Η τελευταία εικοσαετία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η «χρυσή εποχή» στη Θάσο και την Καβάλα σε ό,τι αφορά τις αγορές ακινήτων από Βούλγαρους και Ρουμάνους τουρίστες που επισκέφθηκαν αρχικά την περιοχή, εντυπωσιάστηκαν από τις ομορφιές της και εν συνεχεία αποφάσισαν να επενδύσουν είτε αγοράζοντας παραθεριστική κατοικία για τους ίδιους, είτε αγοράζοντας ακίνητα με σκοπό την εμπορική εκμετάλλευση.
Η Θάσος και τα δυτικά παράλια της Περιφερειακής Ενότητας Καβάλας (Νέα Πέραμος, παραλία Οφρυνίου – Τούζλα), που γεωγραφικά ανήκουν στο δήμο Παγγαίου, βρέθηκαν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος πολιτών μεσαίων και υψηλών εισοδημάτων από τις χώρες της νότιας Βαλκανικής.
Το σημαντικότερο στοιχείο που βάρυνε στην επιλογή τους για να επιλέξουν ως τόπο παραθεριστικής κατοικίας τόσο το νησί όσο και περιοχές στα λεγόμενα γυαλοχώρια του δήμου Παγγαίου, ήταν η κοντινή απόσταση από το τόπο της μόνιμης κατοικίας τους. Η Εγνατία οδός και οι κάθετοι οδικοί άξονες εκμηδένισαν τις αποστάσεις των μετακινήσεων από και προς τη Βουλγαρία (η Σόφια απέχει από την Π.Ε. Καβάλας 380 χλμ). Το άλλο σημαντικό στοιχείο είναι η φυσική ομορφιά, οι καθαρές θάλασσες, το καλό φαγητό, τα παραδοσιακά προϊόντα που βρίσκουν σε αφθονία στην Ελλάδα.
Βέβαια, με δεκαετή και πλέον παρουσία στο νησί εντοπίζουν και κάποια πράγματα που χρήζουν βελτίωσης, κυρίως όσον αφορά τις υποδομές, με δεδομένο ότι η τουριστική επισκεψιμότητα έχει εκτιναχθεί κατακόρυφα.
Θαυμασμό για το νησί και τους ανθρώπους του
Ο Λαζάρ Μπαζλιάνκοφ και η σύζυγος του Σβέτλα ζουν και εργάζονται στη Βουλγαρία. Είναι καθηγητές στο πανεπιστήμιο της Σόφιας, στον τομέα της συμβουλευτικής διοίκησης, κατάρτισης οργανισμών και ανθρωπίνων πόρων. Λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων αλλά και για αναψυχή έχουν ταξιδέψει σε πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο.
Επισκέφτηκαν για πρώτη φορά τη Θάσο το 2001 κι έκτοτε επέστρεφαν στο νησί κάθε καλοκαίρι αλλά και όποτε είχαν ελεύθερο χρόνο. Το 2009 αποφάσισαν να αγοράσουν σπίτι στον Πρίνο, ένα ήσυχο χωριό στα βόρεια του νησιού, μακριά από τη θάλασσα. Επίσης, έχουν και ένα ακόμα σπίτι στην ορεινή περιοχή της Ροδόπης, κοντά στο Σμόλιαν.
Μιλώντας στο ΑΠΕ–ΜΠΕ, ο Μπαζλιάνκοφ εκφράζει τον θαυμασμό του για το νησί, για τις πολλές φυσικές ομορφιές που διαθέτει, τις πανέμορφες παραλίες, τους ζεστούς και φιλόξενους ανθρώπους. Άλλωστε είναι όλα αυτά που τον κέρδισαν από την πρώτη στιγμή και πήρε την απόφαση για αγορά σπιτιού.
Στη συνέχεια ήρθαν οι δυνατές φιλίες που έκαναν αυτός και η σύζυγός του με πολλούς από τους ντόπιους, τις ξεχωριστές στιγμές που μοιράστηκαν μαζί τους σε εξορμήσεις στη θάλασσα και σε γιορτές, αλλά και τις ανθρώπινες σχέσεις που ανέπτυξαν με άλλους Βούλγαρους που επισκέπτονταν το νησί τα καλοκαίρια και τελικά κάποιοι απ’ αυτούς αγόρασαν επίσης σπίτι στη Θάσο. Υπογραμμίζουν ακόμα ότι οι κάτοικοι του νησιού είναι εξυπηρετικοί και πρόθυμοι να παρέχουν υποστήριξη σε θέματα οργάνωσης της καθημερινότητας που οι ίδιοι δεν γνωρίζουν.
