Οι παραδόσεις στα ελληνικά νησιά το καλοκαίρι είναι στενά συνυφασμένες με τα πανηγύρια σε μοναστήρια και εκκλησίες που διανθίζουν τη ζωή των ανθρώπων με ένα κράμα πίστης και ψυχαγωγίας, που ανανεώνει το πνεύμα και τη δράση της ορθοδοξίας στη διαδρομή των αιώνων.
Στη Ζάκυνθο σήμερα συντηρούνται δεκάδες παλιές εκκλησίες που μεταφέρουν άσβεστη την παράδοση της ορθοδοξίας σε ένα περιβάλλον με επιρροές από την περίοδο του καθολικισμού που στο νησί διήρκεσε από τον 11ο αιώνα έως την πτώση της Βενετίας στο τέλος του 18ου αιώνα.
Το θρησκευτικό συναίσθημα και οι εκδηλώσεις στις εκκλησίες και τα μοναστήρια, για πολλούς αιώνες υπήρξαν στη Ζάκυνθο οι μοναδικοί χώροι μαζικής ψυχαγωγίας και πάνω σε αυτές τις δράσεις δομήθηκαν η ζωή και οι συνήθειες των ανθρώπων. Ακόμα και σήμερα είναι ξακουστά τα πανηγύρια σε παλιές εκκλησίες και μοναστήρια και είναι πολλοί οι πιστοί που κάνουν μεγάλα ταξίδια ακόμα και από το εξωτερικό για τα ζήσουν.
Μοναστήρια και εκκλησιές
Στη Ζάκυνθο σήμερα εξακολουθούν και λειτουργούν τα παλαιά μοναστήρια του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στο Καταστάρι, (έτος πρώτης αναφοράς 1617) του Αγίου Γεωργίου των Κρημνών (έτος πρώτης αναφοράς 1535) στις Βολίμες, η Μονή Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου στην πόλη που έχει υπό την επίβλεψη της το Καστρομονάστηρο στα νησιά Στροφάδες (έτος πρώτης αναφοράς το 1241), που βρίσκονται 27 ναυτικά μίλια νότια της Ζακύνθου.
Επίσης λειτουργεί το μοναστήρι της Παναγίας της Σπηλιώτισσας στις Ορθωνιές (έτος πρώτης αναφοράς 1548) και το γυναικείο μοναστήρι της Ελευθερώτριας στο Μαχαιράδο που ιδρύθηκε τον περασμένο αιώνα.
Ορισμένα από τα παλιά μοναστήρια λειτουργούν σήμερα ως εκκλησίες από τους εφημέριους των ενοριών τους και μόνο κατά τις ημέρες που πανηγυρίζουν. Αυτά είναι η Παναγία η Αναφωνήτρια (έτος πρώτης αναφοράς 1535), όπου για πολλά χρόνια μόνασε ο Άγιος Διονύσιος, η Παναγία η Σκοπιώτισσα στο όρο Σκοπός (έτος πρώτης αναφοράς 1446), η μονή της Υπεραγάθου στον Κοιλιωμένο (έτος πρώτης αναφοράς 1671).
Τέλος υπάρχουν ορισμένες παλιές και ιστορικές εκκλησίες, όπως η Παναγία η Φανερωμένη στην πόλη (έτος πρώτης αναφοράς 1633), η Παναγία η Κεριώτισσα (έτος πρώτης αναφοράς 1533), η Αγία Μαρίνα στα Φαγιά (έτος πρώτης αναφοράς 1641), η Παναγία η Πικριδιώτισσα (έτος πρώτης αναφοράς 1542), οι οποίες διακρίνονται για το κάλλος και τον πλούτο του εσωτερικού τους διακόσμου και αγαπιούνται ιδιαίτερα από τους πιστούς.
Όλες αυτές οι εκκλησίες και οι μονές αλλά και πολλά άλλες λιγότερο γνωστές, έρχονται από τα βάθη των αιώνων και η μακρόχρονη διαδρομή τους βασίστηκε στις χορηγίες ευγενών οικογενειών αλλά και στην παρουσία φωτισμένων ιεραρχών, όπως ο Παχώμιος Ρουσάνος (1508-1553) στη Μονή του Αγίου Γεωργίου των Κρημνών. Η μονή ιδρύθηκε το 1533 από τον ιερομόναχο Μακάριο και το μοναχό Βαρλαάμ Μπελέτη. Εδώ ασκήτεψε και ο ιερομόναχος Γεράσιμος Νοταράς, μετέπειτα προστάτης Άγιος Γεράσιμος της Κεφαλονιάς.
