«Πλεύρισε το καράβι στο λιμάνι, το λιμάνι πατωμένο, το τελωνείο απάνω στα νερά. Φαίνεται πως η “Αυστροαμερικάνα” έβγαλε πολλούς λαθραίους, ελεύθερους να φεύγει ο καθένας για το δικό του μέρος κι οι άλλες εταιρείες παραπονέθηκαν… Ήρθε ο γιατρός κι άρχισε να εξετάζει έναν, έναν. Όποιος ήταν καλός του ‘δινε μια κάρτα με μπλε μολύβι και έγραφε επάνω οράιτ, αμερικάνικα. Όποιος δεν ήταν καλός του ‘δινε κάρτα με κόκκινο.
Μου ‘δωσε κόκκινο ο γιατρός, των άλλων μπλε. Την επαύριο ήρθε πάλι η επιτροπή, μας ξανακοίταξαν, μας έκριναν δεύτερη φορά σκάρτους. Σε τρεις μέρες καινούργια επιτροπή ανώτερη. Μας όρκισαν ότι ποτέ η κυβέρνηση δεν επιτρέπει σε άρρωστους, κλέφτες και εγκληματίες να πατήσουν αμερικανικό έδαφος. Τότε πήραμε απόφαση ότι μας γύριζαν πίσω. Μ΄ έκλεισαν στο μπουντρούμι με τους εξήντα άλλους από διάφορες φυλές. Στις 30 Νοεμβρίου (1907) έρχεται ο διερμηνέας του πλοίου… Μόλις μας έβγαλαν απάνω άρχισε ο νους μου να γυρίζει. Σκεπτόμουν να το σκάσω. Με τη σκούφια, τα παπούτσια λυτά, το πανωφόρι στον ώμο, είπα να μπω σε μια βάρκα να κρυφτώ τη νύχτα, στη σκιά του πλοίου να πέσω στο νερό. Φοβήθηκα μην πνιγώ δεν το ‘βρισκα καλό. Αποφάσισα να κάνω τον κόπο να κατέβω απ΄ τη σκάλα. Βάζω τα χέρια πίσω. Κατεβαίνω μπροστά στους κλητήρες. Μπαίνω τάχα για το νερό μου, βρίσκω μια πόρτα, άλλοι κλητήρες μέσα δεν ‘δώσαν σημασία. Στρίβω δεξιά, τραβάω κάτι διαδρόμους, βλέπω γυαλί και απόξω κόσμο να περνάει. Βγαίνω και δεν το πίστευα».
Ήταν ανάμεσα στα 12.000.000 που από το 1892 έως το 1954, περίμεναν μετά από μια ημέρα καραντίντα στο Ellis Island να εξεταστούν από τους γιατρούς, τρέμοντας μήπως δεν τους βρουν απολύτως υγιείς και τους γυρίσουν πίσω.
Το ημερολόγιο έδειχνε 11 Απριλίου 1890, όταν οι πρώτοι Έλληνες μετανάστες έφθασαν στον «Νέο Κόσμο», στο λιμάνι της Ν. Υόρκης.
Έως την δεκαετία του 1880 η πλειονότητα των μεταναστών στις ΗΠΑ προερχόταν από την Βόρεια και την Κεντρική Ευρώπη, ενώ κατόπιν τροποποιήθηκε και τα μεταναστευτικά ρεύματα ξεκινούσαν από τις χώρες της Μεσογείου, της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, την Κίνα και την Ιαπωνία.
Έως το 1914 μετανάστευσαν επίσημα στις ΗΠΑ πάνω από 350.000 άτομα, περίπου το 1/4 του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας το 1907. Οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί (ανά έτος/αριθμός μεταναστών): 1870/23, 1875/25, 1880/23, 1883/75, 1887/313, 1890/1.105, 1893/1.131, 1896/2.175, 1899/2.375.
Η μετανάστευση εντάθηκε μετά το 1890 και συμβάδισε με την σταφιδική κρίση που έπληξε τους αγρότες κυρίως της Δυτικής Πελοποννήσου σε συνδυασμό με την μικρή οικογενειακή ιδιοκτησία και καλλιέργεια που επικρατούσε εκεί. Ένα άλλο τμήμα των μεταναστών καταγόταν από την Θεσσαλία και ήταν κολλήγοι με μικρή οικογενειακή καλλιέργεια. Σύντομα, πάντως, η μετανάστευση γενικεύθηκε και μετανάστες έφευγαν από όλες τις περιοχές της Ελλάδας, ιδιαίτερα όμως από τα νησιά του Αιγαίου και την Πελοπόννησο.