Αυτό που τον προβληματίζει, ωστόσο, είναι τα προβλήματα σε οργάνωση και υποδομές στο νησί, λόγω του αυξημένου τουριστικού ρεύματος τα τελευταία χρόνια. Η συλλογή και διαχείριση των απορριμμάτων, το ζήτημα της επάρκειας του νερού, οι λιγοστοί χώροι στάθμευσης αυτοκίνητων, το οδικό δίκτυο, η λειτουργία των βιολογικών καθαρισμών, αλλά και η πρόσβαση σε δημοφιλείς παραλίες λόγω αυξημένου αριθμού σε ομπρέλες και ξαπλώστρες που εκμεταλλεύονται ιδιώτες είναι μερικά μόνο από τα προβλήματα που επισημαίνει.
«Η εικόνα του νησιού σήμερα απέχει πολύ από την εικόνα που συναντήσαμε εμείς, όταν το επισκεφθήκαμε για πρώτη φορά», σημειώνει με έμφαση και συμπληρώνει πως αυτό έχει μια λογική εξήγηση καθώς τους καλοκαιρινούς μήνες ο πληθυσμός του νησιού αυξάνεται εντυπωσιακά.
Αναφέρει ακόμη πως εξακολουθεί να υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον από συμπατριώτες του και άλλους Ευρωπαίους να αγοράσουν ακίνητα στο νησί ως παραθεριστικές κατοικίες ή να επενδύσουν στην αγορά ακινήτων. Ωστόσο, υπογραμμίζει πως υπάρχουν δυο σημαντικά προβλήματα: το πρώτο είναι η γλώσσα, το δεύτερο οι γραφειοκρατικές διαδικασίες.
«Με το πρώτο δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά, πρέπει να μάθουμε ελληνικά», τονίζει και προσθέτει: «με το δεύτερο όμως, υπάρχουν πολλά που μπορούν να γίνουν. Για παράδειγμα, ήθελα να αποκτήσω μια διαδικτυακή τραπεζική υπηρεσία και η τράπεζα μού ζήτησε να προσκομίσω περισσότερα από δέκα μεταφρασμένα και νομιμοποιημένα έγγραφα, τα οποία θα μού κόστιζαν πάνω από 1000 ευρώ. Ή να περιμένω την άδεια οικοδόμησης για χρόνια, ή ακόμη και να υποβάλω φορολογική δήλωση όταν δεν έχω κανένα εισόδημα στην Ελλάδα. Για την προσέλκυση μικρών επενδυτών, πολλά εμπόδια πρέπει να αρθούν. Αλλά το ερώτημα είναι τι είδους επενδύσεις χρειάζεται το νησί και γενικότερα η ελληνική οικονομία».
Έρωτας με την πρώτη ματιά η Θάσος
Για τον Μπότιο Στόινοφ και την οικογένειά του, η Θάσος ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Την επισκέφθηκαν για πρώτη φορά το 2007 και το καλοκαίρι την ίδιας χρονιάς αποφάσισαν να αγοράσουν ένα διαμέρισμα στο Σκάλα Ραχωνίου, στη βορειοδυτική πλευρά του νησιού.
Ζει στη Σόφια, είναι χημικός μηχανικός και εργάζεται ως διευθυντικό στέλεχος σε μεγάλη επιχείρηση. Μιλώντας στο ΑΠΕ–ΜΠΕ, ο Στόινοφ υπογραμμίζει ότι η φυσική ομορφιά του νησιού, οι κατάφυτες εκτάσεις που διαθέτει σε όλους σχεδόν τους οικισμούς, οι καταγάλανες παραλίες αλλά και η φιλοξενία των ντόπιων ήταν τα στοιχεία εκείνα που τον έκαναν να πάρει την απόφαση της αγοράς ενός διαμερίσματος ώστε να έρχεται όσο συχνά μπορεί για διακοπές και ξεκούραση.
Μάλιστα, όπως λέει, θα επέλεγε τη Θάσο ως έναν τόπο μόνιμης κατοικίας, όταν αποχωρήσει από την επιχείρηση και λήξει η επαγγελματική του καριέρα. Θεωρεί πως οι κάτοικοι είναι ιδιαίτερα ευγενικοί και σε αυτά τα δεκατέσσερα χρόνια που επισκέπτεται το νησί γνώρισε πολλούς ντόπιους αλλά και ξένους από άλλες χώρες που έρχονται για διακοπές, δημιούργησε φιλίες και μοιράστηκε μαζί τους όμορφες στιγμές.
