Εορταστικό τραπέζι με όλα τα καλούδια και…φθηνότερο έναντι του 2016, αρκεί να προηγηθεί έρευνα αγοράς

Εορταστικό τραπέζι χωρίς να ξοδέψουν μια περιουσία και πλαισιωμένο με όλα τα…καλούδια, είτε είναι λαχανικά, είτε φρούτα, είτε κρεατικά, μπορούν να «στήσουν» φέτος τα ελληνικά νοικοκυριά, αρκεί να παραμείνουν πιστά στη συνήθεια της έρευνας αγοράς, που ανέπτυξαν στα χρόνια της κρίσης. 

Αυτά τόνισαν στο Αθηναϊκό Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ) οι πρόεδροι των Ομοσπονδίας Συλλόγων Παραγωγών Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Θράκης, Βασίλης Μακρίδης και του Σωματείου Κρεοπωλών Νομού Θεσσαλονίκης, Σάββας Κεσίδης, αναφέροντας αμφότεροι, ότι υπάρχει, όχι μόνο επάρκεια αγαθών, αλλά και αφθονία, ενώ τα προϊόντα προς πώληση είναι αδιαμφισβήτητης ποιότητας.

Έτσι, ενώ σύμφωνα με έρευνες αγοράς, ινστιτούτων και οργανισμών, το εορταστικό τραπέζι θα φθηνότερο σε ποσοστό άνω του 1% φέτος, συγκριτικά με πέρυσι, οι εκπρόσωποι των παραγωγών και των κρεοπωλών υποστηρίζουν ότι ένα πλήρες εορταστικό γεύμα, μπορεί να προσφερθεί ακόμη φθηνότερα έναντι του 2016, σε ποσοστό άνω του 5%.

«Ας μου βρει κάποιος άλλον χώρο, όπως αυτός των λαϊκών αγορών, που ο καταναλωτής έχει τη δυνατότητα να κάνει την ενδελεχή έρευνα αγοράς, που μπορεί να κάνει στους χώρους μας. Περισσότεροι από 30 πάγκοι σε κάθε αγορά δίνουν αυτή τη δυνατότητα σε κάθε καταναλωτή» σημείωσε ο κ. Μακρίδης και πρόσθεσε: «Οι λαϊκές αγορές είναι το καταφύγιο για τους μικρομεσαίους, συνταξιούχους και ανέργους. Χωρίς αυτές οι πολίτες στα μεγάλα αστικά κέντρα θα πεινούσαν».

Αναφορικά με τις τιμές, σύμφωνα με τον κ. Μακρίδη, τα ζαρζαβατικά στις λαϊκές αγορές της πόλης πωλούνται ιδιαίτερα χαμηλά και μάλιστα, σύμφωνα με τον ίδιο, αυτήν την περίοδο φθηνότερα σε ποσοστό 50% συγκριτικά με πέρυσι, αφού όπως εξήγησε «λόγω ήπιου χειμώνα, έχουμε αφθονία, με αποτέλεσμα και σημαντική πτώση των τιμών τους».

Ενδεικτικά ανέφερε ότι το σπανάκι πωλείται προς 50 λεπτά/κιλό, τα δύο κουνουπίδια προς 1 ευρώ, το μπρόκολο, από 0,50 έως 0,75 ευρώ και οι πράσινες σαλάτες προς 0,50 ευρώ.

Αναφορικά με τα φρούτα, ο κ. Μακρίδης επισήμανε, ότι οι τιμές τους διαμορφώνονται στα περσινά επίπεδα, με τα μήλα και τα πορτοκάλια στα 0,50 με 1 ευρώ /κιλό και τις μπανάνες στο 1 ευρώ/κιλό. Οι πατάτες, που αποτελούν απαραίτητο συνοδευτικό σε κάθε ελληνικό τραπέζι, πωλούνται προς 0,53 ευρώ/κιλό, έναντι των 0,71 ευρώ/κιλό την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι. Σημείωσε δε, ότι όλα τα είδη που πωλούνται στις λαϊκές αγορές είναι εγκεκριμένα προϊόντα από τον ΕΦΕΤ και όσα πρέπει «φυλάσσονται σε ψυγεία και στους απαραίτητους αποθηκευτικούς χώρους, που είναι εμφανείς στο καταναλωτικό κοινό».

Πάντως, σύμφωνα με τον ίδιο, η υποτονική κίνηση που καταγράφεται δεν έχει να κάνει με τις τιμές, αλλά την αποδυνάμωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών, όπως και «τις αυξημένες υποχρεώσεις τους προς το κράτος». Μεταξύ άλλων, ο ίδιος μας γνωστοποίησε ότι ήδη από την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας μοιράζονται κουπόνια, αξίας 200.000 ευρώ, σε μονογονικές  οικογένειες, προκειμένου να διευκολυνθούν στα ψώνια τους, ενόψει των εορτών, από τις λαϊκές αγορές.

«Επάρκεια στα πάντα, αδιαμφισβήτητη η ποιότητα» κατά τον πρόεδρο των κρεοπωλών

Ολοένα και «περισσότεροι καταγράφονται οι Έλληνες καταναλωτές που γυρνούν στα καταστήματα από όπου παραδοσιακά αγόραζαν τα κρεατικά τους» τόνισε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος της Ένωσης Κρεοπωλών Νομού Θεσσαλονίκης, Σάββας Κεσίδης, προσθέτοντας: «Ο πελάτης κάνει τον κύκλο του. Μπορεί περιοδικά να τον χάσει ο καταστηματάρχης, λόγω των προσφορών σε άλλα σημεία πώλησης, όμως αργά ή γρήγορα η ποιότητα κερδίζει την ψήφο εμπιστοσύνης τους, ενώ η προσωπική σχέση που μπορούν να αναπτύξουν με τον καταστηματάρχη λειτουργεί ιδιαίτερα θετικά στην ψυχολογία τους».