Χαρακτηριστικό είναι επίσης το γεγονός ότι σε σύγκριση με τα αντίστοιχα μεταναστευτικά ρεύματα, Σερβίας, Βουλγαρίας και Μαυροβουνίου διαπιστώνουμε πως και από τα τρία αυτά κράτη στο διάστημα 1899-1911 μετανάστευσαν συνολικά 107.613 άτομα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Ελλάδα ήταν η μόνη που είχε επεξεργασμένη παραδοσιακή οικονομική δομή και γι’ αυτό δέχθηκε πολύ βαρύτερο πλήγμα με την συρρίκνωση του διεθνούς εμπορίου.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1890 έως το 1924 οι αρχές των ΗΠΑ είχαν καταγράψει 500.000 Έλληνες και «ανήκοντες στην ελληνική φυλή», καθώς έτσι κατέτασσαν και τους Έλληνες που προέρχονταν από τα εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Πίσω, όμως, από τους αριθμούς είναι οι άνθρωποι και απειράριθμα κίνητρά που τους ωθούσαν στην μετανάστευση. Ωστόσο ο σκοπός ήταν ένας: Η αναζήτηση εργασίας.
Ήδη από το Ellis Island, τους συνόδευε το «ανειδίκευτος εργάτης», που υποδήλωνε αγροτική εργασία ή εργασία σε μικρή βιοτεχνία στον τόπο προέλευσης.
Αν εξαιρέσει κανείς ένα ποσοστό που ανέρχεται περίπου στο 20%, οι υπόλοιποι Έλληνες μετανάστες, ακολούθησαν την κοινή μοίρα των υπολοίπων μεταναστών: εργάσθηκαν στα αστικά κέντρα, στα ορυχεία της Δύσης, στην κατασκευή σιδηροδρόμων και στα υφαντουργεία της Νέας Αγγλίας. Η ιστορία τους είναι αναπόσπαστο τμήμα της ιστορίας του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ.
Δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου εύκολα για εκείνους: με ελάχιστες εμπειρίες οργανωμένου συλλογικού αγώνα, ξένοι ανάμεσα σε ξένους, ένα φθηνό ιδιαίτερα ευάλωτο σε κάθε λογής πιέσεις και διαρκώς ανανεούμενο εργατικό δυναμικό, που αντιμετώπιζε και την δικαιολογημένη καχυποψία των εμπειρότερων συναδέλφων τους στην δουλειά, πάλεψαν με «θεούς και δαίμονες» να σταθούν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τις εστίες τους.
Τους εκμεταλλεύονταν όχι μόνο τα ξένα αφεντικά, αλλά και οι «δικοί» τους πάτρωνες, καθώς έτσι ονόμαζαν εκείνους που τους «ενοικίαζαν» για τις δουλειές.
Η συσσωρευμένη δυσαρέσκεια, αυτών και εκατοντάδων χιλιάδων άλλων, οδήγησε στο πρωτοφανές απεργιακό κίνημα του 1912-1914. Εμβληματική μορφή ανάμεσά τους ο Ηλίας Σπαντιδάκης, Λούις Τίκας, που δολοφονήθηκε από τις δυνάμεις καταστολής στη μεγάλη απεργία των ανθρακωρυχείων του Λάντλοου. Το κοινό σύνθημα εκείνου του κινήματος ήταν πρώτα-πρώτα η «οργάνωση», και το κοινό αίτημα η βελτίωση των συνθηκών εργασίας.
Το απεργιακό κίνημα εκείνων των χρόνων, «έσβησε» με την είσοδο των ΗΠΑ στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο. Το αποτέλεσμα εκείνων των αγώνων ήταν η βελτίωση των συνθηκών, αλλά όχι η μεταμόρφωσή τους.
Για τους μετανάστες εργάτες, τα χρόνια εκείνα πραγματοποιήθηκαν πάρα πολλά βήματα σε συμπυκνωμένο ιστορικά χρονικό διάστημα: έμαθαν την οργάνωση στα εργατικά συνδικάτα, έμαθαν στο πώς να οργανώνουν τους διεκδικητικούς αγώνες τους, ενώ ταυτόχρονα είχαν να αντιμετωπίσουν και το μεγάλο δίλημμα, ανάμεσα στη ζωή και τις κοινωνικές εμπειρίες που έφεραν μαζί τους, την «ταυτότητά» τους και στο παρόν τους στις ΗΠΑ ως μισθωτοί εργάτες, ένα παρόν που έπρεπε να αντιμετωπίσουν με κοινό αγώνα με τους άλλους εργάτες -μετανάστες και μη- ως εργατική τάξη συνολικά, ανεξαρτήτως καταγωγής.