Τα πανηγύρια
Τα πιο ονομαστά πανηγύρια στη Ζάκυνθο είναι αυτά της Αγίας Μαύρας στο Μαχαιράδο, της Αγίας Μαρίνας στα Φαγιά, της Παναγίας της Φανερωμένης στην πόλη, της Παναγίας της Κεριώτισσας στο Κερί, της Παναγίας της Σκοπιώτισσας στο όρο Σκοπός, του Αγίου Διονυσίου στην πόλη, της Αγίας Παρασκευής στο Μπελούση, της Μαρίας της Μαγδαληνής στις Μαρίες, του Αγίου Λέοντα στην ομώνυμη κοινότητα και στον Άγιο Νικόλαο στην Εξωχώρα.
Φέτος είναι η πρώτη χρονιά μετά την πανδημία που τα πανηγύρια επιτρέπονται και παρατηρείται μεγάλη προσέλευση πιστών αλλά και τουριστών κατά τη διεξαγωγή τους. Κατά τα ζακυνθινά έθιμα τα πανηγύρια έχουν διήμερο ή και τριήμερο χρόνο διάρκειας και περιλαμβάνουν τις καθιερωμένες θρησκευτικές λειτουργίες τελετές, λιτανείες των ιερών εικόνων στους δρόμους και ειδικότερα στα χωριά γλέντα στις αυλές των εκκλησιών με ορχήστρες λαϊκών οργάνων και χορούς.
Ο Αρχιμανδρίτης και Ιεροκύρυκας της Ιεράς Μητρόπολης Ζακύνθου Διονύσιος Λυκογιάννης δήλωσε στο ΑΠΕ – ΜΠΕ: «Τα θρησκευτικά πανηγύρια, κυρίως στην ύπαιθρο χώρα της πατρίδα μας, χωρίζονται στο θρησκευτικό μέρος με τις ιερές ακολουθίες, κορύφωση της οποίας αποτελεί η Θεία Λειτουργία με τη μετοχή στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και το κοσμικό μέρος το οποίο ακολουθεί και περιλαμβάνει κοινή Τράπεζα ή προσφορά φαγητού στον προαύλιο χώρο, με τη συνοδεία μουσικών οργάνων και χορών.
Ακόμη και σήμερα, μετά την πρωινή Θεία Λειτουργία προσφέρεται ψωμί με ντόπιο λαδοτύρι και άκρατος οίνος, κατ’ αντιστοιχία με το “άριστον” των αρχαίων Ελλήνων. Το δε εσπέρας, μετά την ακολουθία του Εσπερινού ή της Παρακλήσεως και της λιτανείας της εικόνας ακολουθεί φαγητό με συνοδεία μουσικής, θυμίζοντας αρκετά την πρωτοχριστιανική συνήθεια της κοινής Τράπεζας όλων των παρισταμένων στο θρησκευτικό γεγονός.
Συνήθειες οι οποίες κρατήθηκαν από τα πανάρχαια χρόνια και συνεχίζονται μέχρι σήμερα, εκφράζοντας το θρησκευτικό συναίσθημα αλλά και την ανάγκη της κοινωνικοποίησης των μελών μιας κοινότητας. Στα πανηγύρια δινόταν η ευκαιρία της ελαχιστοποίησης των κοινωνικών στεγανών και της συναδέλφωσης, μιας και στον ιερό χώρο οι διακρίσεις αμβλύνονταν, καθώς και της διατηρήσεως των εθιμικών παραδόσεων.
Στις μέρες μας, με την αλλοίωση του ήθους και της διαφορετικής ιεράρχησης των αξίων στη ζωή του ανθρώπου, ελλοχεύουν η εκτροπή και ο εκφυλισμός σε κάθε τι παραδοτέο. Η μετοχή στο πανηγύρι κινδυνεύει να χάσει τον θρησκευτικό της χαρακτήρα και να εκκοσμικευθεί πλήρως, με την τάση της αυτοπροβολής και της ατομικής διασκέδασης, χάνοντας κάθε νόημα ψυχαγωγίας και πνευματικής -σωτηριολογικής προαγωγής.
Αποτέλεσμα θα είναι η μετατροπή του ιερού περίβολου σε έναν ακόμη χώρο διασκέδασης. Ευχή μας είναι η αφύπνιση, ιδιαίτερα των νέων του τόπου μας, να αναβιώσουν τα έθιμα των θρησκευτικών πανηγύρεων με τις σωστές προϋποθέσεις, ταπεινά, συναδελφικά και με γνώμονα την αυθεντική έκφραση της παραδόσεως με τις αρχέγονες καταβολές της, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η κατάθεση της χαράς και της ευγνωμοσύνης για ότι έχει εκ Θεού προσφερθεί στον άνθρωπο».
ΑΠΕ-ΜΠΕ