Την ανεπάρκεια των υποδομών στο νησί λόγω του αυξημένου τουριστικού ρεύματος, επισημαίνει και ο Βούλγαρος επιχειρηματίας. Ιδιαίτερη αναφορά κάνει στο θέμα της καθαριότητας κυρίως στις παραλιακές περιοχές, αλλά και στην πρόσβαση στις παραλίες, εξηγώντας ότι υπάρχει υπερβολικά μεγάλος αριθμός από ομπρέλες και ξαπλώστρες που εκμεταλλεύονται ιδιώτες. Επίσης, θα ήθελε το νησί να έχει περισσότερη νυχτερινή ζωή και δραστηριότητες που θα προσελκύουν τους νέους ανθρώπους.
Τα προβλήματα των υποδομών πρέπει να λυθούν άμεσα
Το πρόβλημα της έλλειψης των υποδομών αναγνωρίζει και ο πρόεδρος της Ένωσης Ξενοδόχων Θάσου Πάρις Παρασχούδης, επισημαίνοντας ότι είναι λογικό να υπάρχει και να γίνεται πιο έντονο τους καλοκαιρινούς μήνες, όταν ο πληθυσμός του νησιού από τις 14.000 που είναι τους χειμερινούς μήνες σχεδόν τετραπλασιάζεται, φτάνοντας ακόμα και τους 50.000 ανθρώπους ή μπορεί και τους ξεπερνά στιγμιαία μέσα σε κάποια Σαββατοκύριακα του Αυγούστου.
Η ανεπάρκεια νερού, οι διακοπές του ηλεκτρικού ρεύματος και η έλλειψη διαδικτύου, απαραίτητο σε μια τουριστική περιοχή και σε μια εποχή μάλιστα που αρκετοί εργάζονται εξ αποστάσεως ερχόμενοι ακόμα και για διακοπές, αποτελούν για τον κ. Παρασχούδη θέματα που σχετίζονται με την αύξηση του τουριστικού ρεύματος και χρήζουν άμεσης επίλυσης.
Όπως τονίζει, μιλώντας στο ΑΠΕ–ΜΠΕ, «μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες το 2004 ξεκίνησε σταδιακά το ενδιαφέρον το Βούλγαρων πολιτών για να αγοράσουν ακίνητα στη Θάσο. Τα τελευταία χρόνια ανάλογο ενδιαφέρον έχουν δείξει και οι Ρουμάνοι. Το ενδιαφέρον για απόκτηση παραθεριστικής κατοικίας έφερε ενδιαφέρον για εμπορική εκμετάλλευση και σήμερα βλέπουμε να γίνονται επενδύσεις σε ακίνητα της τάξης των 300.000 και 600.000 ευρώ».
Το κατακόρυφο ενδιαφέρον που απέκτησε η Θάσος για τους Βούλγαρους τουρίστες μαρτυράει και η μεγάλη τουριστική επένδυση του πεντάστερου ξενοδοχείου που υλοποιήθηκε πριν από δεκαπέντε χρόνια, με αρκετές γραφειοκρατικές καθυστερήσεις, στην περιοχή του Αγίου Ιωάννη από Βούλγαρο επιχειρηματία, συνολικού προϋπολογισμού άνω των 15 εκατομμυρίων ευρώ.
Παραλία Οφρυνίου, μια πολλά υποσχόμενη περιοχή
Τα τελευταία χρόνια, το αγοραστικό ενδιαφέρον των Βούλγαρων πολιτών έχει μετατεθεί και στο ηπειρωτικό τμήμα της Π.Ε. Καβάλας και ιδιαίτερα στα δυτικά παράλια. Η παραλιακή ζώνη που εκτείνεται από τη Νέα Πέραμο μέχρι και την παραλία Οφρυνίου– Τούζλα αποτελεί μια παρθένα οικιστικά περιοχή, που έχει βρεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος πολλών ξένων αγοραστών κυρίως από τις χώρες της Βαλκανικής.
Η διαφορά με τη Θάσο είναι ότι η περιοχή επιλέγεται πλέον και ως τόπος μόνιμης κατοικίας από ανθρώπους που μπορούν να εργαστούν εξ αποστάσεως. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που η παραλία Οφρυνίου- Τούζλα την τελευταία πενταετία παρουσιάζει θεαματική ανοικοδόμηση.