Πάντως, όπως τόνισε, «το 85% των αγοραστών στα κρεοπωλεία αφορά σε σταθερή πελατεία και μόλις το 15% ανακυκλώνεται, ενώ το τεφτέρι δουλεύει σε ποσοστό 15% περισσότερο σήμερα, έναντι με το τι συνέβαινε τρία χρόνια πριν».

Υπογράμμισε επίσης, ότι «με βάση την εμπειρία του, ο καταναλωτής, μετά από τα τόσα χρόνια οικονομικής κρίσης και τις δοκιμές που έκανε, φαίνεται να έχει ξεκαθαρίσει τη θέση του. Πλέον, γίνεται ολοένα και πιο σαφές ότι τελικά ο Έλληνας καταναλωτής τείνει περισσότερο στην πεποίθησή του… καλύτερα να καταναλώνω λιγότερη ποσότητα και ποιοτικά, παρά πολύ και άγευστα».

«Επάρκεια υπάρχει στα πάντα ενόψει των εορτών και η ποιότητα των προϊόντων προς πώληση είναι αδιαμφισβήτητη» υπογράμμισε ο ίδιος,  προσθέτοντας ότι οι τιμές είναι σταθερές, ενώ σε χοιρινό και κοτόπουλο, μειωμένες σε ποσοστό 5% και άνω, ανάλογα με το σημείο πώλησης.

Ξεκαθαρίζοντας ότι το 65%-75% των χοιρινών προς διάθεση, σε πανελλαδικό επίπεδο, είναι ελληνικό προϊόν, ο κ. Κεσίδης σημείωσε, ότι «οι Βορειοελλαδίτες, με δεδομένο ότι στην περιοχή μας υπάρχουν περισσότερες εν ενεργεία κτηνοτροφικές μονάδες, απολαμβάνουν σε ποσοστό 90% χοιρινό ελληνικό, έναντι αντίστοιχου ποσοστού, περίπου 40% της Αθήνας».

Για το κοτόπουλο ανέφερε, ότι η επάρκεια σε ελληνικό προϊόν διαμορφώνεται στο 95%. Για τα αρνί, κατσίκι, γαλοπούλα, ο κ. Κεσίδης σημείωσε, ότι «λόγω των ελληνοποιήσεων ο καταναλωτής τραβά λαχείο και τρώει την…τύχη του τόσο σε αυτά τα είδη, όσο και στα βοειδή». Έσπευσε όμως να διευκρινίσει, ότι «κανείς τους δεν θα προμηθευτεί β΄ κατηγορίας προϊόν από το κρεοπωλείο της γειτονιάς του».

Επιπλέον, απευθυνόμενος στους καταναλωτές, είπε ότι «τα καλά και ποιοτικά πληρώνονται πάντα πιο ακριβά και αυτή είναι η πραγματικότητα. Όταν η τιμή είναι αρκετά χαμηλότερη, οι καταναλωτές καλά θα κάνουν να μπουν σε σκέψεις». Όσον αφορά τα βοοειδή, σύμφωνα με τον κ. Κεσίδη, «15% της προς διάθεση παραγωγής είναι ελληνικό προϊόν και ποσοστό 15%-20% ελληνικής εκτροφής».

Τονίζεται, ότι η τιμή του αρνιού και της γαλοπούλας κυμαίνεται στα περσινά επίπεδα και διαμορφώνεται, κατά μέσο όρο, σε 6,40 ευρώ/κιλό και 3,2/κιλό, αντίστοιχα, ενώ του χοιρινού σε 3,60 ευρώ/κιλό, από 3,80 ευρώ/κιλό την αντίστοιχη περσινή περίοδο.

Μεταξύ άλλων, ο κ. Κεσίδης επισήμανε ότι η κίνηση μέχρι και σήμερα δεν παραπέμπει σε εορτές και πρόσθεσε ότι «από αύριο περιμένουμε να κινηθεί η αγορά περισσότερο. Παραδοσιακά τα τελευταία χρόνια, τρεις ημέρες πριν την γιορτή, ξεκινά ο καταναλωτής να ψωνίζει».

Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα του ΑΠΕ-ΜΠΕ, φέτος, στα 500 αρτοποιεία του νομού Θεσσαλονίκης, αναμένεται να παρασκευαστούν ενόψει της Πρωτοχρονιάς, περισσότερες από 170.000 βασιλόπιτες, με την τιμή τους να κυμαίνεται στα περσινά επίπεδα, ήτοι 10,50-12,50 ευρώ/κιλό, με σταθερές τις τιμές και των άλλων γλυκισμάτων, παρά τη σημαντική αύξηση στο κόστος του βούτυρου, που σκαρφάλωσε στα 8-9 ευρώ/κιλό, από 5,40 ευρώ/κιλό το 2016, όπως τόνισε η πρόεδρος του Σωματείου Αρτοποιών νομού Θεσσαλονίκης «Ο Προφήτης Ηλίας», Έλσα Κουκουμέρια.

 

ΑΠΕ-ΜΠΕ
Προηγούμενο άρθροΑρνητική γνωμοδότηση του Περιφερειακού Συμβουλίου Κ. Μακεδονίας για την αναθεώρηση του σχεδίου διαχείρισης λεκανών απορροής ποταμών
Επόμενο άρθροΤροποποιήσεις στο φορολογικό των αγροτών επιδιώκει το υπ. Αγροτικής Ανάπτυξης, δήλωσε στο “Πρακτορείο FM” ο αρμόδιος υπουργός Β. Αποστόλου