Ήταν μακρύς και δύσβατος ο δρόμος από τα εργοστάσια του Φόρντ που μπορούσαν να «μπουν» με τις «τοπικές ενδυμασίες» τους, αλλά να «βγουν» ντυμένοι «αμερικάνικα» έως τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο οπότε οι «τοπικές ενδυμασίες» γίνονταν δεκτές, υπό την προϋπόθεση ότι συμφωνούσαν με την πολιτική των ΗΠΑ.
Οι Έλληνες μετανάστες δεν ήταν οι μόνοι που αντιμετώπιζαν τέτοια ζητήματα και η απάντηση σε όλα αυτά κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν, η πορεία κάθε άλλο παρά ευθύγραμμη ήταν. Η πορεία τους, όπως και εκείνη εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών, δεν μπορεί να ξεχωριστεί από την γενική πορεία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ, ούτε από την πορεία του σοσιαλιστικού και κομμουνιστικού κινήματος, τόσο στις ΗΠΑ, όσο και διεθνώς.
Μια πορεία συναρπαστική, σε μεγάλο βαθμό, μη γνωστή, αντιφατική και μη ευθύγραμμη, αναπόσπαστο τμήμα των κοινωνικών και πολιτικών θυελλών που συγκλόνισαν τον 20ο αιώνα. Κάθε σελίδα της, απαιτεί για μια μόνο «περίληψη», χιλιάδες λέξεις και πάντα κάτι θα «ξεφεύγει»: Πίσω από τα φύλλα των ελληνικών εργατικών εφημερίδων, πίσω από τα βλέμματα στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες, ανάμεσα στις γραμμές των επιστολών που έστελναν στην Ελλάδα, κάτω από την άσφαλτο των τεράστιων λεωφόρων που «έλιωσαν» τις σόλες τους οι απεργοί, που μάτωσαν οι δολοφονημένοι εργάτες, «ακούγεται» ο ανθρώπινος μόχθος, γίνεται απτή η τεράστια «προμηθεϊκή» προσπάθεια του μετανάστη εργάτη για μια καλύτερη ζωή, για έναν άλλο κόσμο.
Οι Έλληνες μετανάστες εργάτες μεταμορφώθηκαν μέσα στο καμίνι της ζωής και της ταξικής πάλης, στις γραμμές της οποίας μπήκαν, αυτοί που μόλις «χθες» δεν είχαν ακούσει λέξη για όλα αυτά. Τα ίχνη τους αποτυπώθηκαν βαθιά στην πάλη αυτή: εφημερίδες, εργατικά σωματεία, οργάνωση μεγάλων απεργιών, όπως εκείνη των χιλιάδων εργατών στα εργαστήρια γούνας στην Ν. Υόρκη, των εργατών επισιτισμού στο μεγάλο ξενοδοχείο Waldorf Astoria, πολιτικοποίηση, μαζί με την αναγκαιότητα αντιμετώπισης της καχυποψίας, της καταστολής και των απελάσεων.
Ήλθαν αντιμέτωποι με την «αντιριζοσπαστική εκστρατεία» των ετών 1919-1920, όταν οι μετανάστες «δαιμονοποιήθηκαν» ως εισαγωγείς «ανατρεπτικών ιδεών» στις ΗΠΑ, μια εκστρατεία που θα επανέλθει στα χρόνια του Μακαρθισμού μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η καπιταλιστική κρίση του 1929 έβαλε σε πολύ μεγάλη δοκιμασία τους μετανάστες, μεγάλο μέρος των οποίων, ιδιαίτερα όσοι διατηρούσαν μικρές επιχειρήσεις καταστράφηκαν κυριολεκτικά. Η Ύφεση έπληξε τους μετανάστες και από το ελληνικό έδαφος, καθώς η απόφαση για «δραχμοποίηση» των καταθέσεων συναλλάγματος, το 1932, εξανέμισε καταθέσεις και εμβάσματα.
Ακόμα, η Ύφεση ήλθε να «υπενθυμίσει» και την καταγωγή τους, μιας και οι τράπεζες στις ΗΠΑ κατέσχεσαν ή δημοπράτησαν ακίνητα, ακόμα και εκκλησίες, όπως του Αγίου Βασιλείου στο Σικάγο, που είχαν αγοραστεί με έξοδα των κοινοτήτων και τα δάνεια ήταν αδύνατον να αποπληρωθούν.