Όπως εξηγεί, μιλώντας στο ΑΠΕ–ΜΠΕ, ο κ. Κουρτίδης, που διατηρεί ένα από τα μεγαλύτερα και καλύτερα οργανωμένα γραφεία real estate στην Π.Ε. Καβάλα, «το επενδυτικό κλίμα άλλαξε σε όλο το μήκος της παραλίας Οφρυνίου χάρη στις επενδύσεις που γίνονται από Βούλγαρους, Ρουμάνους, Γερμανούς αλλά και Έλληνες του εξωτερικού. Η ανάπτυξη ήρθε από τους ξένους και αυτή είναι μια πραγματικότητα. Η περιοχή προσφέρει πολλά συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Τα σημαντικότερα είναι η φυσική ομορφιά και η κοντινή απόσταση από περιοχές της νότιας Βαλκανικής. Σε λιγότερο από τρεις ώρες, ο Βούλγαρος επισκέπτης μπορεί να βρεθεί στην Τούζλα. Τα περισσότερα αυτοκίνητα που έρχονται τα Σαββατοκύριακα δεν είναι από την Καβάλα ή τις Σέρρες, αλλά από τη Θεσσαλονίκη. Θέλει τη μισή διαδρομή σχεδόν ο Θεσσαλονικιός για να έρθει εδώ από το να πάει στη Χαλκιδική».
Ο κ. Κουρτίδης, που από το 2007 συνεργάζεται με πολλούς Βούλγαρους επενδυτές και αγοραστές, προσφέροντάς τους ολοκληρωμένες υπηρεσίες όσον αφορά τις συνδιαλλαγές τους με το δημόσιο και τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες, υπογραμμίζει πως η παραλία Οφρυνίου και ευρύτερα η περιοχή της Καβάλας προσφέρει όλα όσα ενδιαφέρουν τους τουρίστες και επισκέπτες από τις βαλκανικές χώρες.
«Η ζωή στη γειτονική χώρα έχει ακριβύνει, δεν είναι όπως παλιά. Ερχόμενοι εδώ βρίσκουν όλα όσα ζητούν: καλό και ποιοτικό φαγητό, φρέσκα οπωροκηπευτικά, καθαρή θάλασσα, καλή εξυπηρέτηση όταν πρέπει να συνδιαλέγουν με υπηρεσίες ή φορείς και κυρίως ζεστούς και φιλόξενους ανθρώπους», τονίζει.
Από την Ελβετία μόνιμοι κάτοικοι της παραλίας Οφρυνίου
Ο Κρασιμίρ Μπανόβ και η Άννα Μπάνοβα γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη Σόφια, ωστόσο επί σαράντα χρόνια ζούσαν και εργάζονταν στην Ελβετία, διατηρώντας μια επιχείρηση κατασκευής και εμπορίας ανταλλακτικών και εξαρτημάτων ρολογιών, ενώ έχουν λάβει και την ελβετική υπηκοότητα. Τους συναντήσαμε ένα ηλιόλουστο ανοιξιάτικο πρωινό στην παραλία Οφρυνίου, όπου έχουν πλέον τη μόνιμη κατοικία τους από το 2015.
Μιλώντας στο ΑΠΕ–ΜΠΕ, εξομολογούνται ότι επέλεξαν την περιοχή αυτή ύστερα από πολλή σκέψη και αφού είχαν περιηγηθεί σε πολλά μέρη, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ιταλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία. Αναζητούσαν ένα ήσυχο μέρος, κοντά στη θάλασσα που να έχει ζωή όλες τις εποχές του χρόνου, προκειμένου να μείνουν μόνιμα μόλις έπαιρναν τη σύνταξή τους.
«Θέλαμε μια περιοχή», λέει ο κ. Μπανόβ, «που να είναι κοντά στη Σόφια, όσο πιο κοντά στη θάλασσα γίνεται και να έχει ηρεμία. Τον Ιανουάριο του 2015 ήρθαμε στην Καβάλα, μείναμε κάποια βράδια και ξεκινήσαμε την αναζήτηση. Καταλήξαμε στην παραλία Οφρυνίου γιατί μας άρεσε ο ανοιχτός ορίζοντας που έχει, η μεγάλη παραλία, που είναι κοντά στην πόλη».
Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου αγόρασαν ένα διαμέρισμα και σήμερα το ζευγάρι έχει αγοράσει στην περιοχή πέντε κατοικίες, που τις εκμεταλλεύεται εμπορικά. Στην παραλία Οφρυνίου δεν μετέφεραν μόνο τη ζωή τους αλλά και ένα μέρος της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, που ακόμα διατηρούν και εργάζονται μέσω διαδικτύου. Το παράδειγμά τους ακολούθησαν λίγα χρόνια αργότερα και φίλοι τους. Μάλιστα, όπως τονίζει ο κ. Μπανόβ, ένα φιλικό τους ζευγάρι επένδυσε στην περιοχή ένα εκατομμύριο ευρώ αγοράζοντας κατοικίες για εμπορική εκμετάλλευση.
