μέχρι τη συμπλήρωση του πλήρους ορίου συνταξιοδότησης ή λαμβάνει το οργανικό ποσό της σύνταξης (και όχι το προβλεπόμενο ανά φορέα κύριας ασφάλισης κατώτατο όριο) μέχρι τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας, οι φορείς κύριας ασφάλισης θα υπολογίζουν την προσωπική διαφορά, λαμβάνοντας υπόψη την καταβολή του οικογενειακού επιδόματος ή την αντίστοιχη μείωση του ποσού της σύνταξης. Σε περίπτωση, όμως, που μελλοντικά υπάρξει διαφοροποίηση των στοιχείων αυτών, (διακοπή καταβολής οικογενειακού επιδόματος, συμπλήρωση του ορίου ηλικίας για πλήρη σύνταξη, συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας), οι φορείς θα προχωρούν σε νέο υπολογισμό της προσωπικής διαφοράς

 

Προηγούμενο άρθροΟι προϋποθέσεις και τα ποσά για τις νέες συντάξεις χηρείας, σύμφωνα με εγκύκλιο του υπουργείου Εργασίας
Επόμενο άρθρο2016: Ένας χρόνος γεμάτος… κυβερνο-επιθέσεις