Αλλά πλήγμα δέχθηκε και το κοινοτικό πλαίσιο αλληλοϋποστήριξης, που είχε δημιουργηθεί ως τότε.
Οι εργάτες, άνεργοι πλέον, μαζί με χιλιάδες άλλους περιμένουν στις ουρές των συσσιτίων. Στήριγμα και πάλι το οργανωμένο εργατικό κίνημα και ένα σύνθημα που αγγίζει το βαθύ συναίσθημα της αξιοπρέπειας, «ταυτότητα» αιώνων των Ελλήνων που δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να κάνουν εμφανείς τις δυσκολίες που περνούσαν: «Οργανώσου και μη ντρέπεσαι» ήταν το σύνθημα που καλούσε σε πάλη και οργάνωση στα Συμβούλια Ανέργων που είχαν επίκεντρο το Σικάγο.
Θα ακολουθήσει το New Deal του Προέδρου Ρούζβελτ και η προσπάθεια βελτίωσης των συνθηκών, εντός του υπάρχοντος κοινωνικού και οικονομικού συστήματος, όπως το διατύπωσε ο Τζ. Μ. Κέυνς.
Είναι τα χρόνια που εγκαινιάζεται η αυξανόμενη παρουσία των μεταναστευτικών πληθυσμών στην «επίσημη» πολιτική και κοινωνική ζωή των ΗΠΑ, ενώ ταυτόχρονα εντείνεται η διαπάλη στους κόλπους του εργατικού κινήματος.
Οι μεγάλες απεργίες των ετών 1934-1935 δεν αποσκοπούσαν πλέον στην επαναστατική προοπτική, αλλά σε μεταρρυθμίσεις των σχέσεων κεφαλαίου-εργασίας. Οι Έλληνες μετανάστες, συμμετείχαν στους αγώνες αυτούς, αντιμέτωποι και με το άγρυπνο μάτι της βασιλομεταξικής δικτατορίας. Δεν δίστασαν να δώσουν το «παρών» στις Διεθνείς Ταξιαρχίες στην Ισπανία, στο πλάι του ισπανικού λαού, δεν δίστασαν να συνδράμουν την Εθνική Αντίσταση στην Ελλάδα, στη διάρκεια της Κατοχής.
Γράμματα μ’ ευχές και αφιερώσεις, ασπρόμαυρες φωτογραφίες, τραγούδια, αναμνήσεις, βιώματα, ελπίδες και διαψεύσεις, μεγάλοι αγώνες, άλματα κυριολεκτικά στη ζωή, βίοι ανθρώπων που χάνονται πλέον στην αχλύ του χρόνου, αλλά και ένα ολοζώντανο «παρών», δεν χωρούν σε ένα σημείωμα: Δρόμοι, πλατείες, σιδηρόδρομοι, ορυχεία, φτιάχτηκαν από τα χέρια των εργατών, ανάμεσά τους και οι Έλληνες μετανάστες που 270 χρόνια μετά την άφιξη του Mayflower στον «Νέο Κόσμο», στοιβάζονταν στο Ellis Island φθάνοντας με την «Αυστροαμερικάνα».
Με τη δουλειά των χεριών τους, μεταμόρφωσαν τη «νέα γη» από τα σπλάχνα της ως τους ουρανοξύστες της και μέσα σε αυτό το καμίνι μεταμορφώθηκαν και αυτοί, παραμένοντας στις μεγάλες λεωφόρους, ταυτόχρονα «ίδιοι» και «άλλοι», και προσπαθώντας να συμβάλλουν στο να αλλάξει ο κόσμος.
Έγραψαν ιστορία ως αναπόσπαστο τμήμα του κόσμου της δουλειάς, μια ιστορία που πρέπει να μαθευτεί, μια ιστορία για την οποία, ακριβώς ο κόσμος της δουλειάς πρέπει να είναι περήφανος.
Γ. Μηλιώνης
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους – Τόμος ΙΔ (1881-1913) – Εκδοτική Αθηνών
Θανάσης Βαλτινός: Το συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη – Κέδρος (απ’ όπου και η εισαγωγή του παρόντος σημειώματος)
Ζήσης Παπανικόλας: Ο αμοιρολόιτος – Κατάρτι
Κωστής Καρπόζηλος: Κόκκινη Αμερική- Έλληνες μετανάστες και το όραμα ενός Νέου Κόσμου (1900-1950) – Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης