Την τελευταία δεκαετία παρακολουθούμε τη συνεχή ενίσχυση και αναβάθμιση των ελληνοισραηλινών σχέσεων. Μια αναβάθμιση που προήλθε όχι από την ικανότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά από τις διεθνείς παγκόσμιες και περιφερειακές εξελίξεις.
Η απόφασή του Ερντογάν να διαδραματίσει η Άγκυρα τον ρόλο του προστάτη και ηγέτη των ισλαμικών χωρών τον οδήγησε στην διάσπαση του άλλοτε «κραταιού άξονα» μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ. Το τελευταίο αναγκάστηκε να αναζητήσει καινούργιες συμμαχίες για να αντισταθμίσει την εν λόγω απώλεια που προκλήθηκε εξ υπαιτιότητας της πρώτης.
Η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία αποτέλεσαν το αντίβαρο και το στήριγμα του Ισραήλ στην Ανατολική Μεσόγειο, εάν και η γεωπολιτική αξία και των δυο «ελληνικών κρατών» ήταν και είναι σαφέστατα πολύ μικρότερη της Τουρκίας. Το Τελ Αβίβ δεν είχε πολλές επιλογές, χάνοντας την Άγκυρα και ορθώς η πατρίδα μας επωφελήθηκε από την νέα διαμορφούμενη γεωπολιτική κατάσταση και σύναψε συμφωνίες με το Εβραϊκό κράτος με προεξέχουσα τον East Med.
Αλλά δυστυχώς οι όποιες συμμαχίες, επίσημες ή ανεπίσημες, που συνάπτουμε είναι ετεροβαρείς, καθόσον η χώρα μας παρουσιάζει εξαιρετικές αδυναμίες σε όλους σχεδόν τους κύριους τομείς, από τους οποίους μετράται η δυναμικότητα και αποφασιστικότητα κάθε κράτους. Δυστυχώς όλοι γνωρίζουν, εχθροί και φίλοι μας, ότι αντιμετωπίζουμε σοβαρότατα προβλήματα στο στρατιωτικό, δημογραφικό, οικονομικό, βιομηχανικό τομέα και όχι μόνο. Εάν προσθέσουμε και το συνεχώς διογκούμενο μεταναστευτικό καρκίνωμα που απειλεί να αλλοιώσει ανεπανόρθωτα τη χώρα μας τότε μπορούμε να μιλάμε για ένα ελληνικό κράτος που παραπαίει. Το Ισραήλ, όπως και η Αίγυπτος βλέπουν ένα ελληνικό κράτος αδύναμο και φοβισμένο, ανίκανο να αντιμετωπίσει την οποιαδήποτε απειλή.
Η Ελλάδα για να αντιμετωπίσει την επιθετική, αναθεωρητική και πειρατική Τουρκία, προσπαθεί να στηριχτεί όχι στον εαυτό της, αλλά σε οποιοδήποτε τρίτο. Ευχόμαστε και παρακαλάμε τις ΗΠΑ, την ΕΕ, το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τη Γαλλία, το Στρατάρχη Χαφτάρ, και όποιον άλλο ευαρεστείται να έλθει να μας σώσει από την «κακιά Τουρκία». Η τελευταία είναι αποφασισμένη καταπατώντας σκόπιμα και συνειδητά κάθε έννοια διεθνούς δικαίου, το οποίο και δεν την ενδιαφέρει, να επιτύχει τις αυτοκρατορικές εθνικές της επιδιώξεις. Από την άλλη, διαχρονικά οι ελληνικές κυβερνήσεις, αλλά και ο ελληνικός λαός αρνούνται να αντιληφθούν τη σοβαρότητα της κατάστασης και πεισματικά δεν λαμβάνουν κανένα σχεδόν μέτρο για να επιβιώσουμε ως χώρα. Η λήψη βέβαια μέτρων για την ασφάλεια και την αμυντική μας θωράκιση σημαίνει μεγάλο κόστος πολιτικό και οικονομικό. Όμως σχεδόν κανείς Έλληνας δεν επιθυμεί να περικοπούν άλλες δαπάνες προς όφελος του εξοπλισμού των Ενόπλων Δυνάμεων ή να αυξηθεί η θητεία.
Η χώρα μας, σε αντίθεση με το μαχητικό Ισραήλ, επέλεξε συνειδητά την αποτυχημένη πολιτική του κατευνασμού της Τουρκίας, μια στρατηγική που οδηγεί την Ελλάδα σε πρώτη φάση στην απώλεια κυριαρχικών της δικαιωμάτων σε ξηρά, θάλασσα και αέρα και σε δεύτερη φάση σε γενικευμένη πολεμική σύρραξη. Δεν επέλεξε την στρατηγική της αποτροπής και της αποφασιστικότητας, η οποία αποδεδειγμένα ιστορικά όχι μόνο δεν οδηγεί σε πόλεμο, αλλά αντίθετα είναι εχέγγυο της ειρήνης και ευημερίας μιας χώρας. Σε ένα τοξικό γεωπολιτικό περιβάλλον που επιβάλει η γειτονική αναθεωρητική Τουρκία, η Ελλάδα θα έπρεπε να ακολουθήσει κατά γράμμα ότι κάνει το Ισραήλ εάν ήθελε ή εάν θέλει να επιβιώσει.
Το Εβραϊκό κράτος σύσσωμο αποτελεί μια αποφασισμένη υπερσύχρονη στρατιωτική οντότητα, που στηρίζεται στις δικές του Ένοπλες Δυνάμεις και στην διεθνή υποστήριξη, κυρίως από τις ΗΠΑ. Η θητεία στο Ισραήλ είναι 3 χρόνια για τους άνδρες και 2 για τις γυναίκες και υπηρετούν όλοι και όχι οι μισοί όπως στην χώρα των ανυπότακτων. Μετά τη απόλυση τους όλοι οι κληρωτοί εκπαιδεύονται επιστρατευτικά κάθε χρόνο για 40 ημέρες. Σκεφτείτε να γινόταν κάτι τέτοιο στην χώρα μας θα γινόταν επανάσταση. Αλλά το Ισραήλ και η Ελλάδα είναι δυο τόσο διαφορετικά κράτη, ουσιαστικά είναι δυο διαφορετικοί κόσμοι. Είναι σαν να συγκρίνεις τον ισχυρό με τον ανίσχυρο, τον δυνατό με τον φοβισμένο, τον αποφασισμένο με τον αναποφάσιστο. Στο Τελ Αβίβ δεν επιδεικνύουν «στρατηγική ψυχραιμία», που είναι συνώνυμη της διπλωματικής και στρατιωτικής αδυναμίας, αλλά στρατηγική αποφασιστικότητα με πλήγματα προληπτικά και διεξαγωγή όλων των μορφών του πολέμου, συμβατικού, υβριδικού, ανορθόδοξου, κυβερνοπολέμου, ασύμμετρου κλπ.
Το Ισραήλ δεν επικαλείται το διεθνές δίκαιο για να υπερασπίσει τα δικαιώματά του, όπως κάνει η χώρα μας. Η επίκληση του διεθνούς δικαίου στις συνεχείς τουρκικές προκλήσεις είναι ευθέως ανάλογη της εθνικής ισχνότητας και της διπλωματικής επιπολαιότητας. Το μόνο που προκαλεί είναι η θυμηδία του Ερντογάν και τον «ερεθίζει» ακόμα περισσότερο. Ένα βιώσιμο κράτος πρέπει να εφαρμόζει μια αποτρεπτική στρατηγική που απαιτεί ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις, αλλιώς θα πρέπει να αναζητήσει την ιστορική ευθανασία του. Η χώρα μας θα πρέπει να επιλέξει τον δύσκολο δρόμο του Ισραήλ για να συνεχίσει την ιστορική της πορεία διαφορετικά θα συρρικνωθεί ανεπανόρθωτα.