Στο ερώτημα τι παραπάνω βρήκαν στην Ελλάδα και την Τούζλα που δεν το βρήκαν σε περιοχές που έψαξαν στην Ισπανία ή την Ιταλία, η απάντηση είναι αφοπλιστική: «Έχει εξαιρετική ποιότητα ζωής. Ακόμα και τα οπωροκηπευτικά προϊόντα που καταναλώνουμε ή τα ψάρια, ξέρουμε ότι είναι από ντόπιους παραγωγούς και τους ψαράδες της περιοχής. Επιπλέον, η περιοχή εδώ έχει καλές υποδομές».
Όσον αφορά την επικοινωνία με τους μόνιμους κατοίκους, μιλούν με τα καλύτερα λόγια, λέγοντας πως είναι ζεστοί και φιλόξενοι. Μάλιστα, έχουν κάνει πολλούς φίλους που τους βοηθούν και στην καθημερινότητά τους αφού δε γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα.
«Από το καλό κανείς δεν θέλει να φύγει»
Το 2015, ο Ρόμαν Βελίνοβ από τη Σόφια αποφάσισε να πουλήσει την επιχείρηση κατασκευής γυάλινων επιφανειών που διατηρούσε και να έρθει στην Ελλάδα να επενδύσει στην αγορά ακινήτων. Είχε επισκεφθεί νωρίτερα την περιοχή της Καβάλας, ήρθε στην Τούζλα και αρχικά αγόρασε ένα σπίτι για να μείνει. Σήμερα, διαθέτει συνολικά δυο σπίτια στο Οφρύνιο και κατασκευάζει άλλο ένα στην Ασπροβάλτα.
Τον συναντήσαμε σε μια από τι μεσημεριανές βόλτες του στην παραλία Οφρυνίου, μαζί τον αγαπημένο του σκύλο. Μιλώντας στο ΑΠΕ–ΜΠΕ υπογραμμίζει ότι πριν επιλέξει να έρθει στην Καβάλα επισκέφθηκε σχεδόν όλη την Ελλάδα. Έχει χόμπι τη φωτογραφία και τού αρέσει η ήρεμη ζωή. Η οικογένειά του ζει στη Σόφια, έρχονται συχνά όμως να τον δουν και να περάσουν μέρες μαζί του.
«Μού άρεσε η περιοχή από την πρώτη στιγμή που την είδα. Πραγματικά ενθουσιάστηκα! Εδώ είναι σαν την Καλιφόρνια της Αμερικής. Σε λίγα χρόνια θα συγκεντρώνονται οι συνταξιούχοι που θέλουν να έχουν μια καλή ποιότητα ζωής. Όσοι φίλοι μου με επισκέφτηκαν πραγματικά γοητεύτηκαν από τον τόπο και ορισμένοι μάλιστα αγόρασαν σπίτια για να έρχονται τα καλοκαίρια».
Τον ρωτήσαμε αν το μετάνιωσε που πούλησε την επιχείρησή του και ομολογεί πως «ήταν ένα ρίσκο γιατί έκανα αυτό το βήμα εν μέσω οικονομικής κρίσης και πανδημίας». Ωστόσο, όπως τονίζει, δεν το μετάνιωσε ούτε στιγμή. «Όχι δεν το μετάνιωσα, γιατί η αγορά ακινήτων έχει πολύ μικρότερο ρίσκο από την επιχείρηση που διατηρούσε στη Βουλγαρία. Νιώθω πολύ καλά με την επιλογή μου. Οι κάτοικοι εδώ είναι πολύ καλοί, όπως άλλωστε και όλοι οι Έλληνες, είναι φιλόξενοι και έχουν φιλότιμο. Σε βοηθούν, όταν τους το ζητάς. Η δυσκολία είναι στη γλώσσα, αλλά σίγουρα σε σύγκριση με τους βορειοευρωπαίους, οι Έλληνες είναι πιο φιλικοί και ανοιχτόκαρδοι», τονίζει.
Ο Ρόμαν Βελίνοβ επισημαίνει ότι δεν θα μπορούσε να επιλέξει να ζήσει σε κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα, σημειώνοντας εύστοχα πως «όλοι όσοι προερχόμαστε από τα Βαλκάνια έχουμε ένα κοινό πολιτιστικό στίγμα, μας ενώνουν πολλά». Όσο για το αν θα αποφάσιζε κάποια στιγμή να επιστρέψει στη Σόφια, η απάντηση είναι αφοπλιστική: «από το καλό κανείς δε θέλει να φύγει!».
ΑΠΕ-ΜΠΕ