Στις προθήκες των βιβλιοπωλείων της Ιταλίας βρίσκεται από σήμερα η αυτοβιογραφία της Giorgia Meloni, πρόεδρου του δεξιού κόμματος Fratelli d’ Italia. Η ιταλίδα πολιτικός που συμμετέχει στον κεντροδεξιό συνασπισμό μαζί με τον Σαλβίνι της Lega και τους Μπερλουσκόνι- Ταγιάνι της Forza Italia, έχει ανοίξει «περπατησιά» σε όλες τις δημοσκοπήσεις έναντι των δύο συμμάχων της. Οι «Ιταλοί Αδελφοί», όπως είναι στα ελληνικά το κόμμα της Μελόνι, συγκεντρώνουν ποσοστά που κυμαίνονται μεταξύ 17% και 18%!
Πολιτικοί αναλυτές εκτιμούν ότι η κυκλοφορία του βιβλίου της από τον γνωστό εκδοτικό οίκο Rizzoli, έρχεται την κατάλληλη στιγμή να ενισχύσει το ιδεολογικοπολιτικό αφήγημα της Μελόνι προσθέτοντας και βιωματικά στοιχεία και άγνωστες λεπτομέρειες από τη ζωή ενός κοριτσιού (έχει υπάρξει σερβιτόρα, νταντά, μπαρμαν κλπ) της διπλανής πόρτας. «Έχω δει πολλούς να μιλούν για μένα», γι’ αυτό και αποφάσισα- γράφει- να μιλήσω η ίδια για τον εαυτό μου, για τις ρίζες και τις ιδέες μου.
Σ’ αυτό το βιβλίο – μανιφέστο επιχειρεί να δώσει στο Δεξιό συντηρητισμό φρεσκάδα και να τον κάνει «μόδα» σε μια περίοδο που η Αριστερά γυρίζει πίσω για να βρει τα «πατήματά» της. Μιλάει για τα παιδικά της χρόνια, τη σχέση της με την μητέρα της Άννα, την αδελφή της Αριάννα, τους παππούδες της, αλλά μιλάει ανοιχτά και για τον πόνο που της προξένησε η απουσία του πατέρα της. Μ’ αυτό τον τρόπο κερδίζει την συμπάθεια του αναγνώστη κάνοντας πιο «εύπεπτες» τις θέσεις της για τα κοινωνικά ζητήματα των καιρών.
Η Μελόνι γράφει με πάθος, με το ίδιο πάθος που υπερασπίζεται τον κοινωνικό χαρακτήρα των ιδεών που συνθέτουν τις συντηρητικές αρχές και αξίες στο νέο πολιτικό περιβάλλον, παρουσιάζοντας μέσα από τη συναρπαστική ζωή της μια νέα κατά την ίδια συναρπαστική πολιτική πρόταση για το μέλλον της Ιταλίας και της Ευρώπης. Μια νέα ταυτότητα για τη Δεξιά, απαλλαγμένη από τα ενοχικά σύνδρομα του παρελθόντος που την καθιστούν υπόλογο της ιστορίας που συνήθως γράφει η Αριστερά.
Άλλωστε το γεγονός ότι μεγάλωσε σε μια γειτονιά της Ρώμης, την Γκαρμπατέλα, γνωστή για τις αριστερές της επιρροές, δίνει στη Μελόνι το πλεονέκτημα να «καταλαβαίνει» και να «μιλάει» τη γλώσσα των ανθρώπων της Αριστεράς. Και πολλές φορές να αντιλαμβάνεται και να έχει αίσθηση του συναισθηματικού φορτίου που έχουν σε επίπεδο τακτικής και στρατηγικής οι πρωτοβουλίες τους.
Το μέλλον της Μελόνι
Προφανώς το βιβλίο στοχεύει σ’ ένα κοινό ευρύτερο από αυτό που πολιτικά απευθύνεται, κάτι που η ίδια ως δημοσιογράφος γνωρίζει ότι θα της δώσει το «επιπλέον» που χρειάζεται ώστε στις εκλογές που θα γίνουν το 2023 να διεκδικήσει την πρωθυπουργία. Κάτι που πλέον και από τη στιγμή που ο Σαλβίνι μετέχει στη κυβέρνηση Ντράγκι αφήνοντας μόνη τη Μελόνι στην αντιπολίτευση, δεν απέχει πολύ από το να συμβεί εφόσον οι «Ιταλοί Αδελφοί» προσεγγίσουν τους διάσπαρτους ψηφοφόρους του κέντρου, οι οποίοι στην πλειονότητά τους ψήφιζαν την πάλαι ποτέ χριστιανοδημοκρατία.
Βέβαια το παρελθόν του κόμματος, αλλά και της ίδιας, αποτελεί εμπόδιο αφού έλκουν την καταγωγή τους από το νεοφασιστικό Κοινωνικό Κίνημα του Αλμιράντε, κάτι που δεν περνάει απαρατήρητο από τους ψηφοφόρους. Αυτές τις «σκιές» επιδιώκει να σβήσει το βιβλίο εκλογικεύοντας κατά κάποιο τρόπο τον συντηρητισμό και παρουσιάζοντας μια νεωτερική εκδοχή του.
Η Μελόνι με το βιβλίο – μανιφέστο αφενός επιχειρεί να προσεγγίσει τους κεντρώους ψηφοφόρους, αφετέρου να προσθέσει στο πολιτικό της προφίλ έναν Δεξιό ευρωπαϊσμό. Εν ολίγοις να απορροφήσει το μεγαλύτερο μέρος των ψηφοφόρων του κεντροδεξιού κόμματος του Μπερλουσκόνι ώστε να μειώσει ή και να ξεπεράσει τις 4 μονάδες που την χωρίζουν από τον Σαλβίνι. Το πρώτο τεστ θα είναι οι τοπικές εκλογές του φθινοπώρου στη Ρώμη. Εκεί θα φανεί ποιος θα τεθεί επικεφαλής του Κεντροδεξιού συνασπισμού στις εκλογές του 2023. Τότε θα ξεκαθαρίσει ποιος ή ποια στην προκειμένη περίπτωση θα έχει τον πρώτο λόγο.
Μέχρι τότε η Μελόνι ελπίζει ότι το βιβλίο «Io Sono Giorgia» η… «άκρο» θα φύγει και θα αφήσει τη «Δεξιά» να συνοδεύει το πολιτικό αφήγημα του κοριτσιού από την λαϊκή γειτονιά της Γκαρμπατέλα. Όπως επισημαίνει άλλωστε συχνά στις δημόσιες παρεμβάσεις της, ενώ θα μπορούσε να συμμετέχει στη κυβέρνηση Ντράγκι, προτίμησε να βρίσκεται συνειδητά στην αντιπολίτευση «ώστε να έχουν φωνή οι υπόλοιποι Ιταλοί». Απομένει να φανεί πόσο σωστή ήταν η επιλογή και αν η Ιταλία θα αποκτήσει για πρώτη φορά στην ιστορία της γυναίκα πρωθυπουργό.